Στίγμα Της Στιγμής / Demos + Live
Με αφορμή και πάτημα αυτή την σπουδαία (επανα)κυκλοφορία, ο Άρης Καραμπεάζης σε ένα κείμενο-ποταμό απλώνει σκέψεις και προβληματισμούς σε όλο το μήκος, πλάτος και χρόνο του εγχώριου ροκ
Θέλω να ξεκινήσω αναφέροντας το εξής: οι Σύνδρομο είναι (ή έστω υπήρξαν για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν ακόμη και οι επιδερμικά μουσικόφιλοι να απασχολούνται εντατικά με το παρελθόν της μουσικής) αν όχι παντελώς, τότε οριακά άγνωστοι ακόμη και στους πλέον υποψιασμένους των εγχώριων ροκ μουσικόφιλων πέριξ των 40 ετών. Θεωρώ ότι δεν κάνω μεγάλο λάθος σε αυτή μου την κρίση/παρατήρηση, και αν υπάρχει ένα μικρό ποσοστό που την αμφισβητεί, κατά το πιθανότερο δεν επαρκεί για να την αναιρέσει.
Κάπου εδώ θα έπρεπε φυσιολογικά να αναφερθεί ότι δεν είναι τώρα η ώρα και η αφορμή για να συζητήσουμε το πώς και γιατί οι Σύνδρομο παρέμειναν λίγο-πολύ άγνωστοι σε μια γενιά ακροατών που απασχολήθηκε στον μέγιστο βαθμό με το εγχώριο ελληνόφωνο ροκ (βρείτε το λάθος στις τρεις τελευταίες λέξεις, που πάντως τοποθετούνται για να καταδειχθεί ότι θα ήταν οριακά κατανοητό το να μην γνωρίζουν τους Σύνδρομο οι ακροατές είτε των Last Drive, είτε των Rotting Christ) και να περάσουμε παρακάτω για να μιλήσουμε επιτέλους για μουσική (πως λέμε φτάνει με τα της εξυγίανσης και της πολυ-ιδιοκτησίας, ας μιλήσουμε για ποδόσφαιρο), αλλά αυτό θα ήταν μάλλον άδικο τόσο για τα ίδια τα μέλη των Σύνδρομο, όσο και κύρια για τα σε πραγματικό - όσο και σε πλασματικό σήμερα- χρόνο επιτεύγματα τους, όσο και για τα όσα ακούμε –κυρίως– στην πρώτη από τις εν λόγω κυκλοφορίες, δηλαδή στο «περιβόητο» χαμένο LP των Σύνδρομο.
Αν πιάσουμε το νήμα από εδώ, θα πρέπει να επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση με εκ νέου ερώτημα, και αυτού του είδους οι απαντήσεις συνήθως δεν είναι όχι πειστικές, αλλά ούτε καν αποδεκτές.
Θα είχε αλλάξει η μοίρα των Σύνδρομο αν είχε κυκλοφορήσει όταν ηχογραφήθηκε, το άλμπουμ που σήμερα τιτλοφορείται ‘Στίγμα της Στιγμής’; Θεωρώ πως όχι. Τουλάχιστον με τον τρόπο που θα έπρεπε να είχε αλλάξει.
Θα ήταν ασφαλώς το όνομα του γκρουπ γνωστό και στην επόμενη γενιά ακροατών, και η συνέχιση της δραστηριότητας τους σε δισκογραφία και συναυλίες, θα τους έδινε ίσως την ευκαιρία να ανέβουν έστω και στο παρά πέντε στο άρμα του όψιμα ανερχόμενου ελληνόφωνου ροκ, αλλά οι Σύνδρομο έχουν μία ιδιαιτερότητα –σχεδόν ιδιοτροπία– που υποψιάζομαι δεν θα μπορούσε να τους καταστήσει μαζικούς (και όχι δήθεν επειδή ‘Δεν έχουν ένα hit/Δεν έχουν ένα hit’).
Η ιδιοτροπία τους αυτή έχει να κάνει τόσο με τον ήχο του συγκροτήματος (και στις δύο φάσεις του, όπως λέμε παρακάτω), όσο και αναπόφευκτα με την καθολική αισθητική στην οποία αυτός τους περικλείει, χωρίς καν να χρειάζεται να καταφύγει κανείς στους στίχους τους.
Ξεκινώντας όμως από αυτούς τους τελευταίους (δέκα εκκινήσεις έχει αυτό το κείμενο, μέχρι στιγμής), διακρίνουμε εύλογα ότι από τους στίχους των Σύνδρομο απουσιάζει επί της ουσίας η προσφιλής μας αλληγορική μυθοπλασία (‘ο Βασιλιάς της Σκόνης’), οι παραβολές άσωτων και μη (‘Αδέλφια στην Κόλαση’), οι υπερβατικές αφηγήσεις με ακατάλληλο για ανηλίκους, αλλά γοητευτικό προς αυτούς ακριβώς, φόντο (‘Παράξενη Πόλη’), αλλά και η έμμετρα ή και χοντρά κομμένη σάτιρα, ασφαλώς και οι σάτυροι, (άπαντα Μουσικών Ταξιαρχιών), που κατά τα διδάγματα της εγχώριας ροκ ιστορίας συγκινούν και συγκρατούν τις ροκ μάζες, δημιουργούν και αναπαράγουν μύθους και μυθεύματα και εν τέλει στήνουν την πορεία της σκηνής, όπως μέχρι σήμερα μας έχει παραδοθεί.
