Ενθύμιον Νεανικών Συντροφιών
Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλο τα ίδια μένουν; Πόσο indie και πόσο ελληνικά είναι τα Παιδιά της Παλαιότητας; Ο Άρης Καραμπεάζης παραμερίζει προφανείς αναφορές και παραπομπές και φτάνει σε διόλου προφανή συμπεράσματα
Πρόκειται για το τρίτο άλμπουμ των Παιδιών Της Παλαιότητας, δηλαδή του σχήματος που διαδέχθηκε τους Κόρε Ύδρο, με προθέσεις τελικά καθολικής διαδοχής, όπως όψιμα συνομολογείται πλέον στα liner notes από τον ίδιο τον Π.Ε. Δημητριάδη (κατά τα άλλα να σημειώσω ότι δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία στα όσα μας υπαγορεύει στις σημειώσεις του δίσκου και ειδικά στον ‘Πρόλογο του Συνθέτη’, τα οποία θέλω να τα θεωρώ παραπλανητικά).
Οι ΚΥ είχαν κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ (και ένα E.P,), για τα οποία θα μπορούσαμε να λέμε ότι πράγματι το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο, αν δεν υπήρχε ο θεμιτά πρόωρος θρίαμβος του ‘Φτηνή Ποπ Για την Ελίτ’, που όμως δεν ήταν ο καλύτερος δίσκος που ηχογράφησαν είτε οι ΚΥ (ήταν ο δεύτερος καλύτερος), είτε ο Δημητριάδης μετά από αυτούς (είναι –μέχρι στιγμής– ο τρίτος καλύτερος).
Αφετηρία έναρξης των παραπάνω ήταν –ως προς το αμιγώς και επισήμως δισκογραφικό κομμάτι– το έτος 2003, οπότε και το υπέροχα τιτλοφορημένο ‘Αν Όλα Τέλειωναν Εδώ’, κυκλοφόρησε, ως μεταξύ άλλων ο τελευταίος ενδιαφέρων δίσκος στον ανισόπεδο κατάλογο της χωρίς εισαγωγικά θρυλικής Wipe Out Records (πρακτικά μία από τις τρεις τελευταίες κυκλοφορίες της).
Στην προηγούμενη δεκαετία δραστηριοποίησης του συγκροτήματος είχαν υπάρξει σε διάφορες μορφές και ποιοτικές διαβαθμίσεις, ό,τι –κατά συνήθεια περισσότερο στα καθ’ ημάς– ονομάζεται ‘demo ηχογραφήσεις’, οι οποίες μάλιστα είδαν και το δρόμο του διαδικτύου και κάπως έτσι ακούστηκαν από τους περισσότερους, χωρίς να χρειαστεί πάντως (και χωρίς να χρειάζεται θεωρώ) να δουν και το δρόμο μιας επίσημης κυκλοφορίας τύπου ‘our early years’.
Τα demo των Κόρε Ύδρο τους είχαν οδηγήσει σωστά (και βασανιστικά) στον πρώτο δίσκο και αυτό αρκεί.
Από το 2003 μέχρι και το 2020, οπότε και κυκλοφορεί το παρόν ‘Ενθύμιον’ τίποτε επί της ουσίας (αλλά και τίποτε από τα ουσιαστικά) δεν έχει αλλάξει (και δεν άλλαξε ποτέ, μπορούμε να πούμε πλέον με βεβαιότητα) στα τραγούδια, την αισθητική, τον ήχο, την στόχευση, την τελική επίγευση, γενικώς θεωρώ στο οτιδήποτε έχει να κάνει με την μουσική (και όχι μόνο) τόσο των Κόρε Ύδρο, όσο και των Παιδιών της Παλαιότητας, εν τέλει στο έργο του Π. Ε. Δημητριάδη καθαυτό.
Κάθε επόμενη φορά που ακούω τον δίσκο, αλλά και κάθε επόμενη φορά που επιμένω στην ακρόαση ενός διαφορετικού τραγουδιού από τον δίσκο, πείθομαι όλο και περισσότερο να γράψω ότι ‘τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει’.
