This Town + V/A - A Sparkle From The Past
Είναι τόσο άτακτα (και ενίοτε άχαρα) δισκογραφημένη η ελληνική indie pop σκηνή των 90’s, που θα μπορούσες να την πεις και σχεδόν αδισκογράφητη, χωρίς να παρεξηγηθείς από τους ειδήμονες ιστοριοδίφες του παρατηρητηρίου της εγχώριας και διεθνούς δισκογραφίας.
Θα θυμίσω απλά μία ανόητη σύγχυση περί του αν το Flood του 2001 ήταν τυχόν ο πρώτος δίσκος των Raining Pleasure, η οποία δεν αφορούσε μόνον όσους τους γνώρισαν δια της τηλεοπτικής οδού. Ήταν βέβαια το πρώτο μεγάλο πολυεθνικό ντεμπούτο, όπως είχαμε γράψει και τότε στην ορμή του τέλους της νιότης μας, και αυτό δεν είναι ανάξιο σημασίας γεγονός, αλλά πλέον όλα αυτά είναι μία ανάμνηση. Και εδώ έχουμε και δεν έχουμε να κάνουμε με αναμνήσεις, όπως (όχι και τόσο) σύντομα θα διαπιστώσετε, συνεχίζοντας την ανάγνωση.
Από εκεί και πέρα το πρώτο full album των Next Time Passions κυκλοφόρησε το 2011 και ενώ τα περισσότερα από τα ονόματα που μας είχαν συγκινήσει τότε δεν κατάφεραν να δισκογραφήσουν ολοκληρωμένα κατά την χρυσή περίοδο του ελληνικού ροκ –αγγλόφωνου και ελληνόφωνου–, οπότε και το Subliminal των Last Drive τυπωνόταν σε ανακυκλωμένο βινύλιο πέμπτης διαλογής, οδηγώντας τους –μεταξύ άλλων θεμάτων ασφαλώς– προς την προσωρινή (ως αποδείχτηκε) έξοδο και οι κάθε λογής Ψόφιοι Κοριοί υπέγραφαν συμβόλαια, ενώ τους έπρεπε δήλωση μετάνοιας και τίποτε περισσότερο.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, το πρώτο και σχεδόν αψεγάδιαστο άλμπουμ των Θεσσαλονικιών Ta Toy Boy (δηλαδή του Γιώργου Μπέγκα από τους Liebe και τους Five Star Hotel, σε φωνητικά και πλήκτρα και του Ηλία Σμήλιου από τους Mary’s Flower Superhead στις κιθάρες, με την προσθήκη πλέον στις ζωντανές εμφανίσεις του Γιάννη Λιανόπουλου στο μπάσο - άπαντες πολύ καλοί μου φίλοι, για να παρεξηγηθώ) σχεδόν εκδικείται για λογαριασμό εκείνης της μάλλον ατυχήσασας πρωτόπλαστης εγχώριας indie σκηνής, αλλά κατά κάποιον τρόπο την «εκθέτει» κιόλας, συνοψίζοντας την αισθητική της σε ένα σύνολο που δημιουργεί υποψίες ότι δύσκολα θα μπορούσε να το είχε καταφέρει σε τέτοιο βαθμό το οποιοδήποτε από τα τότε μέλη της.
To This Town ακόμη και στις στιγμές εκείνες που ξεσηκώνει ακέραια κάποια απολιθωμένα κιθαρηλεκτρονικά ριφ των Field Mice για να στοχεύσει απευθείας στο θυμικό του ακροατή του, και τα οποία μόνον ο Τάσος Πατώκος θα μπορούσε να μας αποκαλύψει ποια ακριβώς και πόσα είναι, δεν αποτυγχάνει στο να αποδώσει το indie pop μήνυμα καλύτερα κωδικοποιημένο και επεξεργασμένο από κάθε προηγούμενη ίσως φορά στα εγχώρια πράγματα, κερδίζοντας στο νήμα ακόμη και τα προηγούμενα ανδραγαθήματα του Γιώργου Μπέγκα με τους Five Star Hotel (εντάξει, ας αφήσουμε από έξω το Underground).
Σε μία ελλιπώς δισκογραφημένη σκηνή το λοιπόν, το εύλογα αναμενόμενο θα ήταν στο σήμερα μία –τουλάχιστον– συλλογή που να εμπεριέχει αν μη τι άλλο όχι απλώς τις καλύτερες, αλλά τις πραγματικά εντυπωσιακές, στιγμές της, ώστε στη συνέχεια να υπάρχει λόγος να περάσουμε και στα ενδότερα αυτής. Αυτή η συλλογή δυστυχώς (και το εννοώ) δεν είναι το πρώτο νούμερο στο label της Make Me Happy Records, υπό τον διακριτικό τίτλο ‘A Sparkle From The Past…’ (that lasts forever, επιμένει ο υπότιτλος στο οπισθόφυλλο τονίζοντας το αυτοαναιρούμενο εφήμερο της pop, στην μουσική περίοδο κατά την οποία όντως όλα τελικά ξαναγυρνούν σε εμάς).