Το ότι μουσικά οι Σύνδρομο απλώνονται σε ένα ευρυμαθές, όσο και επίκαιρο για την εποχή του, ροκ φάσμα, που αν το συντονίσει κανείς με την διαχρονική εμμονή μας ως ροκ ακροατών με τα επιτεύγματα των David Byrne/Brian Eno, θα μπορούσε ίσως να συνηγορήσει στο αντίθετο.
Ακόμη όμως και το χρονικό σημείο κατά το οποίο γιγαντώθηκαν οι Τρύπες, για παράδειγμα, καταδεικνύει ότι η διαρκής ροκ χρονο-καθυστέρηση που μας διακρίνει, θα τους έφερνε αντιμέτωπους με μια γενιά ακροατών που θα ήθελε το ροκ της περισσότερο σωματικά ιδρωμένο και λιγότερο μηχανικά ελευθεριακό, συνεπώς ειδικά η δεύτερη φάση τους με το ‘βαρύ programming’ στα synthesizer, που προσεγγίζει (αλλά στο τσακ δεν υπερπηδάει) τα όρια του electro, θα έβρισκε θεωρώ στον τοίχο των συζητήσεων περί του αν ‘μπορούν οι μηχανές να παίξουν ροκ’. Το παράδειγμα των Χωρίς Περιδέραιο, απλώς πιστεύω ότι εξ αντιστρόφου αποδεικνύει αυτόν τον ισχυρισμό μου, παρά τον υποσκάπτει.
Δεν θέλω να πω σώνει και καλά ότι οι Σύνδρομο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ήταν καταδικασμένοι σε κάποιου είδους αφάνεια. Κατά το πλέον πιθανολογούμενο, θα υπήρχε τελικά ο τρόπος –και κυρίως οι αιτίες– για να ξεχωρίσουν, καθώς η ποιότητα του ηχογραφημένου υλικού τους θα ξεπερνούσε έστω και οριακά τα παραπάνω κωλύματα. Χώρια που οι έγκριτες μαρτυρίες της εποχής μας καλούν να τους δούμε επί σκηνής, για να καταλάβουμε τι πραγματικά αξίζει το γκρουπ, αν και υποψιάζομαι ότι αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την καταδικαστική παραγωγή του πρώτου μη χαμένου δίσκου.
Ακούγοντας όμως ειδικά τα δέκα από τα έντεκα (εξηγώ παρακάτω) τραγούδια από το ‘Στίγμα της Στιγμής’, καταλήγω στο ότι οι Σύνδρομο δεν θα μπορούσαν να χαράξουν την εγχώρια ροκ ιστορία, με τον τρόπο που τουλάχιστον θα έπρεπε να την χαράξουν, επειδή μεταξύ άλλων με αμφιλεγόμενα γενναίο τρόπο δεν είναι crowd pleasers, παρότι σε κάθε τραγούδι τους υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις του ότι μπορούν να γίνουν (προσοχή: δεν λέω ότι δεν το επιδιώκουν, λέω δεν είναι – το γεγονός δηλαδή).
Τα τραγούδια των Σύνδρομο κινούνται στιχουργικά εντός των ορίων της Καθημερινότητας και δεν την προσπερνάνε, ούτε την υπερβαίνουν για να την κάνουν πιο ανεκτή. Κυρίως δε, δεν την αγνοούν και δεν την προσπερνάνε αψήφιστα. Ακόμη και μείζονα θέματα, όπως τα ναρκωτικά, εισάγονται στα τραγούδια τους όχι ως γενική θεώρηση επί κοινωνικών ζητημάτων, αλλά ως στοιχείο της μίας και αυτής Καθημερινότητας.
Και πέραν των όσων αναφέρει ο Τσέχωφ για την καθημερινότητα, όπως σοφά μας ενημερώνει κάθε τόσο το timeline μας, εν τοις πράγμασι αυτή και κατά τα κοινώς και βιωμένα και γνωστά, είναι για τον μέσο ακροατή περισσότερο και πιο ενοχλητικά άβολη, από ότι η κατ’ ευφημισμό ‘ζόρικη’ ροκ στιχουργική, λιγότερο επιβλητική και –κυρίως– ολωσδιόλου ηρωική από ότι ο κατά συνήθεια αυθαίρετα καταγγελτικός ροκ λόγος.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα κατηγορία ή/και μομφή κατά των ακροατών και των αναγκών τους. Είναι κατανοητό το γιατί ειδικά στην ροκ μουσική αναζητούνται κυρίως διέξοδοι και εκτονώσεις, παρά σύνδρομα και ανακυκλώσεις μιας δυσάρεστης καθημερινότητας, που τελικά υπάρχει ως ρουτίνα και μόνο, ακόμη και στην πιο ιδανική της εκδοχή.