Παρόλα αυτά θέλω να σημειώσω και να διακρίνω ότι έστω και μία φορά δεν πέρασε από το μυαλό μου να γράψω ότι ‘τα πάντα έχουν μείνει τα ίδια και έχουν όπως πάντοτε είχαν’ στο έργο του Π.Ε. Δημητριάδη και στον κόσμο των συγκροτημάτων του.
Το παραπάνω πρακτικά σημαίνει ότι από τους εφτά δίσκους για τους οποίους μιλάμε, οι οποίοι πλέον απαριθμούνται κατά αύξοντα αριθμό και με την συναίνεση του Δημητριάδη, παρά τις διαφωνίες στην αρίθμηση, κάθε έκαστος εξ αυτών έχει αυτοτελή σημασία και λόγο ύπαρξης, και ούτε ένας δεν μπορεί να θεωρηθεί περιττός, είτε οι τυχόν κακοί (ένας δηλαδή), είτε οι ελαφρώς αδιάφοροι (ομοίως ένας και πάλι).
Αντίθετα, αν τα πάντα, ή ακόμη και σχεδόν τα πάντα, είχαν μείνει ίδια, τότε στην πραγματικότητα θα έπρεπε όλα να έχουν τελειώσει εκεί, και δεν θα υπήρχε καν ουσιαστικός λόγος να κυκλοφορήσει ακόμη και αυτή η ‘Φτηνή ποπ για την Ελίτ’, καθώς όντως το παραπάνω ντεμπούτο, ήταν περισσότερο από ολοκληρωμένο.
Ήταν το έργο ενός συγκροτήματος που ήδη με την πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση μπόρεσε (και όχι τόλμησε) να δώσει όλα όσα είχε πράγματι να δώσει. Στη λογική του ότι δεν κράτησε τίποτε, δεν επέδειξε αδυναμία ή συγκράτηση σε τίποτε. Εξ αρχής οι ΚΥ είχαν λόγο ύπαρξης και τον κατέθεσαν χωρίς να αφήσουν τίποτε για μετά. Όπως πρέπει να είναι το ντεμπούτο κάθε συγκροτήματος δηλαδή εδώ που τα λέμε. Αν δεν έχεις λόγο ύπαρξης την πρώτη φορά, πότε θα έχεις;
Αυτός είναι ένας αντίστροφος τρόπος αποτίμησης της αξίας των σπουδαίων γκρουπ ως γνωστόν, όταν δηλαδή αποτιμάται το τι θα άφηναν πίσω τους αν είχαν παύσει πρόωρα. Το στίγμα και το μέγεθος θα ήταν ακριβώς τα ίδια στην περίπτωση αυτή.
Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι έχουν περάσει κοντά είκοσι χρόνια μεταξύ όλων αυτών, αλλά και δεν το αναιρούν ασφαλώς το γεγονός το ίδιο. Και αν τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει στα τραγούδια, τότε σίγουρα έχουν αλλάξει τα πάντα στη ζωή τόσο του δημιουργού, όσο και των ακροατών, ακόμη και σε όσους από τους τελευταίους πιστεύουν ότι δήθεν δεν άλλαξε τίποτε στις ζωές τους τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Γεγονός, που με τη σειρά του και σε μία παντελώς αυθαίρετη θεώρηση της προσωπικής ιστορίας του καθενός, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως εφόσον ο δημιουργός παραδίδει τα ίδια πάνω-κάτω κάθε φορά τραγούδια (βελτιωμένα ή αλλοιωμένα, δεν έχει τελικά κρίσιμη σημασία) και από την άλλη πλευρά οι ακροατές με αγωνία αναμένουν και μάλλον ακόρεστα καταναλώνουν τα ίδια πάνω-κάτω κάθε φορά τραγούδια, τελικώς τα τραγούδια είναι παρακολούθημα της πραγματικής ζωής όλων μας, δημιουργών και ακροατών, ενεργητικών και παθητικών υποκειμένων, θυτών και θυμάτων κ.ο.κ.
