12 τραγούδια από τις κατακόμβες
Δώδεκα τραγούδια για τον πόνο και το θείο. Του Άρη Καραμπεάζη
Μία συλλογή μέτριων έως ολοκληρωτικά αδιάφορων τραγουδιών του Π.Ε. Δημητριάδη δεν είναι ότι ακριβώς χρειαζόμασταν, αλλά θεωρώ ότι θα καταφέρουμε να το ξεπεράσουμε. Προσωπικά έχω ξεπεράσει την μετριότητα της Σφεντόνας του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, του No Prayer For The Dying των Iron Maiden, του Washing Machine των Sonic Youth, όλων (σχεδόν) των δίσκων του Nick Cave από το Murder Ballads και μετά, του Brighten The Corners των Pavement και πολλών άλλων στραβοπατημάτων από αγαπημένους δημιουργούς. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που όταν τους θίξεις την έμπνευση του αγαπημένου τους ροκ-ποπ συγκροτήματος, αντιδρούν σαν να τους έβρισες τη μάνα, αλλά επί του παρόντος δεν θα μας απασχολήσουν.
Μουσικά μιλώντας τώρα, αυτή η πρώτη συλλογή των Παιδιών της Παλαιότητας δεν στέκει από πουθενά και μπάζει από παντού. Είναι σαν κάποιος να αποφάσισε να διαγράψει τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του ανεξάρτητου ροκ ήχου (και των ανεξάρτητων ροκ παραγωγών) της τελευταίας τριαντακονταετίας και με ό,τι απέμεινε να έστησε κάτι που γκρεμοτσακίζεται συνεχώς κάπου ανάμεσα στο ασυνείδητο lo-fi και το μονίμως απρόσκλητο πιάνο, που όμως αυτή τη φορά δεν έχει να διηγηθεί ούτε μισή μελωδία της προκοπής. Κάπως σαν να αποφάσισαν πρόωρα οι R.E.M. να στηρίξουν όλον τον μετέπειτα ήχο τους στο μαντολίνο του Peter Buck.
Αν το πάρεις από την πλευρά του ελληνικού τραγουδιού, αισθάνεσαι ότι με βία ωθείται αυτό σε μία λογική αφαιρετικών ροκ παρεμβάσεων ώστε να αποφύγει την τελευταία στιγμή την ανεπανόρθωτη σύγκρουση με την εμετική εντεχνίλα. Παρότι όμως όντως αποφεύγεται το δυστύχημα, ουδόλως συμβαίνει και κάποιο δήθεν ευτύχημα. Οι στιγμές που με το ίδιο τραγούδι των Κόρε Ύδρο ικανοποιούσες τις διακριτές σου λαχτάρες για Καρβέλα και Guided By Voices, ανήκουν στις ημέρες των Κόρε Ύδρο και καμία θέση δεν βρίσκουν εδώ, παρότι η αλλαγή του ονόματος και της σύνθεσης, δεν έχει δα επιφέρει και καμιά τεράστια αλλαγή πλεύσης κατά τα λοιπά.
Η αισθητική του δίσκου, η οποία κινείται σε κάτι περισσότερο από παράλληλη τροχιά με την απόφαση του Δημητριάδη να καθορίσει το στιχουργικό του οπλοστάσιο για πρώτη φορά σε τόσο αυστηρά περιχαρακωμένες περιοχές προσωπικών του εμμονών και αναζητήσεων, δεν μπορώ να πω ότι με αφήνει ολοκληρωτικά αδιάφορο (παρότι θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς αυτή). Και αυτό όχι μόνον επειδή έχω παρόμοια έντονες 'Μνήμες '85', που είναι και το καλύτερο τραγούδι εδώ μέσα ούτως ή άλλως, με την ενορχήστρωση της μελωδίας να ηδονίζεται σχεδόν κλεψίτυπα με το αληθινό ελληνικό pop πνεύμα της εποχής (τα όνειρα μου κόκκινα, τα όνειρα σου άσπρα κλπ) και την οριστική διαπίστωση 'εσύ μας έδωσες τον πρώτο μας παλμό' να ξεκαθαρίζει μια και καλή το αν τελικά ο Αντρέας έκανε καλό ή κακό στη χώρα και τους πολίτες της. Ούτε επειδή -όπως οι περισσότεροι άνθρωποι- θεωρώ υποκειμενικά ωφέλιμη την προσπάθεια (επαν)αφήγησης μιας εποχής την οποία ενώ την έχω ζήσει, δεν έχω αληθινές μνήμες από αυτήν. Κυρίως με ενδιαφέρει η αισθητική του Δημητριάδη, γιατί τις περισσότερες φορές καταφέρνει και καταλήγει σε ένα απολύτως αυθαίρετο χρηστικό αποτέλεσμα, ακόμη και όταν αυτό επιτυγχάνεται μέσω ειρωνικών συναισθημάτων. Χρηστικό όχι απαραίτητα για όλους και για πάντα, η πολύ χρηστικότητα καταντάει την τέχνη κάτι σαν είδος υγιεινής ως γνωστόν.