Θέλω να πω ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με Δραπετσώνες και φτωχολογιές, απαραίτητα, αλλά ούτε και με ΛΕΞ-ικές παρατηρήσεις, που παρότι συνιστούν και εκεί βίωμα, εν τούτοις καταλήγουν ως έκφραση γενιάς. Οι Σύνδρομο έχω την αίσθηση ότι δεν επεδίωξαν να γίνουν εκφραστές τρίτων και εδώ αναφέρομαι και στις προθέσεις τους (ή πιο σωστά στην έλλειψη αυτών).
Μακριά από ποιητικότροπες φιοριτούρες και εξαναγκασμένες καταθλίψεις, οι Σύνδρομο κόμισαν στο εγχώριο ροκ πρόωρα, ίσως και ανεπίκαιρα αν σκεφτούμε τις συνθήκες της εποχής τους, αυτό που αρκετά χρόνια μετά (και πάλι μετά από αρκετά χρόνια εσωστρέφειας δικής τους, μέσα από κασέτες και κλειστούς κύκλων ολίγων φανατικών) θα έβρισκε κοινό –αυτό που βρήκε τέλος πάντων– μέσω των τραγουδιών των Κόρε Ύδρο.
Και τα δύο συγκροτήματα μοιράζονται –θεωρώ– τις love or hate αντιδράσεις, όσοι ελάχιστοι ομότεχνοι τους εντός συνόρων τουλάχιστον. Έχουμε εξηγήσει και βιώσει επαρκώς το γιατί και πως σε όποιον δεν αρέσουν οι Κόρε Ύδρο, δεν θα είναι αδιάφορος απέναντι τους, αλλά θα (χαζο)γελάσει με αυτούς, έως και θα τους χλευάσει.
Το ίδιο ακριβώς και με τους Σύνδρομο. Εμπεριέχουν στις αφηγήσεις τους την καθημερινότητα, με τον ίδιο άμεσο, και άρα άβολο ακριβώς τρόπο, που την εγκλωβίζουν και οι Κόρε Ύδρο, και είναι μάλλον φυσιολογικό το ότι δεν καταλήγουν ηγέτες ενός –έστω και ελάσσονος, κατά την χωμενίδεια βλακώδη λογική– ροκ κινήματος, είτε σε συνθήκες δράσης, είτε σε συμβάσεις νοσταλγίας.
Μετά από αυτές τις ασαφείς επεξηγήσεις όμως, πάμε να δούμε τι γίνεται αν τελικά σου αρέσουν οι Σύνδρομο, όπως εξαντλητικά και ακροθιγώς όχι απλώς χαρτογραφούνται αναδρομικά, αλλά για τους περισσότερους συστήνονται το πρώτον, με αυτές τις δύο κυκλοφορίες, τριάντα πέντε (!!!) χρόνια μετά από το άλμπουμ που δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Στο ‘Demos + Live Recordings’ βρίσκονται και τα δέκα τραγούδια από το πρώτο (και μοναδικό, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) LP των Σύνδρομο (συν κάποια ακόμη), που παρότι, εξαιτίας μίας περισσότερο από άστοχης παραγωγής, ακούγεται σαν να ηχογραφήθηκε από το υπόγειο και ενώ το γκρουπ έπαιζε στην ταράτσα (και όχι το αντίστροφο), εν τούτοις δικαίως χαιρετίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δίσκους του ελληνικού ροκ, και για τον υπογράφοντα έχει θέση ακλόνητη σε οποιαδήποτε εικοσάδα, είτε μιλάμε μόνο για ελληνόφωνα, είτε βάλουμε μέσα και αγγλόφωνα κ.λπ.
Τον δίσκο αυτό τον είχα συναντήσει άπειρες φορές στο θρυλικό stand με τα ‘ελληνικά ροκ’ του πάλαι πότε δισκοπωλείου της ANO KATO records στην Π. Π. Γερμανού, δεξιά με το που κατεβαίνεις τα σκαλοπάτια στο ημιυπόγειο, εν τούτοις δεν τον είχα αγοράσει ποτέ. Ο λόγος που δεν τον είχα αγοράσει δεν ήταν ούτε επειδή δεν ήξερα το συγκρότημα (που δεν το ήξερα), ούτε επειδή τυχόν έβαλα επί τόπου να τον ακούσω και δεν μου άρεσε (σχεδόν ποτέ δεν ακούω δίσκους στα δισκοπωλεία, για να καταλήξω αν θα τους αγοράσω).
Παρότι σήμερα μου φαίνεται σχεδόν αδιανόητο, ο λόγος που δεν είχα αγοράσει τον δίσκο ήταν ότι από τα 15 μέχρι τα 18 μου, μου φαίνονταν μάλλον ανόητο το (εμβληματικό θα έλεγα, αν δεν ξέραμε όλοι την κατάντια της λέξης) εξώφυλλο με τα πολλαπλά γυμνά, το Junky κάπου ‘τυχαία’ αφημένο, και όλα αυτά τα ‘ροκ σημάδια’, που για τα τότε γούστα μου προμήνυαν ένα μάλλον faux-rock, από το οποίο κάθε επόμενη φορά επέλεγα να αγοράσω κάτι διαφορετικό, από το πρώτο LP των Αρνητική Στάση, μέχρι το soundtrack της Γλυκιάς Συμμορίας, δηλαδή δίσκους για τους οποίους ομοίως δεν είχα καμία ιδέα.