Αυτονόητο και απλοϊκό συμπέρασμα, αλλά όχι τόσο εύκολο να το αποδεχτεί κανείς που έστω και για λίγα λεπτά πίστεψε κάποτε στην ικανότητα της pop μουσικής να καθοδηγεί την ζωή του. Αυτά είναι γνωστά.
Και με αυτά τα γνωστά και τα αυτονόητα, είμαστε υποχρεωμένοι να πορευτούμε στην ακρόαση και στην όποια μετάληψη είναι διατεθειμένος να έχει ο καθένας από εμάς στα δώδεκα-νέα-ίδια-αλλά και πάλι απαραίτητα τραγούδια του Π.Ε. Δημητριάδη.
Ο δίσκος προϋπαντήθηκε μάλλον άνισα (εις βάρος του) από το τραγούδι ‘Τα Απέραντα Θέρη μου’, το οποίο παραπάνω από επάξια συνεχίζει την παράδοση του μοναχικού τέλειου-pop τραγουδιού, που υπάρχει σε κάθε δίσκο των συγκροτημάτων του Π.Ε. Δημητριάδη. Όχι του καλύτερου τραγουδιού, για να εξηγούμαστε, αλλά ακριβώς αυτού που λέω παραπάνω.
Παρότι δεν με ενδιαφέρουν πλέον καθόλου οι συνεντεύξεις και δεν με αφορά παρά ελάχιστα το τι έχει να πει σε αυτές για την μουσική και τα τραγούδια του, την ζωή του και τη ζωή μας, τον Trump και τους δαίμονες της ενηλικίωσης, όποτε και αν φεύγει ο πρώτος και έρχεται η δεύτερη, είτε ο Π.Ε. Δημητριάδης, είτε ο Morrissey, είτε ακόμη και ο Eddie Cochran ο ίδιος, αν βρεθεί τρόπος να το κάνει, εν τούτοις αυτή η παράδοξη επανάληψη στο εν λόγω μοτίβο από δίσκο σε δίσκο, μου δημιουργεί μία σχετική απορία για το σημείο της δημιουργικής διαδικασίας στο οποίο κάθε φορά γράφεται αυτό το τέλειο τραγούδι από τον πρώτο εκ των παραπάνω (οι άλλοι δύο είχαν πολλά περισσότερα σε κάθε δίσκο άλλωστε).
Δηλαδή, (και πες μας Παντελή, μιας και το έφερε η κουβέντα) το γράφεις στην αρχή και έχεις καθαρίσεις και άνετος πας και ασχολείσαι με τα παρακάτω; Δεν το έχεις γράψει μέχρι τη μέση του δίσκου και κάπου σε ζώνουν τα φίδια ότι δεν θα το καταφέρεις να το γράψεις αυτή τη φορά; Το αφήνεις νομοτελειακά για το τέλος, έχοντας συναίσθηση ότι θα είναι και πάλι το τραγούδι-κλειδί; Τίποτε από τα παραπάνω, τα πάντα στη ζωή είναι μία τυχαία συγκυρία και απλώς χρειάζεται μετά μιας πρώτης τάξεως συρραφή;
Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτό. Να ανοίξει τις πόρτες που θα ανοίξει όταν είναι πραγματικά η ώρα του να το κάνει και μετά από λίγα μόλις χρόνια να έχει σκουριάσει τόσο, σε βαθμό που αν το δοκιμάσεις στην κλειδαριά θα υπάρχει κίνδυνος να σπάσει μέσα. Ποιος αντέχει δηλαδή να ακούσει σήμερα το ‘Οι Εραστές του απόλυτου τίποτα’; Όχι εγώ πάντως, και αυτό υπογραμμίζει την αξία του τραγουδιού.