Δεν απουσιάζει μεν κάποιο από τα πραγματικά άξια λόγου και παρουσίας ονόματα της σκηνής (νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για σκηνή στην προκειμένη περίπτωση, μιας και υπάρχει κοινός ήχος και αισθητική στόχευση, «σχέσεις» μεταξύ των συγκροτημάτων και το κυριότερο μίας καλώς εννοούμενη εμμονή για διάκριση από τον λοιπό σκληρό πυρήνα του εγχώριου αγγλόφωνου εναλλακτικού ροκ, που θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε και σε απόσχιση από τις ορμές του punk, όπως και να ιδωθούν αυτές- από τις χειρότερες παρενθέσεις που έχουν γίνει ποτέ), η αλήθεια είναι όμως ότι απουσιάζουν τα πραγματικά σπουδαία τραγούδια τους.
Και αν αυτό δικαιολογείται κάπως ας πούμε για τους Raining Pleasure των οποίων τα σπουδαία τραγούδια ξέρουμε που, πως και γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται τέλος πάντων, το Pop Song των One Night Suzan (οι δύο πρώτοι κατά σειρά εμφανίσεως) τους καταλείπει στη συνείδηση του ανυποψίαστου ακροατή ως ακόμη μία παρέα σε κάποια γωνιά του πλανήτη bedroom pop που προσπαθεί να προσεγγίσει την περίεργα κουρδισμένη μελαγχολία των Smiths. Ομοίως λίγο παρακάτω το I was just wondering των Pillow, ίσως και λόγω της έντονα προβληματικής ακόμη και υπό lo fi πρίσμα ηχογράφησης, συνεχίζει να ακούγεται ως ένα εύστοχα ξεχασμένο b-side των Ned’s Atomic Dustbin.
Σχεδόν εκδικητικά και εδώ στην αιώνια ιστορία περί μάχης των δύο πόλεων (από το ποδόσφαιρο μέχρι την κιθαριστική pop, που άλλωστε παραδοσιακά σχετίζονται μεταξύ τους), το Real Smile, ένα από τα πρώτα τραγούδια που είχαν γράψει οι Θεσσαλονικείς The Mute (αυτοί και αν δρούσαν σε αντίξοες συνθήκες στην πόλη που η ροκ αισθητική της χαράχτηκε και χαράσσεται ανεξίτηλα από τις διαθέσεις του Γιάννη Αγγελάκα) θέτουν σοβαρή υποψηφιότητα για την καλύτερη από τις δεκατέσσερις συνολικά συμμετοχές. Αντιθετικά ακατέργαστο σε σχέση με κατοπινά τους κατορθώματα, όταν και παραδόθηκαν στην ηλεκτρονικότητα τους, το Lucy’s Friend των Groove Machine. Και τα δύο αυτά τραγούδια πάντως συνιστούν μια πρώτης τάξεως καταγραφή περί της θολής (όπως πρέπει δηλαδή) αντανάκλασης των Mad-chester ημερών σε μία ημεδαπή μουσική πραγματικότητα που ως αποδείχτηκε με την τυραννία του stoner rock η φάση είναι Birmingham και ας μη γαμήσω ξεμαστουρώσω ποτέ.
Θυμάμαι λοιπόν προ ετών ένα άλμπουμ των Marsheaux που είχε πλασαριστεί (θα ήταν υπερβολικός ο όρος διαφημιστεί) με τη φράση ‘το καλύτερο electro pop άλμπουμ που έχει ηχογραφηθεί ποτέ’ (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). Παρότι άπαντες κατανοούμε το υπερβατικά άτοπο του πράγματος και τον ελαφρύ (αυτο)σαρκασμό, που ούτως ή άλλως εμπεριέχει ένας τέτοιος ισχυρισμός από τους ίδιους τους δημιουργούς (ή έστω όσους πατρονάρουν-προμοτάρουν αυτούς), το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το ντεμπούτο των Ta Toy Boy, στο γενικότερο πλαίσιο της κιθαριστικής (με ηλεκτρονικές βοήθειες) indie pop, χωρίς και στην περίπτωση αυτή να χρειάζεται κάποιος τοπικός προσδιορισμός, για να μετριαστεί η δήθεν προκλητική δήλωση.