Τον δίσκο παρόλα αυτά στην πορεία τον είχα ακούσει επαρκώς πριν φτάσει να μου τον χαρίσει ο φίλος μου ο Γιάννης ο Δρίζης, επειδή κατά βάση δεν του άρεσε, εκτός από το μοναδικό κομμάτι που κατά βάση δεν αρέσει σε εμένα (για αυτό είναι οι φίλοι), δηλαδή το ‘Ρίζες’, και μη λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη του κατά την γενναιόδωρη αυτή στάση που επέδειξε, το ότι η αξία του δίσκου βαίνει αυξανόμενη η discogs-ική του αξία. Να ‘ναι καλά., ό,τι και αν κάνει.
Τον είχα συμπεριλάβει βέβαια τον δίσκο, χωρίς να τον έχω αποκτήσει, και σε μία λίστα ελληνόφωνου ροκ της δεκαετίας του ’80 για το SONIK πριν από αρκετά πλέον χρόνια, αναφέροντας και τότε ότι ο δεν έχει την φήμη και την αναγνωρισιμότητα που του αξίζει, επειδή κατά βάση δεν πουλάει κανενός είδους ‘ροκ αλητεία’- ή κάπως έτσι και παρά το εξώφυλλο, που σήμερα κατανοώ ότι είναι από τα λίγα εξώφυλλα που αποτυπώνουν ακριβώς το περιεχόμενο του άλμπουμ και συνολικά των τραγουδιών του, όπως σωστά ισχυρίζεται και ο ίδιος ο Νικόλας Γκίνης άλλωστε.
Εκτός από το internet είχαν κάνει τη δουλειά τους και κάποιες ‘κασέτες πανεπιστημίου’, από εκείνες που τουλάχιστον στο 1/3 της διάρκειας τους υποβαλλόσουν αναγκαστικά στα γούστα του πωλητή, και όχι σε αυτό που είχες επιλέξει να αγοράσεις (ο πιο περίεργος συνδυασμός που μου είχε τύχει πάντως ήταν Ναυτία/Jaco Pastorius (!)).
Τα παραπάνω τα αναφέρω επειδή ασφαλώς από την μία ο καημός του καθενός είναι να πει τις προσωπικές του ιστορίες πάνω στο κάθε τι, έστω και αν αυτές δεν έχουν ενδιαφέρουν όπως εν προκειμένω, αφετέρου επειδή θεωρώ ότι στις archive κυκλοφορίες, ασκεί κρίσιμη επιρροή η τυχόν προ-ιστορία του ακροατή με το υλικό, έστω και αν αυτή είναι κατά βάση θολή.
Μετά λοιπόν από κατ’ επανάληψη συγκριτικές ακροάσεις του αυθεντικού πρώτου LP με την τωρινή συλλογή, καταλήγω να συνεχίζω να προτιμώ το πρώτο με τα (όποια, τέλος πάντων) ελαττώματα του.
Στα δικά μου αυτιά δεν ακούγεται κάποια κρίσιμης σημασίας βελτίωση ή έστω διαφοροποίηση στο επίπεδο της παραγωγής. Το μπάσο συνεχίζει να περιφέρεται χαντακωμένο και τα φωνητικά παραμένουν υπέρ το δέον προβεβλημένα, ενώ ας πούμε στο «νέο» ΄Ρέμπελα Ζήσε το Ροκ’, ακούω τους Σύνδρομο να αναπαράγουν Stones της χρυσής περιόδου, παρά να αναζητούν να βρουν πως «έσπασε» ο ρυθμός από τους Talking Heads μέχρι να εμφανιστεί και πάλι πρωτόγνωρα στιβαρός παρά τα πολλαπλά κατάγματα. Και ως γνωστόν με τους Stones όσοι τα «έβαλαν», έχασαν, με τους Talking Heads συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι τα τραγούδια εδώ προέρχονται από το πρώτο demo του συγκροτήματος, θα ανοίξει και πάλι μία μάλλον ατέρμονη συζήτηση περί του αν στο ροκ τελικά το πρωτόλειο στοιχείο έχει την τόσο μεγάλη σημασία που του αποδίδεται. Δεν συμβαίνει πάντως το ίδιο και με το ‘Ίος’, που όντως ακούγεται πιο πειστικά επιθετικό στην παρούσα έκδοση.
Μικρή σημασία όμως ίσως να έχουν όλα αυτά, καθώς αφορούν κυρίως σε επιμέρους λεπτομέρειες. Τόσο στο ‘πρώτο’ άλμπουμ, όσο και στην εδώ εκδοχή του, τα τραγούδια των Σύνδρομο παραμένουν ατόφια, σπουδαία και πετυχαίνουν στόχο χωρίς πολλά- πολλά.