Θεωρώντας ότι και τα ‘Θέρη’ θα έχουν την ίδια φαινομενικά και μόνο ατυχή μοίρα, θέλω να τονίσω ότι στον πραγματικό χρόνο που γράφονται αυτές οι γραμμές, δηλαδή λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου (ίσως και υπερβολικά λίγο, τώρα που το σκέφτομαι) πρόκειται οπωσδήποτε το χρηστικά καλύτερο τραγούδι του δίσκου.
Και πέραν τούτου, είναι το τραγούδι εκείνο το οποίο δημιουργεί την ψευδαίσθηση του ότι έχει κάτι τελικά ίσως αλλάξει από το μακρινό 2003, αλλά και γενικά την ψευδαίσθηση περί του ότι η μουσική των Παιδιών της Παλαιότητας, κομίζει κάτι ελάχιστο, έστω και νοσταλγικά ρηξικέλευθο στο ελληνικό (μας) τραγούδι, που εσχάτως και πάλι ζητούμε εξ αντανακλάσεως.
Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι εδώ κι εκεί αφελώς γίνεται λόγος ακόμη και για μία κάποια απροσδιόριστου εμβαδού τομή σε αυτό και την ιστορία του. Αν είναι δυνατόν δηλαδή, πως το λέτε αυτό; Εδώ μας είπανε ότι κάνανε συνέδριο, αλλά δεν κάνανε συνέδριο, δεν έπρεπε να ζητήσουμε εξηγήσεις σε όλα αυτά για το ελληνικό τραγούδι και την ιστορία του; Ας είμαστε και οι δυο ρεαλιστές, η θεωρία αυτή δεν πάει παραπέρα.
Τίποτε δεν κομίζει, τίποτε δεν αλλάζει και σε τίποτε πραγματικά βαθύ δεν έχουν να κάνουν είτε τα ΠτΠ, είτε οι ΚΥ, με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού αυτού καθ’ αυτού. Περιφέρονται γύρω από αυτό, ΟΚ γιες, αλλά είναι σαφές και βεβαιωμένο με διάφορους τρόπους μάλιστα, ότι δεν συμμετέχουν σε αυτό. Παρότι βέβαια η περιφορά τους είναι πιο ουσιαστική από τους πραγματικά συμμετέχοντες.
Το να υποστηρίζεται π.χ., και μάλιστα εμφατικά σε σχέση με οτιδήποτε άλλο, ότι δήθεν εδώ επανατοποθετείται η αισθητική του Χατζηνάσιου και επαναθεωρείται η σημασία του ελαφρού τραγουδιού, επειδή έχουμε 20-30 δευτερόλεπτα σαξόφωνου συνοδευτικού πιατέλας τυριών, τόσο στο εν λόγω τραγούδι, όσο εδώ κι εκεί στο δίσκο (όχι ότι δεν μου αρέσει και εμένα δηλαδή, και το εν λόγω σαξόφωνο, και η πιατέλα, ίσα ίσα), θεωρώ ότι είναι αν όχι προϊόν υπερβολής, που πάντοτε καταλήγει στο όριο της σαχλαμάρας, τότε σίγουρα αδικαιολόγητη παρανόηση, κάτι σαν ελλιπής έλεγχος της παρόρμησης, για να επιμείνουμε και εμείς κουραστικά στις ίδιες και τις ίδιες αναφορές.
Ούτε τα ‘Θέρη’ είναι ένα ελαφρύ τραγούδι, ούτε θα μπορούσε να είναι. Ο Π.Ε. Δημητριάδης δεν έχει την ικανότητα να γράψει ένα ελαφρύ τραγούδι, αυτό το ξέρουμε πολύ καλά. Τα τραγούδια του και η αισθητική του ξεκινάνε από αλλού και τελειώνουν κατά βάση εκεί από όπου είχανε ξεκινήσει, στο 'αλλού' δηλαδή.