Αποτέλεσμα όμως που τελικά δεν συναντάται εδώ (η χρηστικότητα, όχι η υγιεινή). Οι εμμονές και η περιχαράκωση είναι τέτοιες, που σε ορισμένα σημεία τα στιχουργικά ατοπήματα έρχονται να δικαιώσουν με πρωθύστερα μέσα όσους όλα αυτά τα χρόνια δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τους Κόρε Ύδρο, εξαιτίας του ότι το όλο πράγμα τους φαίνονταν στην καλύτερη περίπτωση ανερμάτιστο και στη χειρότερη περίπτωση αστείο. Το αστείο του καθενός βέβαια, δεν έχει τα ίδια όρια με το σοβαρό του άλλου, και κάπου ανάμεσα σε στίχους όπως "τον αγαπούσαμε γιατί ήταν αστυφύλακας/ στη βέσπα του χωρούσε όλος ο κόσμος", θολώνει έως ότου χάνεται οριστικά το όραμα της έξυπνης pop ιδέας, ή άλλως θυσιάζεται σε αυτό μίας εν δυνάμει πλασματικής ιστορικής αφήγησης, που περισσότερο θα ταίριαζε σε κάποια λογοτεχνική προσπάθεια, αυξημένης, αλλά πάντως αμφισβητούμενης διαρκώς, ευφυΐας.
Σε κάποια τραγούδια επανέρχονται ιδέες και διάλογοι από παλιότερα του δημιουργού, κάποιες μουσικές φράσεις (κυρίως εναρκτήριες) επαναλαμβάνονται σε ανησυχητικό βαθμό, γενικώς επικρατεί μία ακατάστατη προχειρότητα, που υποβιβάζει ακόμη περισσότερο το γενικό σύνολο του δίσκου, το οποίο με ελάχιστες διορθωτικές κινήσεις θα μπορούσε τουλάχιστον να μην είναι αρνητικό. Η 'Προετοιμασία για την Κηδεία' παραμένει σε επίπεδα demo, ενώ αμέσως μετά το 'Θέμα: Αποχαιρετιστήριο' ακούγεται σαν να πέρασε τα δεινά αλλεπάλληλων mastering, που έψαχναν να το φτιάξουν τόσο οικείο μέχρις ότου να το καταστρέψουν οριστικά. Μπερδεμένα πράγματα.
Σε αυτό το κλίμα ακόμη και η διαιώνιση της συνήθειας για ανάποδα μηνύματα αναπόλησης στην δική μας χαραγμένη pop κουλτούρα ('Μην Αναφέρεις την Αγάπη'), που όμως ακούγονται στην κανονική ροή του δίσκου, αδυνατεί να γεμίσει τα κενά, που μέχρι να τελειώσει ο δίσκος είναι τόσα πολλά, ώστε να καθιστούν σχεδόν αγγαρεία την όποια προσπάθεια της επόμενης ακρόασης του.
Υπό αυτούς τους όρους και τις συνθήκες, θεώρησα ως απόλυτα επιβεβλημένη την απόφαση του Π.Ε. Δημητριάδη σε μία από τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) συνεντεύξεις του μετά την κυκλοφορία του δίσκου να μιλήσει κυρίως για την τότε τρέχουσα επικαιρότητα, δηλαδή το Μουντιάλ της Βραζιλίας και το ποδόσφαιρο εν γένει. Το γεγονός ότι είχε μόλις κυκλοφορήσει ο πρώτος του κακός δίσκος, θα μπορούσε να θεωρηθεί (και επί της ουσίας είναι) αμελητέο και ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχε και μία εποχή που αποχωρούσαμε από τις συναυλίες των Τρύπες κανά μισάωρο πριν τελειώσουν, έχοντας παράδοξα βαρεθεί την αμέσως προηγούμενη ώρα. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς ψευδείς διαδόσεις, όσων αναζητούν παντού και πάντα αυθεντίες.