Το αυθεντικό LP τιμολογείται σήμερα στο Discogs από 40 € και άνω, και μάλιστα πολύ άνω αν μιλάμε για την έκδοση με το 7’’. Θα προτιμούσα να υπάρχει στην τωρινή κυκλοφορία μια κάποια σύνδεση με το αρχικό εξώφυλλο, που όπως είπαμε και παραπάνω είναι άρρηκτα και ουσιαστικά συνδεδεμένο με το περιεχόμενου του δίσκου, και σχεδόν το υπαγορεύει, ενώ το παρόν εξώφυλλο, ένα γυμνό μεν, αλλά αόριστα επιθετικό κόμικ, υπολείπεται ασφαλώς ακόμη και της στοιχειώδους λειτουργίας του, στο να προσεγγίσει δηλαδή τον υποψήφιο αγοραστή/ακροατή, που ως επί της αρχής δεν γνωρίζει τους Σύνδρομο.
Πριν πάμε όμως στα ακόμη σπουδαιότερα, θα αναφερθώ σύντομα τόσο στην αδιαφορία μου για το κομμάτι ‘Ρίζες’ (στην οποιαδήποτε έκδοση του), όσο και στον τρόπο που η παραδοσιακή μουσική, περνάει, αγγίζει, αλλά ευτυχώς δεν αλλοιώνει τελικά, την μουσική και την αισθητική των Σύνδρομο, και σε αυτό το τραγούδι, αλλά και στα τραγούδια του «επόμενου» δίσκου.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι στον τομέα αυτό οι Σύνδρομο αποτυγχάνουν, αλλά χωρίς απώλειες. Και αυτό το θεωρώ μάλλον θετικό, ειδικά καθώς δεν επιμένουν τόσο πολύ σε αυτό το κομμάτι, παρότι αρκετά φέρεται να προβάλλεται εν σχέση με τον ήχο τους, και από τους ίδιους και από τους τρίτους.
Από ‘Μπάλο/Μαύρη Θάλλασα’ και Μαρίζα Κωχ έως τους V.I.C. και τους Θραξ Πανξ, η ιστορία ροκ και ελληνική μουσική παράδοση (με άπειρες ενδιάμεσες στάσεις) είναι ιστορία εν πολλοίς γνωστή και πολυσυζητημένη, ειδικά εσχάτως και με την αφορμή των VIC κυρίως. Ενώ γενικώς όμως θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς ότι στις παραπάνω περιπτώσεις έγινε και γίνεται μια προσπάθεια ενσωμάτωσης της παράδοσης σε βαθμό αφομοίωσης (με κλιμακούμενα αποτελέσματα), στους Σύνδρομο μου ακούγεται το όλο πράγμα σχεδόν σαν ξένο σώμα. Σε κάθε ακρόαση αισθάνομαι σαν κάποιος να έχει βίαια τοποθετήσει αυτούς τους ήχους και μουσικούς δρόμους ως παρασιτικό εμφύτευμα στη μουσική των Σύνδρομο, ανεξάρτητα από την θέληση του συγκροτήματος (και ενώ ασφαλώς δεν συμβαίνει αυτό), το οποίο και τελικά αποβάλλεται από αυτήν, σχεδόν ανακουφιστικά θα έλεγα.
Κάπως έτσι θεωρώ ότι ‘αδικείται’ στην τελική του μορφή το τραγούδι ‘Στίγμα της Στιγμής’, όπου το κλαρίνο της Ελένης Καλαντζοπούλου και το τουμπερλέκι του Βαγγέλη Βέκιου, δημιουργούν την διαίσθηση ότι εξυπηρετούνται οι ανάγκες για το περιβόητο πρώτο πρόγραμμα ενός βίαια εξηλεκτρισμένου ψευτολαϊκού χώρου, με αποτέλεσμα η παραπάνω άβολη καθημερινότητα, να μετατρέπεται ατυχώς σε τετριμμένο καημό στα όρια της πάντοτε δύσοσμης λαϊκής γκρίνιας. Ίσως μόνο η περιορισμένη ανατολίτικη φράση στον ‘Κυνηγό της Ηδονής’ να προσφέρει μια ουσιαστικά ‘παραδοσιακή’ στιγμή, σε αυτό το αλισβερίσι των Σύνδρομο με όσα θεωρούν ότι τους παραδίδει προς χρήση η μουσική μας (;) παράδοση.
Δεν ξέρω λοιπόν τι μένει και αν μένει να ειπωθεί κάτι μετά από 2.500 λέξεις, αλλά αυτό που πραγματικά με απασχολεί είναι αν τελικά και όντως υπάρχει –όχι ασφαλώς στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή– ροκ δισκογραφία κάποιο ‘χαμένο άλμπουμ’, το οποίο όχι απλά να αξίζει να ακουστεί και να κυκλοφορήσει και να ακουστεί τριάντα, τριάντα πέντε ή και σαράντα χρόνια μετά, αλλά και που να προκαλεί τέτοιου μεγέθους αισθητικό σοκ τόσο σε απλούς ακροατές, όσο και σε εξειδικευμένους μελετητές, του είδους.