Σε αντίθεση με το ροκ, του οποίου τα μεγάλα επιτεύγματα στέκονται σχεδόν κατά κανόνα ως εμπόδια στην προσπάθεια του να συνεχίσει να υπάρχει, αυτού του είδους η υπόγεια και μετρημένα εμπορική, αλλά πάντως ανερυθρίαστα φιλική, πλευρά της pop γραφής, όχι απλά επιτρέπει, αλλά προϋποθέτει την αντιγραφή και την μετουσίωση ως στοιχείο μετεξέλιξης της, μέσω του οποίου έστω και αν τελικά δεν μετασχηματίζεται σε κάτι νέο ή μεγαλύτερο, συνεχίζει πάντως να έχει σαφές νόημα ύπαρξης, διατηρώντας μία ιδιότυπα πολυκαιρισμένη φρεσκάδα, που σχεδόν ποτέ δεν θέτει διλήμματα για τον επερχόμενο ή μη θάνατο της.
Σε αντιστοιχία με τις Marsheaux και τους O.M.D. ή τους πρώιμους Depeche Mode κ.λπ., άπαντα τα τραγούδια που παραδίδουν ως προϊόν αβίαστης έμπνευσης οι κατά το ήμισυ γαλαζοαίματοι Ta Toy Boy (αυτό το καταλαβαίνεις κάθε φορά που ακούς ένα τέτοιο τραγούδι και είναι μάλλον δύσκολο να εξηγήσει κανείς ποια έμπνευση είναι αβίαστη και ποια τέλος πάντων τραβηγμένη από τα μαλλιά), δεν είναι τίποτε περισσότερο ή τίποτε λιγότερο από κάποια τραγούδια που κακώς άφησαν οι Field Mice έξω από το Snowball, οι Inspiral Carpets έξω από το Life ή ακόμη και οι Divine Comedy έξω από το άλμπουμ που προηγήθηκε της μεγαλομανίας του Neil Hannon (αν υπάρχει κάποιο τέτοιο), στην περίπτωση του Day Night Tomorrow.
Δεν έχει σημασία το να προσδιορίσει κανείς αν πρόκειται για έντονη επιρροή, για αναπαραγωγή κάποιας συνταγής ή για φορμαλισμό που προηγείται της κάθε σύνθεσης. Είναι –επαναλαμβάνω- και η ελαστικότητα του είδους τέτοια που επιτρέπει σε τραγούδια όπως το Fields Of Summer (ίσως το καλύτερο του δίσκου) να ακούγονται κάθε φορά ως μία όχι και τόσο δυσνόητη στην λειτουργία της τρύπα στο χωροχρόνο της pop δημιουργίας, που περισσότερο από τους ακροατές της μεταφέρει τους ίδιους τους δημιουργούς της σε συνθήκες στις οποίες κατά απροσδιόριστο τρόπο ή και τόπο αυτή η μουσική έπρεπε να γεννηθεί για να ακούγεται και στους πλέον δύσπιστους όχι ως ρετρό σημείο αναφοράς, αλλά ως σημείο αφετηρίας των πραγμάτων.
Ένας λόγος για τον οποίο μένω όχι ασφαλώς δυσαρεστημένος, αλλά κάπως μουδιασμένος στην τελική αποτίμηση, από τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στη συλλογή της Make Me Happy Records, είναι γιατί την επόμενη ημέρα της απόκτησης της (μου την έφερε απευθείας από την Death Disco και το πάρτυ/ live που έγινε εκεί για την κυκλοφορία της, το μαύρο πρόβατο του Mic, Αντώνης Κλειδουχάκης), έκανα αυτό που ήμουν σίγουρος ότι θα κάνω. Ξέθαψα από την ξεχασμένη ‘τσάντα’ των πάλαι ποτέ dj set (τρομάρα τους), τις συλλογές που είχαν (εκ)δοθεί τότε από το βραχύβιο μουσικό περιοδικό Voice και κυρίως εξ αυτών την πρώτη (Pop Secrets… From The Greek Underground Scene), που παραμένει μέχρι σήμερα η καλύτερη απόδειξη περί του ότι και σκηνή υπήρξε στο είδος εντός συνόρων και έκανε πολλά περισσότερα πράγματα από το να μεταφράζει τα όσα άκουγε από έξω, έστω και σε πραγματικό χρόνο, που αρκετές φορές αναζητείται ως εσφαλμένο ζητούμενο στα ημεδαπά pop & rock πράγματα (να μην πούμε για την εγχώρια electronica).
