Consortium In Amato
Ο παλιός δίσκος ήταν αλλιώς, αλλά ο νέος είναι... Του Άρη Καραμπεάζη
Στην απολύτως πρόσφατη παρουσίαση-κριτική στην ‘Καλλιθέα’ του Φοίβου Δεληβοριά, αναφέρω (αυθαίρετα ως συνήθως) ότι ο τελευταίος έχει απομείνει να ‘παίζει μόνος του’. Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό, και άλλωστε με είχα διορθώσει μέχρι κι εγώ στην τελική version του κειμένου, η οποία όμως δεν έφτασε ποτέ στο mailbox του αρχισυντάκτη, καθώς υπερίσχυσε με ασυνείδητη ορμή το κείμενο των ‘πρώτων σκέψεων’. Η τελική επεξεργασία λοιπόν ανέφερε ότι μοναδικός αντίπαλος- συνοδοιπόρος του Δεληβοριά, στην προσπάθεια του να στήσει εξαρχής (αλλά και να ακουστεί παραέξω, καθώς αρκετοί τα μασάνε για εσωτερική κατανάλωση, νομίζοντας ηλιθιωδώς ότι υπηρετούν και κάποιο δήθεν underground) ένα ελληνικό τραγούδι ικανό να αφηγηθεί δυο-τρία απλά, αλλά σημαντικά πράγματα, που πάνω-κάτω ενδιαφέρουν όλους μας (άλλους λιγότερο, άλλους περισσότερο), είναι ασφαλώς ο Παντελής Δημητριάδης (ή ο Π.Ε. Δημητριάδης, έχω μπερδευτεί και με αυτή την ιστορία). Απλώς συμβαίνει –έγραφα εκεί- ο τελευταίος να δείχνει ελαφρώς αποπροσανατολισμένος, αν κρίνει κανείς από τα τραγούδια του πρώτου (και προηγούμενου πλέον) δίσκου, υπό το σχήμα ‘Τα Παιδιά της Παλαιότητας’, τα οποία μάλλον απλουστευτικά (αλλά θεωρώ όχι αφοριστικά) είχα χαρακτηρίσει από μέτρια έως ολοκληρωτικά αδιάφορα.
Το ‘In Amato Consortium’, λοιπόν, είναι ο δεύτερος δίσκος του Δημητριάδη, ο οποίος και αυτή τη φορά, υπογράφοντας μόνος αυτός όλες τις συνθέσεις, (τολμά και) εμφανίζεται ως αποκλειστικός υπεύθυνος για τη στόχευση και αυτών των τραγουδιών (μιας και στο ζήτημα της αισθητικής, έχουμε ήδη εξαντλητικά αναφερθεί σε κάθε προηγούμενη αναφορά μας στις δουλειές του, και είναι ξεκάθαρο ότι οι θέσεις του ελάχιστα περιθώρια παρεμβάσεων αφήνουν σε τρίτους, ή τουλάχιστον αυτή η εντύπωση δίνεται σε εμάς τους τρίτους).
Ενώ λοιπόν την προηγούμενη φορά ο Δημητριάδης βασανίστηκε (και λίγο-πολύ βασάνισε και εμάς) με το να αποδώσει μία εξαναγκασμένη ποιητική διάσταση σε ζητήματα πρόσφατης ή λιγότερο πρόσφατης ιστορικής επικαιρότητας, με το στοιχείο της ιστορικότητας να φιλτράρεται ανεπιτυχώς στις προσωπικές του εμμονές (καλά, εδώ που τα λέμε κανείς δε γράφει τραγούδια για τις εμμονές του άλλου), εν προκειμένω απασχολείται με το –κατά Τζίμη Πανούση- προαιώνιο και παντοτινό σκοπό της τέχνης, που δεν είναι άλλος από το να βγάλεις γκόμενα (ενίοτε και να προβληματίσεις, αλλά αυτό δεν έχει καμία αξία αν δε βγάλεις γκόμενα).