Και εξηγούμαι όταν λέω αισθητικό σοκ.
Σε όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν υπάρχει μία άλλοτε διαμάχη, άλλοτε απορία, άλλοτε ακόμη και φιλονικία, για το τι τελικά είναι και τι δεν είναι ελληνικό ροκ. Μπορούμε να τοποθετήσουμε –π.χ.– τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου δίπλα στις Τρύπες, τον Μηλιώκα δίπλα στον Παυλίδη κ.λ.π. ή έχουμε διαπράξει ιστορικό έγκλημα;
Και αν δεν μπορούμε, πως θα αγνοήσουμε τα όσα συμβαίνουν ηχητικά στο ‘Φοβάμαι’ και στην ‘Διαίρεση’, σε σχέση ας πούμε με τις ψυχωμένες μεν, αλλά πάντως αναδιατυπώσεις στο καθαρά μουσικό κομμάτι του ‘Τρύπες στον Παράδεισο’; Πολλές ερωτήσεις και εδώ που μόνο με ερωτήσεις συνήθως θα απαντηθούν με τη σειρά τους.
Προσωπικές διαδρομές του καθενός, αόριστες επικλήσεις του underground και του περιθωρίου, αντεγκλήσεις ιδεολογικές, πίστες με χωρατά και φεστιβάλ της ΚΝΕ από την μία μεριά, συναυλίες διαμαρτυρίας στα Προπύλαια και ιδρωμένα ροκ υπόγεια από την άλλη, επέτειναν την προβληματική, ώσπου ως συνήθως η ζωή έδωσε τη λύση (δηλαδή ο Αγγελάκας έγινε έντεχνος και ο Παυλίδης από new wave έγινε νέο κύμα).
Με όποια μεριά και αν επέλεγε να ταχθεί κανείς, υπήρχε πρόβλημα, αφού σε κάθε περίπτωση είτε έμενε εκτός ένα μεγάλο τμήμα εγχώριου ηλεκτρικού τραγουδιού, που ασφαλώς είχε και έχει άμεση και ουσιαστική σχέση με το ροκ, είτε ελαφρά τη καρδία καταλήγαμε στο να θεωρούμε ως δήθεν ιδιοφυείς ροκ παραλογισμούς, αστείες περιπτώσεις τύπου Νίκος Καρβέλας, επειδή κάποτε έτυχε να ηχογραφήσουν μία καλή ροκ γκρούβα, να έχουν στο στούντιο ένα ισχυρό μπάσο, και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες, που ασφαλώς και δεν αρκούν για να αναιρέσουν την συνολικά φαιδρή εικόνα και (μη) προσφορά.
Λοιπόν με επίγνωση της αυθαιρεσίας αυτού που θα πω, θεωρώ ότι το ‘Στίγμα της Στιγμής, δηλαδή τα δέκα (συν ένα με το ομώνυμο, για το οποίο παραπάνω) τραγούδια των Σύνδρομο, που η συντριπτική πλειοψηφία των περισσότερων από εμάς ακούμε για πρώτη φορά (έστω και αν είχαμε προ-ειδοποιηθεί ήδη από το 2013), όχι απλώς βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, αλλά περισσότερο από το να γεφυρώνουν, «τσιμεντώνουν» το παραπάνω χάσμα περί αληθινού και καινοφανούς ροκ.
Και το κάνουν μάλιστα σε βαθμό που να καλλιεργείται σε κάθε επόμενη ακρόαση η υποψία ότι το χάσμα αυτό τελικά δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνον ποδηγετήθηκε η ύπαρξη του από το ότι οι εκπρόσωποι κάθε πλευράς ξεκινούσαν και κατέληγαν (όπως απέδειξε και η ιστορία - κατάληξη, ορισμένων από τους έγκριτα υπόγειους, αλλά και... ανώγειους) σε μία επιδερμική σχέση με την ροκ φόρμα, κατά την οποία η τελευταία εμφανίζεται ως ‘Ροκ- εν- ρολ: ένα όχημα’ και μέχρι εκεί , για να παραφράσουμε και τον τίτλο ενός σημαντικού εγχώριου βιβλίου, όπου με πρόσχημα και αφετηρία τον Dylan μπορούν να διαβαστούν μερικά πάντοτε επίκαιρα και σημαίνοντα πράγματα γύρω από το πως θα αντιλαμβανόμαστε αιωνίως το ροκ- εν- ρολ, λόγω έλλειψης χρωμοσωμάτων ίσως, αλλά ίσως και όχι.
Το ‘Στίγμα της Στιγμής’ έρχεται με χρονοκαθυστέρηση μεν, αλλά κάθε άλλο παρά κάθιδρο, κουρασμένο και ξεψυχισμένο, να διεκδικήσει και να πάρει την θέση που του αξίζει (ανεξαρτήτως χρονολογιών), πλάι στον έτερο αιώνια μεγάλο & αξεπέραστο δίσκο της εγχώριας ανεξάρτητης ροκ σκηνής, το πρώτο LP των Μωρά στη Φωτιά ασφαλώς.
