Crown
'Βορβορώδης', 'βαρύς', 'φρενήρης'. Κάποια από τα επίθετα που επιστρατεύει ο Χάρης Συμβουλίδης για να προσεγγίσει την μουσική του ελληνικού αυτού σχήματος. Τι να παίζουν άραγε;
Στα χρονικά του εγχώριου underground έχει πέσει κάμποσο παράπονο –κι άλλη τόση γκρίνια– για τον τάδε ή τον δείνα που «τόλμησε» να ασχοληθεί με εκείνο ή το άλλο είδος, χωρίς ποτέ να βρει το κοινό που του «άξιζε». Υπάρχει (και) αλήθεια σε αυτήν την εν πολλοίς ηρωική ενατένιση, αν και πρέπει κάποια στιγμή να παρακάμψουμε τους συναισθηματισμούς και να επισημάνουμε δύο πράγματα: πρώτον, ότι το αυτονόητο «τι περίμενες, δηλαδή;» (το οποίο καραδοκεί) είναι περισσότερο ρεαλιστικό, παρά κυνικό· και, δεύτερον, ότι οι δάφνες απονέμονται (όταν απονέμονται) όχι προς όλους, αλλά με μια σαφή προτίμηση προς τις περιπτώσεις που εγγράφηκαν στη μεγάλη του indie/alternative σχολή.
Κανείς π.χ. δεν έκλαψε για όσους βγήκαν να παίξουν metalcore σε μια χώρα όπου ακόμα και ενημερωμένοι μουσικόφιλοι ίσως νομίσουν ότι θες να τους βάλεις να ακούσουν κάτι σαν Avenged Sevenfold, λέγοντας κάτι τέτοιο. Παρά ταύτα οι System Decay επιμένουν να παίζουν metalcore, όντας μάλιστα μία από τις παλιότερες μπάντες που επιχειρούν κάτι τέτοιο στην Ελλάδα: συμπληρώνουν 15 χρόνια ύπαρξης και σχεδόν δεκαετία επίσημης δισκογραφίας (τόσα μετράμε από το αυτοχρηματοδοτούμενο ΕΡ No Tomorrow του 2011). Το φρέσκο τους άλμπουμ είναι το 3ο κατά σειρά, κυκλοφορεί εντελώς ανεξάρτητα και έρχεται 7 έτη μετά το Gun του 2013, δίχως τελικά να περιλαμβάνει το "Dying Nation" του 2019, το οποίο απομένει στον κατάλογό τους ως ψηφιακό non-album single.
Η άνωθεν ...βιογραφία δεν παρατίθεται ασφαλώς για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, αλλά γιατί φωτίζει το Crown ως δουλειά μιας μπάντας με ρίζες στην κουλτούρα που εκπροσωπεί, η οποία έχει «τριφτεί» μαζί της, διερωτώμενη στην πορεία τόσο για τις αρετές, όσο και για τα αδιέξοδά της.
Δεν είναι δηλαδή μόνο οι μπετόν αρμέ ενορχηστρώσεις, τα riff του Άγγελου Κομνηνού ή η αίσθηση «ξύλου» ανάκατου με μελωδία την οποία υπογραμμίζουν τα βορβορώδη φωνητικά του Άρη Λάμπου και οι καθαρές ερμηνείες του κιθαρίστα Χρήστου Μπριντζίκη, σε σύμπνοια ή κοντράστ με το βαρύ μπάσο του Γιάννη Γιαννικόπουλου και τα φρενήρη ντραμς του Θοδωρή Σταματιάδη. Όσο αποτελεσματικά κι αν αποδεικνύονται τέτοια «όπλα» για τη σαρωτική αποτύπωση τραγουδιών όπως το "No Quarter Given", το "Hate" ή το "Rome Has Fallen", τα διαθέτουν κι άλλα έμπειρα συγκροτήματα. Αυτό που πάει το Crown ένα βήμα παραπέρα είναι λιγότερο απτό κι έχει να κάνει με την ικανότητα των System Decay να παίζουν πιο «παραδοσιακά», χωρίς όμως να απεμπολούν και την ανάγκη τους να ακούγονται μοντέρνοι.
Σε αντίθεση δηλαδή με όσους δυσφημίζουν το metalcore, οι Αθηναίοι δεν φοβούνται το metal και δεν αντιλαμβάνονται την core συνισταμένη μέσω κάποιου θαμπού μετα-grunge πρίσματος: στα τρίσβαθα της μουσικής τους εξακολουθούν να αναπνέουν οι Kreator (στους οποίους οφείλουν άλλωστε το όνομά τους) και οι Lamb Of God, ενώ οι Parkway Drive επιρροές αναδύονται εδώ πιο καίρια σε σύγκριση π.χ. με το Gun, ίσως χάρη στη συμπαραγωγή του Αντώνη Μακρογιάννη των Skybinder (το περσινό τους Trauma And Trial ήταν πολύ κοντά στους Αυστραλούς). Παράλληλα, εντωμεταξύ, αντιλαμβάνεσαι ότι το γκρουπ «τρώγεται» και με το σήμερα· πότε με στίχους που μέσα στην απλή τους επιθετικότητα αποτυπώνουν τη σιλουέτα ενός επίκαιρου κόσμου βεβαρημένου με δυστοπικά χαρακτηριστικά, πότε με «λοξοδρομήσεις» που εμπλουτίζουν τη metalcore ορθοδοξία με πινελιές που φέρνουν προς death metal, προς την παλιά, καλή «βρωμιά» των alternative κιθάρων ή προς τις progressive πτυχές των Architects.
Εν έτει 2020, βέβαια, το metalcore έχει αγγίξει πια τα σύνορα των δυνατοτήτων του, πράγμα που σημαίνει ότι στέκει υφολογικά εξαντλημένο ως προς το τι δύναται να παρουσιάσει. Αυτό το διεθνές «ταβάνι» γίνεται αναγκαστικά «ταβάνι» και για την προσπάθεια των System Decay, οι οποίοι δεν έχουν κάποιον άσσο να τραβήξουν από το μανίκι, ενάντια στα αδιέξοδα του είδους. Μέχρι πάντως να φρενάρουν σε αυτά, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό ως προς το πώς μπορεί να μεταχειριστεί κανείς τα υπάρχοντα δεδομένα, φτάνοντας στον πιο αντιπροσωπευτικό δίσκο της καριέρας τους.