Δεν μπορεί ξαφνικά να εμφανιστεί ως νέος Αντώνης Καλογιάννης, ούτε να μας σερβίρει αν όχι δώδεκα, τότε έστω 2-3 τέτοια τραγούδια στον ίδιο δίσκο. Μοναχικό τραγούδι είναι τα ‘Θέρη’, μέσα στα υπόλοιπα ούτως ή άλλως μοναχικά και ανάδελφα τραγούδια του δίσκου. Αλλά και πάλι είναι ένα κατά βάση ‘βαρύ’ τραγούδι, που από τα σαξόφωνα και την χορωδιακή ‘άνεσηηηηηηη’ δεν απαλλάσσεται από ό,τι το βαραίνει. Αλίμονο δηλαδή. Απλώς ανασαίνει καθώς παραπατάει σε τέτοιου είδους υπέροχα και εύηχα δεκανίκια, που όμως ως τέτοια παραμένουν και μέχρι εκεί.
Ο Π.Ε. Δημητριάδης, οι Κόρε Ύδρο και Τα Παιδιά της Παλαιότητας, δεν μπορούν και δεν χρειάζεται να πάρουν θέση στο κυρίως σώμα της ελληνικής μουσικής, στις πληγές του και κυρίως στις ελλείψεις του. Δεν εκφράζουν αυτό το είδος και δεν εκφραστήκαμε μέσω αυτών για αυτό τον λόγο και γιατί σώνει και καλά θέλαμε να συμμετάσχουμε και εμείς σε αυτό το είδος.
Όσο και αν είναι ευφυές και σχεδόν καθησυχαστικό να φαντασιώνεσαι τον Δημητριάδη να μεταμορφώνεται σε ιστορικό Γιάννη Πάριο όταν στο εναρκτήριο ‘Σε Ποιον Ανήκει η Κέρκυρα’ αναφωνεί ‘Και Ξαφνικαααααααααα’, εξαναγκάζοντας την προσοχή του ακροατή και ξεγελώντας τον για ένα επερχόμενο sing along σε μια διασκευή του ‘Σερσέ Λα Φαμ’, που ποτέ δεν έρχεται, η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται εδώ. Εδώ βρίσκεται το δόλωμα.
Και με μπουζούκια, και με βιολοντσέλα, και με ανατιναγμένες κιθάρες, και με εξαφανισμένες κιθάρες, και με πιάνα που καίγονται, και με πιάνα που δεν ιδρώνουν καν, τα τραγούδια του Δημητριάδη ανήκουν εκεί που ανήκαν πάντα. Σε ένα αντικειμενικά απροσδιόριστο, αλλά υποκειμενικά σαφές, τοπίο, που οριοθετείται από τους Smiths μέχρι τους Sonic Youth, από τους R.E.M. μέχρι τους Silver Jews, από τους Pavement μέχρι τους Magnetic Fields, θα αποδεχτώ και τους Arcade Fire και τους Radiohead παρότι δεν με συμφέρει, ΟΚ.
Αν δεν είχε υπάρξει έστω και ένα από αυτά τα ονόματα, δεν θα είχαν υπάρξει οι Κόρε Ύδρο και ό,τι ακολούθησε και εξακολουθεί μετά από αυτούς. Είναι ανόητο να αποχαρακτηρίζουμε έτσι αβασάνιστα, το μόνο ίσως ελληνικό συγκρότημα το οποίο έδωσε υπόσταση σε κάτι που ακόμη και υπό το πλαίσιο κυριαρχίας του διπόλου Τρύπες- Σπαθιά, φάνταζε μάλλον αδιανόητο. Δηλαδή ένα γνήσιο ελληνόφωνο indie rock, όπου ο κυρίαρχος όρος επιτέλους δεν υπήρξε το rock, αλλά ούτε και η pop καθώς έξυπνα διολίσθησε προς τα εκεί. Κυρίαρχο στοιχείο είναι το indie, όσο και αν το έχουμε ξεχάσει και όσο και αν μας έχει ξεχάσει πλέον.