Το δίσκο δηλαδή που παραμένει μέχρι σήμερα και θα παραμένει για πάντα, η μεγαλύτερη απόδειξη του ότι οτιδήποτε υπάρχει ως ζωτικής σημασίας στο ροκ-εν-ρολ, όπως αυτό κορυφώθηκε αφότου ισοπεδώθηκε από το punk και το new wave, τα οποία και στη συνέχεια με τη σειρά του ισοπέδωσε, για να καταλήξει σε κάτι που πλέον γνωρίζουμε καλά ότι θα είναι ες αεί η αρτιότερη έκφανση του, μπορεί να κωδικοποιηθεί στην ελληνική γλώσσα και αισθητική, χωρίς να υπάρξει έστω και για δευτερόλεπτο η ανησυχία περί μιας έστω και καλοδουλεμένης μετάφρασης.
(Από την «απέναντι πλευρά» δυσκολεύομαι να επιλέξω τον δίσκο που θα σταθεί δίπλα στο ‘Στίγμα της Στιγμής’, κατά το πιθανότερο η ‘Αυταπάτη’ της Ηδύλης Τσαλίκη έχει όχι μόνο της ίδιες προθέσεις, αλλά επιτυγχάνει το ίδιο αψεγάδιαστα και ξεκάθαρα αυτές).
Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα. Εκεί που διαχρονικά ένα κάρο παρεπιδημούντες την ροκ ουσία, αλλά μη μετέχοντες σε αυτήν, αναμασάν τις ίδιες αρλούμπες περί ελληνικής γλώσσας, έλλειψης των κατάλληλων φθόγγων κλπ, που δεν επιτρέπουν αυτά που τα αγγλικά και σαχλαμάρες, τόσο ο Στέλιος Σαλβαδόρ, όσο και ο Νικόλας Γκίνης, την ώρα που τους έχουν ήδη φτύσει κατάμουτρα σε όλη τη διάρκεια του εκάστοτε τραγουδιού, πετάνε μια κραυγή, ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑ, ένα ΟΥΑΑΑΑΑΑΑ, κάτι που πριν το εντάξουν στο τραγούδι τους, θα φάνταζε από απλοϊκό έως ανόητο έως ιδέα, και βουλώνουν στόματα άπαξ και δια παντός. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς έλλειψη τόσο ταλέντου και ικανοτήτων, όσο και παιδέματος με την όλη φάση.
Οι Σύνδρομο του δεύτερου δίσκου δεν είναι ασφαλώς διαφορετικό συγκρότημα από τους Σύνδρομο του πρώτου δίσκου, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσαν να είναι.
Τα (ευστόχως αποκαλούμενα στην εγχώρια αργκό) σύνθια όχι απλώς τοποθετούνται στην πρώτη γραμμή, αλλά κυριαρχούν ολοκληρωτικά, όπως είπαμε και παραπάνω, τόσο σε επίπεδο εκτελέσεων, όσο και τελικής παραγωγής/μείξης. Είναι σαφές αυτό, όσο και σοφό. Οι ξυστές κιθάρες αποσύρονται στα μετόπισθεν έως και αποσύρονται γενικώς, η ταχύτητα πέφτει στο μισό τουλάχιστον, και ο Γκίνης (αλλά και οι λοιποί συμμετέχοντες στα φωνητικά) πλέον απασχολείται με σύντομες και ολοκληρωμένες φράσεις, και όχι με κατά ριπάς αφηγήσεις, που αρκετές φορές δεν κατέληγαν κάπου.
Όλα τα... Σύνδρομα του 80s rock εμφανίζονται και είναι εδώ. Από το echo στα κυρίως φωνητικά μέχρι τα reggae-dub περάσματα, τα γυναικεία haunted φωνητικά, αλλά και τις εμβόλιμες πρόζες αστικής παράνοια (που θα βρούμε ας πούμε και στην Μπιρίμπα της Πωλίνας, ως μικρο-αστική συνήθεια βέβαια εκεί). Όλα εμφανίζονται επειδή πρέπει να εμφανιστούν, και επειδή οι Σύνδρομο έχουν σχεδόν ανέλπιστα κατανοήσει ότι το ροκ-εν-ρολ της δεκαετίας του ’80 οφείλει να είναι η κυρίαρχη μουσική αισθητική, και για να το πετύχει αυτό δεν πρέπει να είναι ούτε περιχαρακωμένο, αλλά ούτε και να συναλλάσσεται αμετροεπώς με οτιδήποτε.
Το synth driven rock των Σύνδρομο (2) είναι τέτοιας δυναμικής και σπουδαιότητας, που το μεγαλύτερο ερώτημα αναφορικά με το ότι εμφανίζεται 35 χρόνια μετά την ημερομηνία παραγωγής του, δεν είναι ασφαλώς το αν περιμένει επίκαιρο ή αν τυχόν έχει κάτι να πει στους ακροατές του σήμερα, περαστικούς και μη, ανυποψίαστους και πέρα, καχύποπτους και αρνητικά διακείμενους. Αυτό είναι δεδομένο. Όποιος έχει αυτιά θα ακούσει και όποιος έχει ψυχή θα καταλάβει.
