Endless Life
Ανάμεσα σε άφθονη Sarah (αλλά και πολύ... μάρα), τα σχήματα της indie ποπ που διέθεταν δυνατή συναισθηματική μελωδικότητα ανέκαθεν ξεχώριζαν. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Στην εγχώρια ποπ/ροκ δισκογραφία, δεν είναι σύνηθες μια εταιρεία να επιδιώκει την εξειδίκευση απέναντι στην πληθώρα μουσικών που κατακλύζουν τον σύγχρονο ακροατή. Αλλά η Make Me Happy είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που θέτει με σαφήνεια το όραμά της, στηρίζοντάς το και συνεχώς προεκτείνοντάς το, είτε παρουσιάζοντας νέους καλλιτέχνες, είτε συμπράττοντας με παλαιότερα ονόματα. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν και οι Ta Toy Boy του Γιώργου Μπέγκα (Five Star Hotel, Liebe), του Ηλία Σμήλιου (Mary's Flower Superhead) και του Γιάννη Λιανόπουλου.
Η ύπαρξή τους μετρά ήδη 4 χρόνια, στα οποία έχουν βουτήξει βαθιά στον κόσμο της indie pop αισθητικής των 1980s, με τη ματιά τους να εστιάζει ίσως περισσότερο στη βρετανική Sarah Records. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι και η δισκογραφική τους έχει σχετιστεί με μια συλλογή για τα καθ' ημάς αγγλόφωνα indie συγκροτήματα (A Sparkle From The Past, 2017). Βέβαια, τα ερωτήματα για το αν μπορεί μια indie αφετηρίας ποπ να «καθίσει» στην εγχώρια κατάσταση παραμένουν αναπάντητα ήδη από την εποχή των Kissamatic Lovebubbles στην αρχή των 1990s –ειδικά αν δούμε το θέμα υπό το πρίσμα εκείνης της θεωρίας που θέλει το ροκ να είναι ροκ και την ποπ, ποπ. Ωστόσο, φαντάζει πιθανό να έχει υπάρξει έκτοτε τόσο μεγαλύτερη εξοικείωση, όσο και περισσότερη αποδοχή, χάρη είτε σε ένα νεότερο κοινό, είτε σε σειρές/ταινίες στις οποίες μπαίνουν πλέον τέτοιου είδους κομμάτια.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το This Town (2019) των Ta Toy Boy έσκασε ευχάριστα στα αυτιά όσων ακολουθούν εδώ και χρόνια το είδος, τσιγκλώντας τα συγκινησιακά αντανακλαστικά, τη θύμηση, μα και τη νοσταλγία. Μπορεί να μην εντοπιζόταν κάποιο ιδιαίτερα έντονο σπινθήρισμα, αλλά η πίστη του γκρουπ στον συγκεκριμένο ήχο ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας. Επιστρέφοντας τώρα με το Endless Life, δείχνουν σαν να θέλουν να κάνουν ένα βήμα παρακάτω. Και ορθώς εστιάζουν περισσότερο στη μελωδία, που αποδεικνύεται το πιο δυνατό τους χαρτί, χαρίζοντάς τους παράλληλα και τον συναισθηματισμό που χρειάζεται η έκφραση των στίχων τους –του τύπου εκείνου που η indie pop ξέρει να σου σκορπά απλόχερα.
Έτσι, απ' την αρχή κιόλας αισθάνεσαι να υπάρχει μια πιο καθάρια αναπνοή στις συνθέσεις συγκριτικά με το ντεμπούτο, καθώς τα πνευστά προσδίδουν μια ηλιόλουστη, smoothie διάθεση. Η οποία δεν χαλά ούτε κι όταν οι στίχοι αναφέρονται σε μοτίβα επιβίωσης, δημιουργώντας καραμελώμενα κομμάτια καθημερινής σήψης, όπως π.χ. στο "New Day Same Life". Η συνέχεια βρίσκει βέβαια το Endless Life να γίνεται λίγο πιο σκοτεινό, εσωστρεφές και ηλεκτρονικό, σαν να πνίγεται στο όνειρο μιας ερωτικής επιστροφής ("Dark Fantasy"). Αργότερα, μάλιστα, νιώθεις τα φωνητικά να κάνουν κάποια εκατοστά πίσω και τα πλήκτρα να ξεχειλώνουν ("If You Know How").
Κάπου εδώ, ωστόσο, εμφανίζονται κομμάτια που δεν αντεπεξέρχονται στη συνέχεια που ίσως περίμενες. Το "Sad Boys", λ.χ., φαντάζει αδικημένο μέσα στη μουσική που το πλαισιώνει. Το "Disco Ιn Heaven" έρχεται να ταράξει για λίγο τα νερά, ξαναξεσηκώνοντας μια πιο χορευτική διάθεση, αλλά δεν έχει πού να δώσει τη σκυτάλη: τα "Underground Love" (όπου τα πνευστά δεν λειτουργούν ιδιαίτερα), "Kiss With A Tear" και "Space Bond" ακούγονται αξιοπρεπέστατα ως μεμονωμένα στιγμιότυπα, όμως στο σύνολο τα κρατάς κυρίως για τις ιστορίες που θέλησαν να μεταφέρουν. Κάποια περαιτέρω δυναμική, έμεινε τελικά ανεκμετάλλευτη.
Στη γενική του εικόνα, λοιπόν, το Endless Life δείχνει ότι οι Ta Toy Boy επενδύουν σε καλή χρήση του αγγλικού στίχου, ενώ αξιοσημείωτα είναι και τα διπλά φωνητικά στο ομώνυμο του δίσκου κομμάτι, καθώς κερδίζουν σε επίπεδο ατμόσφαιρας –ακόμα κι αν, την ίδια στιγμή, εκτελούνται και με ένα πνεύμα «όπως πρέπει». Το τρίο ξέρει πάντως και πού κινείται και τι θέλει να κάνει, ενώ είναι σε θέση να γράψει ορισμένα τραγούδια με φόντα για να μείνουν, ακόμα κι αν διακρίνονται καθαρά οι διεθνείς τους αναφορές. Αυτό ωθεί βέβαια σε μια αναπόφευκτη σύγκριση, ωστόσο στον μουσικό κόσμο της «εμπρός για πίσω» εποχής μας είναι όχι απλώς τίμιο, μα έως και αξιέπαινο στα καλύτερά του.