Αν δεν είχε υπάρξει ο Χατζηνάσιος, ο Λοΐζος, ο Καρβέλας ή ακόμη και ο Σαββόπουλος, θεωρώ ότι ο κόσμος του Π.Ε. Δημητριάδη και των συγκροτημάτων του θα ήταν κατά βάση ο ίδιος με αυτόν που μας έχει παραδοθεί μέχρι σήμερα. Ή τέλος πάντως θα ήταν ελάχιστα διαφοροποιημένος, χωρίς όμως καμία αλλοίωση στον σκελετό και στην ψυχή του, τα πράγματα που απομένουν για λίγο καιρό παραπάνω όταν πεθαίνει κανείς δηλαδή (παρότι ελέγχεται το ζήτημα της ψυχής).
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, θεωρώ μάλλον άστοχη, ή έστω αχρείαστη επιλογή, όλες αυτές τις ‘οδηγίες προς ναυτιλομένους’, που με σχεδόν παθολογική εμμονή ακολουθούν κάθε επόμενη δισκογραφική δουλειά του Π.Ε. Δημητριάδη, και πολύ περισσότερο αυτήν εδώ.
Για κάθε τραγούδι παρατίθενται σημειώσεις και υποσημειώσεις, πηγές και αναφορές, σχετικά με τον Γκάτσο, προς και από τον Αρανίτση, παρακάτω στον Σαββόπουλο, κάπου γύρω από τον Πυθαγόρα και δεν συμμαζεύεται.
Κατανοώ κάποιους από τους λόγους για τους οποίους γίνεται αυτό και το ότι ίσως κατά μείζονα λόγο ο Δημητριάδης δεν θέλει να αφήσει υποψίες ότι δανείζεται, χωρίς να αναφέρεται, αλλά προσωπικά το βρίσκω και αχρείαστο και κάπως εκφυλιστικό για την ίδια την αξία του δίσκου. Θεωρώ ότι με κάποιο τρόπο διυλίζει, με κίνδυνο να την διαλύσει, αυτή η τακτική την συνολική αίσθηση που αφήνει και που καλείται να αφήσει ο δίσκος και υποβιβάζει τα τραγούδια στο επίπεδο των απλών ασκήσεων (ωπ, τι έχουμε εδώ;).
Δηλαδή δεν μπορώ να φανταστώ την δισκογραφία των Cramps να στιγματίζεται από τέτοιου είδους υποσημειώσεις και αναφορές σε όλη την ιστορία του rock’ n’ roll πάνω στην οποία μεθοδικά και επιλεκτικά έστησαν τον μύθο τους. Και επιλέγω το παράδειγμα τους, επειδή και εκείνοι με τον τρόπο τους μας παρέδωσαν ‘οδηγίες και κατευθύνσεις’, αλλά με εξωτερικές μεθόδους και χωρίς να αποσπούν από την όποια μέθεξη. Θα μου πεις μην διαβάζεις τα liner notes κι εσύ, ε τώρα τα διάβασα όμως, πως να το κάνουμε; Άλλωστε γράφτηκαν για να διαβαστούν, εδώ που τα λέμε, και θα διαβαστούν από όλους, είμαι σίγουρος.
Ποιο είναι το πραγματικά ‘καλύτερο τραγούδι’ εδώ μέσα; Θεωρώ το ‘Μια χώρα που άλλαξε όνομα’. Γνήσια εκκωφαντικό lo-fi, καθόλου Χατζηνάσιος, λίγοι στίχοι (είμαι φαν της λιτότητας στον τραγουδιστικό λόγο, και μόνο σε αυτόν), για την ακρίβεια το δεύτερο τετράστιχο, ίσως το πιο δυνατό που μας έδωσε ποτέ ο Δημητριάδης, και στο παιχνίδι της δισκογραφικής χωροθέτησης, στρατηγικά τοποθετημένο ως πρώτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς, εκεί δηλαδή που πρέπει να βρίσκεται το καλύτερο τραγούδι κάθε δίσκου, ακόμη και όταν οι πλευρές είναι τέσσερις.