Τα τραγούδια είναι εδώ και με τον ίδιο απλό και κατανοητό τρόπο, όπως στο πρώτο LP, θέτουν και επαναφέρουν τα βασικά ερωτήματα και προβληματισμούς, περιθωριοποιούν με ένα ισχυρό έτσι θέλω βαριά φιλοσοφία, πολιτική και μελαγχολία της πολυτέλειας.
Με απόλυτα γειωμένους στίχους όπως: ‘Για αυτό και εγώ πηγαίνω στο Παγκράτι/με περιμένει μια μικρή/Θέλω να πιω να νιώσω να ξεχάσω/Πως κάποτε ήμουνα εσύ’ και αλλού απλώς ‘Θέλω να σε πάρω/να πάμε για καφέ’, οι Σύνδρομο ισοπεδώνουν παράλληλα τόσο την δήθεν ποιητική καθημερινότητα, στην οποία εύστοχα, αλλά και δολίως, μας υποβάλει ο Φοίβος Δεληβοριάς, όσο και την αντίστοιχη ζορισμένη, προς την οποία μας σπρώχνει, κουνώντας πάντως και λίγο το δάχτυλο, ο The Boy. Τα πράγματα εδώ δεν απλοποιούνται απλώς, απλουστεύονται, συνεπώς τοποθετούνται σε απολύτως ευθυγραμμισμένη διάσταση.
Το ‘Hit’ την ίδια στιγμή που αναπαράγει το προαιώνιο κλισέ του περιθωριακού ροκ καλλιτέχνη με το πρόωρα υπαρξιακό δίλημμα, που καλείται από το σύστημα περισσότερο να υπηρετήσει, παρά να εξυπηρετήσει, ευφυώς απομακρύνεται από το ακόμη βαρύτερο κλισέ της απόγνωσης, καθώς συνομιλεί και πάλι σε καθημερινό πλαίσιο, και όχι σε βαρυσήμαντα υπερβατικά νοήματα.
Εταιρεία, τιμή του δίσκου, νοήματα σε πρώτο επίπεδο και μοναξιά, θα κάνουν πάντως και παρακάτω στον δίσκο την εμφάνιση τους στην ‘Κοινωνία Μοναξιάς’, που κλείνει εντυπωσιακά τον δίσκο, καθώς ακούγεται σαν ένα δυστοπικό hardcore punk αφελές αριστούργημα, στο οποίο οι ταχύτητες αυτή τη φορά υπό-δεκαπλασιάστηκαν και προστέθηκε μια A.O.R. ηλεκτρική κιθάρα, για να ανακινήσει περισσότερες ακόμη υποψίες περί του ότι οι Σύνδρομο περισσότερο από το να παίζουν στα όρια οι ίδιοι και για τους ίδιους, είχαν κατά νου –έστω και ασυνείδητα– να παίξουν με τα όρια και τις ανοχές των ακροατών τους, από όποια πλευρά και αν έρχονταν αυτοί.
Αυτό είναι λοιπόν το βασικό ζητούμενο. Το πως μετά την δισκογραφική παρουσία αυτών των τραγουδιών, θα δοθεί μεταχρονολογημένη λύση στο να υποστηριχθούν και συναυλιακά από τους Σύνδρομο (3) (αν τυχόν υπάρξουν δηλαδή), έστω και στο 2020, έστω και σε ένα περιβάλλον κατά το οποίο οι περισσότεροι εκεί έξω, ακόμη και αν ξέρουν ότι αυτό δεν ισχύει πραγματικά, θα συνεχίσουν να ψελλίζουν περί του ότι το ροκ δεν μπορεί να εκφράσει κανέναν και τίποτε, περί χάσματος γενεών σε ακροάσεις και διαθέσεις, και να επιπλέουν ως γνήσιοι φελλοί αναζητώντας την πραγματική δημιουργία, εκεί που είναι σαφές ότι υπάρχει απλώς και μόνο η κατάφωρη έλλειψη της.
Θεωρώ επιτακτικό το να υπάρξουν οι Σύνδρομο συναυλιακά έστω και για μία φορά. Ακούγοντας και ξανακούγοντας αυτά τα τραγούδια, έχω την βεβαιότητα ότι θα καταφέρουν να πετύχουν, αυτό το οποίο ηχητικά και αισθητικά προσπάθησαν να κάνουν, αλλά απέτυχαν με κρότο, στην προ ετών δική τους επιστροφή οι Metro Decay (not) στο Gagarin. Περιμένουμε και θα είμαστε εκεί. Άλλωστε και μόνο για το ότι έχουν ένα instrumental, όπως το ο ‘Καφές’ για να το χρησιμοποιήσουν ως intro, είναι βέβαιο ότι αξίζει ο κόπος. Ό,τι και να επακολουθήσει μετά.
Α Collection of Demos and Live (8)
Το Στίγμα της Στιγμής (10)