Χωρίς να χρειαστεί να μπούμε σε συζητήσεις για το αν τυχόν θα αρκούσε ή θα ήταν σκόπιμο (ή εφικτό) να επανακυκλοφορήσει κάποτε εκείνη η συλλογή σε βινύλιο, οι συγκρίσεις για την ποιότητα των συνθέσεων και των ηχογραφήσεων βαραίνουν εις βάρος της παρούσας κυκλοφορίας. Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί το ότι εκεί κάποια συγκροτήματα εμφανίζονται με δύο ή και περισσότερα τραγούδια, ενώ εδώ έχουμε 14 τραγούδια από ισόποσα σχήματα, και συνεπώς μία κατά τεκμήριο καθολικότερη (sic) εικόνα των πραγμάτων.
Και να μην θεωρηθεί αμελητέο ασφαλώς το ότι τέλος πάντων εδώ βρίσκουμε επιτέλους και τους Kissamatic Lovebubbles, το πραγματικά καλά κρυμμένο μυστικό της σκηνής, που κόμισε με την απαραίτητη μη σύνεση το ανήθικο ηχητικό μήνυμα των Pavement, σε αγέλες ακροατών που το ακόμη πιο εσφαλμένο ζητούμενο τους ήταν και είναι το ποιος παίζει και ποιος δεν παίζει σωστά. Ενεργοί και αυτοί εκ νέου, και αυτό ακούγεται ακόμη πιο παράδοξο στην δική τους περίπτωση για την οποία η έννοια της μετά-εφηβείας μοιάζει να αποκτά διαστάσεις ασφυκτικές για το πλαίσιο λειτουργίας των τραγουδιών τους, και όχι μόνο στιχουργικά.
Τέλος πάντων, ας μην γκρινιάζουμε χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μία καλή συλλογή, περισσότερο από ένα καλό ολοκληρωμένο άλμπουμ, οφείλει να κλείνει με εντυπωσιακό τρόπο και το/η Sparkle From The Past δεν σφάλει στο ζήτημα αυτό, καθώς το Love Me των Sea Side είναι σαφώς από τα 2-3 καλύτερα τραγούδια εδώ μέσα. Κάτι περισσότερο από ένα χαμένο εγχώριο shoegaze διαμαντάκι, που σχεδόν στήνει τις πρόωρες γέφυρες με το επόμενο βήμα του indie ήχου, καθώς αυτός ισόποσα θα εξελιχθεί, αλλά και θα ισοπεδωθεί, σε απροσδιόριστα post προθέσεις, που αν μη τι άλλο του αποστέρησαν το pop άλλοθι, που είναι πάντοτε όχι απλώς απαραίτητο, αλλά προαπαιτούμενο, αν σώνει και καλά θέλει κανείς να πιστέψει ότι η επιταγή περί του Stay Indie, έχει κάποια βάση ή είναι χωρίς σαφές αντίκρισμα, όπως οι αντίστοιχες περί Stay True στο metal (και τα λοιπά, και τα λοιπά).
Συνοψίζοντας: ο Ολυμπιακός κατέβηκε για να μην παίξει ποτέ και η ΑΕΚ της σχολής Δημητριάδη έχει κατά νου πως θα την πέσει στον «τέταρτο» με κάθε ευκαιρία (όταν δηλαδή ανεχόμαστε τις οπαδικές εμμονές των Wedding Present είναι καλά;).
Πέραν τούτων και των παραπόνων - αιτιάσεων που σημειώσαμε, επειδή τέτοιοι άνθρωποι είμαστε πως να το κάνουμε, η Make Me Happy Records με μόλις τις δύο πρώτες κυκλοφορίες της έχει καταφέρει κάτι πραγματικά εντυπωσιακό. Επαναφέρει μεν στην ευρύτερα συλλογική μνήμη, όπως αυτή κινεί τα μουσικά πράγματα στο παρόν, μία σκηνή, έναν ήχο και μία αισθητική, που πράγματι μπορεί να θεωρηθεί ως το γνήσια underground κομμάτι της εγχώριας pop – rock παραγωγής, και πριν προλάβουν και αρχίσουν οι συνήθεις σαχλαμάρες από ειδήμονες και ινστρούκτορες του στυλ «που ήσουν εσύ όταν συνέβαιναν όλα αυτά/ ρε μήπως άκουγες Τρύπες και τώρα ειρωνεύεσαι και από πάνω;», έρχεται και ρίχνει, με το This Town, ένα γερό χαρτί για την πέραν του διαχρονικού και του εφήμερου αυταξία της παραπάνω τριπλέτας (ήχος- αισθητική- σκηνή/ καρά σειρά εμφανίσεως), τόσο εξαιρετικό, ώστε δείχνει ικανό ακόμη και να επανεκκινήσει τα πράγματα στο σήμερα, κομίζοντας στο αόριστο τώρα ακριβώς το ίδιο πάθος με το απροσδιόριστο πλέον τότε.
8,5/10 για το Ta Toy Boy: This Town
7/10 για το V.A.: A Sparkle From The Past