Επειδή όμως ο Πανούσης ήταν (τότε τουλάχιστον) σοφός άνθρωπος, είναι βέβαιο και σαφές ότι όπως το συνηθίζουν οι σοφοί, μιλούσε και αυτός αλληγορικά και με συμβολισμούς και όταν έλεγε ότι κάνουμε τέχνη για να βγάλουμε γκόμενα, εννοούσε ασφαλώς ότι η σπουδαία τέχνη σχεδόν οφείλει να μιλάει πρωτίστως για την Αγάπη. Και σε πλήρη αντίθεση με τον Stephen Merritt, ο οποίος πολύ μας στεναχώρησε όταν παραδέχτηκε ότι τα τραγούδια (του, αλλά και των άλλων) περί της αγάπης, ουσιαστικά δε μιλάνε για την Αγάπη, τα 14 (ή XIV, κατά την αρίθμηση του δίσκου) τραγούδια του Consortium In Amato, μιλάνε με απόλυτα ουσιαστικό, με θεμιτά ενδοσκοπικό και τις περισσότερες φορές με σχεδόν ανυπόφορα ειλικρινή και εξομολογητικό τρόπο για την Αγάπη. Την αρχή της, το τέλος της, τη διάρκεια της, τα διαλείμματα της, τις οριστικές (;) της παύσεις. Για την απουσία της και για την υπερβολική (έως φορτική) παρουσία της, για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της, τα αιωρήματα και τις αιωρήσεις της, τις κοινές συνισταμένες, που καταλήγουν τελικά ο χειρότερος εχθρός της.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, παρέχονται διάσπαρτα, αλλά με επιμέλεια, (υπέρ) αρκετά στοιχεία, ώστε ακόμη και όσοι κινούνται εκτός του στενού ή του ευρύτερου κύκλου του δημιουργού, να αντιληφθούν περί ποιας Αγάπης πρόκειται, ενώ είναι σχεδόν άβολο για τον ακροατή το ότι καταλήγει να αναρωτιέται αν εκτός των άλλων ο δίσκος αποτελεί και κάλεσμα σε επιστροφή, μέσα από οιονεί reality υποσχέσεις- δηλώσεις όπως «σταμάτησα το στοίχημα/ έκοψα και τα χάπια/ και έτσι όπως έμπαινε το φως/ πλημμύρισαν τα μάτια», που τον εισάγουν βίαια (σχεδόν από την κλειδαρότρυπα) στις λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας, που μάλλον προτιμούσε να μην τη γνωρίσει.
Λίγο μετά τη νοητή μέση του δίσκου, βρίσκεται ‘Ο Τζίμης’, ένα τραγούδι που δείχνει να ξεχωρίζει θεματικά από όλα τα υπόλοιπα (και πάντως είναι το τραγούδι που απουσίαζε από τον προηγούμενο δίσκο των Παιδιών της Παλαιότητας, για να μας κάνει να τα αντιμετωπίσουμε από τότε με τη δέουσα συμπάθεια). Από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ο Π.Ε. Δημητριάδης (επαναφέρω τα αρχικά, γιατί προς στιγμήν αισθάνθηκα ότι μιλάω για τους Μικρούς Ήρωες, και σκιάχτηκα κάπως), που χωρίς να επαναφέρει ακριβώς την ιδιόμορφη θεματική των Κόρε Ύδρο, εν τούτοις υπογραμμίζει την λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να γράφεις τραγούδια για τις εμμονές σου, και το να γράφεις τραγούδια, τα οποία μόνο εσύ θα μπορούσες να γράψεις. Αν δεν μου διαφεύγει κάτι, έντονα συμβολικό και αλληγορικό και αυτή τη φορά, και το τραγούδι αφήνεται όντως παράταιρο μέσα στο λοιπό ‘σφιχτοδεμένο concept’ (που έλεγαν και οι παλιές καλές κριτικές των δίσκων των Manowar), τότε θα μπορούσαμε αυθαίρετα να προβλέψουμε-ελπίσουμε ότι κάτι έχει ήδη βρεθεί, για την επόμενη φορά κατά την οποία θα χρειαστεί ακόμη ένας με τη σειρά του να διαβεί και αυτός την προσωπική του ‘Καλλιθέα’, σε αναζήτηση θεματολογίας, σε εποχές που η Αγάπη θα διάγει τη συνήθη της (ευχάριστη ή δυσάρεστη) ρουτίνα, που δεν είναι και τόσο κακό πράγμα εδώ που τα λέμε.
Αυτό που πρέπει να ειπωθεί εμφατικά, και για το οποίο πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα τόσο στον Π.Ε. Δημητριάδη, όσο και στα λοιπά Παιδιά (και Παραπαίδια, κατά τον διαχωρισμό στο booklet) της Παλαιότητας (καθότι εκτελεστικά υπάρχει πράγματι ικανή σύμπραξη), είναι ότι τα τραγούδια είναι εξαιρετικά δουλεμένα τόσο σαν συνθέσεις, όσο και ως προς την επεξεργασία τους στις ηχογραφήσεις. Χωρίς πολύ κόπο, χωρίς εξαναγκασμένες συνθήκες παραγωγής, χωρίς ανέξοδα αντιδάνεια και κυρίως παντελώς απεξαρτημένα από το pomp rock κατρακύλισμα της indie παραγωγής, στην μετά- Arcade Fire εποχή, ο δίσκος έρχεται (για πολλοστή φορά στην ηχογραφημένη ιστορία των τραγουδιών του Π.Ε. Δημητριάδη) και χτυπάει με τη μία στην ουσία του ανεξάρτητου-εναλλακτικού (ισχύουν τα γνωστά που δεν είπαμε, για το διαχωρισμό) ροκ ήχου της γενιάς του 120 Minutes, δηλαδή της γενιάς εκείνης, που όσο και να μη θέλησε να το παραδεχτεί μετά, αγάπησε τους Sonic Youth από το Dirty και μετά (και στην πραγματικότητα αγάπησε κυρίως το Dirty). Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά στο δίπολο Χατζηνάσιος/Καρβέλας, η πλάστιγγα γέρνει με ικανοποιητικό τρόπο προς τον πρώτο, γεγονός που ασφαλώς πρέπει να αντιμετωπιστεί θετικά, και όχι ως σοβαροφανής αδυναμία.