Συνεπώς, όλως φυσιολογικά, το αμέσως επόμενο ‘Πυροτεχνήματα Στα Γενέθλια Της’ είναι νομοτελειακά το χειρότερο τραγούδι του δίσκου, πρακτικά και το μόνο πραγματικά κακό τραγούδι του δίσκου, όπως άλλωστε κατ’ αναλογία για κάθε δίσκο και το 97% των τραγουδιών που αναφέρονται ευθέως στο ζήτημα της ερωτικής απώλειας. Το υπόλοιπο 3% είναι ατόφια αριστουργήματα, αλλά οριακά εκλέγεται κανείς με τέτοια ποσοστά, εξ ου και είναι καλό την απώλεια να την διανθίζει και να την συνοδεύει κανείς με διάφορα άλλα συναισθήματα και καταστάσεις έως και με αντικαταστάσεις.
Από εκεί και πέρα θεωρώ ότι λίγα επιπλέον πράγματα έχουμε να πούμε για το ‘Ενθύμιον’ και το περιεχόμενο του. Ο Π.Ε. Δημητριάδης στήνει και αυτή τη φορά έναν μικρόκοσμο και ακόμη παραπέρα 3-4 τουλάχιστον ακόμη μικρόκοσμους μέσα σε αυτόν. Τοποθετεί τις εμμονές του με έμφαση και δεν δίνει καν στους ακροατές τους την επιλογή να τις προσπεράσουν ή να μην τις αντιληφθούν. Θέλει πάντοτε και σταθερά να μας καταστήσει κοινωνούς σε αυτές. Αυτός είναι ο τρόπος του και τον έχουμε αποδεχτεί.
Τα τραγούδια που χρησιμοποιεί ως οχήματα αυτή τη φορά, ως σύνολο κινούνται από το αρκετά παραπάνω από το μέτριο στο ικανοποιητικά καλό, και σε κάποιες επιμέρους περιπτώσεις ξεπερνούν τον μέσο όρο, αλλά πρακτικά ποτέ δεν υπολείπονται του κατώτατου ορίου, γεγονός που είναι παραπάνω από επίτευγμα, όπως πολύ καλά ξέρουν όσοι ψάχνουν τραγούδια στους δίσκους που ακούνε.
Είναι εύκολο να το κάνεις αυτό για εφτά συνεχόμενους δίσκους; Αστεία λέμε τώρα; Θα έπρεπε ήδη να κινούνται στα όρια της γραφικής επανάληψης τα πράγματα, αλλά είναι τέτοια η κλάση και η υπεραξία του Δημητριάδη, εν σχέση και ειδικά με τους σύγχρονους του, που αυτό δύσκολα θεωρώ πλέον ότι θα συμβεί, ακόμη και αν τολμήσει και κυκλοφορήσει και δεύτερο κακό δίσκο.
Και ο ίδιος ο Π.Ε. Δημητριάδης και τα τραγούδια του, θέλω μάλιστα αισιόδοξα να πιστεύω και οι ουσιαστικοί ακροατές τους και οπαδοί του, παραμένει και συνεχίζει ως outsider, ως κάποιος εκτός των πραγμάτων, των οποιωνδήποτε πραγμάτων, για να μην γίνω σαφής.
Όχι απαραίτητα ως underground, πολλές οι συζητήσεις και οι αντεγκλήσεις για την εν λόγω έννοια (και παρότι εγώ εκεί θα τον τοποθετούσα, έστω και υπό αυθαίρετη θεώρηση των εμπορικών όρων), αλλά σίγουρα ως γνήσια εναλλακτικός. Ως χειροκροτούμενος δηλαδή στο τέλος, αλλά όχι ως απαραίτητα δικαιωμένος και αναγνωρισμένος.