Σε κάθε τραγούδι υπάρχουν αναφορές κάπου αλλού, χτυπητές ή λιγότερο χτυπητές. Αν όχι όλες, οι περισσότερες πάντως αποκαλύπτονται εγγράφως στο ούτως ή άλλως χρηστικό (εν είδη και εγχειριδίου ακόμη) booklet, για το οποίο λέγαμε και πριν, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει κανείς αν είναι περισσότερο άβολη η συνεχής παρεμβολή στίχων και εικόνων από τραγούδια του Μάνου Λοϊζου ή περισσότερο ευφυές το ότι ‘Το Μέλλον’, επειδή ακριβώς είναι το πιο αδύναμο και το μόνο γλυκανάλατο τραγούδι του δίσκου, επιλέγεται να εμφανιστεί μουσικά ως κεκαλυμμένη (αλλά όχι επιμελώς, μιας και αυτό αποκαλύπτεται ουσιαστικά) «διασκευή» στο First Of The Gang To Die του Morrissey, τακτική που από ενοχλητική, μετά από μερικές ακροάσεις, ακούγεται περισσότερο διασκεδαστική.
Όπως σε κάθε δίσκο (εκτός από το De Mysteriis... των Mayhem, το Surfer Rosa των Pixies, τα 9 Πληρωμένα των Τρύπες κλπ) έτσι κι εδώ αρκετά τραγούδια είναι καλύτερα από αρκετά άλλα. Το ‘Σκύψε με αγάπη’ είναι η επιστροφή του Π.Ε. Δημητριάδη στα σπουδαία anthems, που στρατηγικά τοποθετούνται στην αρχή κάθε δίσκου (μετά από όχι και μεγάλη σε διάρκεια η απουσία, για να λέμε και την αλήθεια), ενώ το αμέσως επόμενο ‘Τρέλανε μας κι απόψε’ είναι ακόμη μια επιστροφή, αυτή τη φορά στα τραγούδια εκείνα, στα οποία αποφασίζει να εμφανιστεί ολοκληρωτικά απογυμνωμένος συναισθηματικά, όχι με δήθεν ακατέργαστο, αλλά με πραγματικά ωμό τρόπο, που ως γνωστόν αποτελεί την (όχι και τόσο λεπτή) διαφορά ανάμεσα στην τραγουδοποιία του Λολεκ και σε αυτή του Will Oldham.
Περαιτέρω, και καθότι είναι πλέον βεβαιωμένο ότι όπως ο Δεληβοριάς, έτσι και ο Π.Ε. Δημητριάδης είναι ένας ευφυής άνθρωπος, με ικανότητα διεισδυτικής έκφρασης απείρως πιο διορατική, αλλά και τολμηρή, από αυτή ημών των υπολοίπων, τα ζητήματα που –ως ανωτέρω- πραγματεύονται τα τραγούδια του δίσκου, εξαντλούνται με θεαματικό τρόπο, και εμπεριέχονται έτσι εξαντλητικά σε αυτά ό,τι έχει νιώσει (αλλά και ό,τι δεν ένιωσε ή και νόμιζε πως ένιωσε κ.ο.κ.) ο καθένας μας σε τέτοιες καταστάσεις σχέσεων που ξεκίνησαν, συνεχίστηκαν, τελείωσαν, είτε ως ακραίες και μοναδικές ευκαιρίες ζωής, είτε ως μία επόμενη καθημερινότητα (όπως τελικά συνήθως συμβαίνει).
Αφήνονται στην άκρη οι αχρείαστες στιχουργικές υπερβάσεις της προηγούμενης φοράς, και διατυπώνονται εδώ ορθές/κοφτές λύσεις-αφορισμοί στο αδιέξοδο του καθενός, που αναζητά λύσεις για τα αδιέξοδα του σε pop τραγούδια, μέσα από στίχους όπως «μα η ζωή ήταν γεμάτη πιθανότητες/ νέα κανάλια εμφανίζονταν συχνά σε νέες συχνότητες/ δεν τη βαρέθηκα ποτέ απλά τελείωσε/ αυτή η νεότητα που με ενηλικίωσε». Γενικώς και ειδικώς είναι όλα και πάλι στη θέση τους και όπως πρέπει να είναι. Περασμένα, ξεχασμένα και όλα καλά το λοιπόν, τα τόσα λάθη που έχεις κάνει ας τα πάρει το ποτάμι κ.λ.π. Η pop πάντα προσφέρει λύσεις, αρκεί να είναι εκεί κανείς και να έχει τη διάθεση να τις αφουγκραστεί.