Αυτή η εναλλακτικότητα και αυτή η εμμονή στο προσωπικό περιθώριο, γίνονται ακόμη πιο διακριτές κάθε φορά που γλύφουν την καρδιά του και την καρδιά των τραγουδιών του τα ουρλιαχτά του Καρβέλα, τα σαξόφωνα του Κατσαρού, τα σκυλιά του Πάριου, ακόμη και η θολή αναφορά στο υπέροχα φθηνό ‘Η πατρίδα μου’ της Καίτης Γαρμπή και του Αντώνη Βαρδή, όπως πρόστυχα το εισήγαγε στο υποσυνείδητο μας εκείνο το αξεπέραστο τρικ (τρακ-τρουκ κλπ) του Τζίμη Πανούση και η οποία αναφορά παρότι παραλείπεται στις υποσημειώσεις του ‘Η τρελή πρωτομαγιά’, εν τούτοις εξαφανίζει την μεταπολιτευτική ανία του Σαββόπουλου, που προτάσσεται αντ’ αυτής (‘εκεί που πάω να κοιμηθώ- πέφτεις σαν πέτρα απ’ το βουνό- που με χτυπάει και μου θυμίζει ότι ζω’).
Δύο πράγματα για το τέλος.
Το πρώτο έχει να κάνει με την Inner Ear. Αν δεν ήταν η Inner Ear, πραγματικά και θα απορούσα και θα χαλιόμουν με το ότι ο τρίτος δίσκος των Παιδιών της Παλαιότητας κυκλοφορεί από την εν λόγω εταιρεία. Όσο μάλιστα βλέπω το αισθητικά έγκριτο και καθησυχαστικά ρομαντικό - νοσταλγικό artwork, με τις γκραβούρες ανθολογίου, που καθιστούν τον δίσκο πρώτης τάξεως στολίδι-εικόνισμα για κάθε είδους μετα-χιπστερικό μπουφέ, τόσο επιτείνεται η σύγχυση μου (σύγχυση, όχι όπως μπέρδεμα).
Θεωρώ αδιανόητο το ότι στο πλαίσιο αυτού του κυκλώματος απορρίφθηκε από την εταιρεία το ‘Consortium In Amato’, λόγω του εξωφύλλου του, λες και υπήρχε δηλαδή ο κίνδυνος να μην το βάλει το Μινιόν στη βιτρίνα του για τις αγορές των Χριστουγέννων. Αλλά ΟΚ είναι η Inner Ear, με οτιδήποτε εμπεριέχεται σε αυτή την πρόταση, και κατανοώ το ότι είναι καλό τελικώς το ότι ο Π.Ε. Δημητριάδης και τα τραγούδια του βρίσκονται εκ νέου στην Inner Ear.
To δεύτερο έχει να κάνει με τον Ευγένιο Αρανίτση. Πραγματικά δεν ξέρω σε τι χρειαζόμαστε τον Αρανίτση. Δηλαδή τουλάχιστον στην pop μουσική, για να μην επεκταθώ και περαιτέρω και σπάσω το ρεκόρ λέξεων του Ξαγά. Θα θυμίσω ότι υπάρχει πάντοτε ο Paddy McAloon για ζητήματα παράδοξης ευτυχίας.
Το τρίτο είναι ένα μεγάλο μπράβο στον Π. Ε. Δημητριάδη που με το ‘Δηλητήριο Στις Σελίδες’, εκτός του ότι ούτως ή άλλως στήνει ένα δυνατό τραγούδι εσωτερικής εντροπίας, στα καθιερωμένα ενδοστρεφή όρια που ο ίδιος έχει καθορίσει ως εγχώριο alternative rock anthem, κλείνει και το στόμα (σχεδόν με μπουνιά) σε όσους θα επιμένουν να φωνάζουν ‘Τώρα που δεν έχω κανένα’ στις όποιες συναυλίες θα ακολουθήσουν και αυτή τη φορά. Αυτή η κυριαρχική ειρωνεία, στα όρια της πρόσκαιρης εξουσίας, των δημιουργών επί των ακροατών, καλό είναι να υπάρχει.
Υπάρχει και τέταρτο και πέμπτο ασφαλώς, αλλά είναι από αυτά που μας τα έχει πάρει το στοίχημα τελικά.