Και εκεί που τα τραγούδια της Monika σου δίνουν την αίσθηση ότι παρότι πολύ όμορφα και κατά περίπτωση ακροατή μέχρι και συγκλονιστικά, αλλά ασφαλώς θα μπορούσες να κάνεις και χωρίς αυτά... Και εκεί που τα τραγούδια του Lolek σου δίνουν την αίσθηση ότι παρότι όμορφα στημένα και τεχνηέντως σερβιρισμένα, θα μπορούσε ακόμη και ο ίδιος να κάνει χωρίς αυτά... Και εκεί που η τραγελαφική περίπτωση της Veronica σου δίνει την αίσθηση ότι κανείς μας δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε μέρα χωρίς την θεωρία της αρπαχτής...
Έρχεται η Κατερίνα Παπαχρήστου και μια σειρά από τραγούδια που δημιουργούν την πειστική εντύπωση ότι τουλάχιστον η ίδια δεν θα μπορούσε με τίποτε να "κάνει" χωρίς την ύπαρξη τους. Ή έστω το πίστεψε ότι έτσι θα γινόταν και για αυτό τους χάρισε την ύπαρξη. Εφόσον σπάσει αυτό το πρώτο όριο, οι διαθέσεις του ακροατή και οι αντοχές του να ζει χωρίς ή με τα τραγούδια, ελάχιστη σημασία έχουν. Το έργο τέχνης μπορεί να περιμένει για χρόνια μέχρι να αναγνωριστεί. Αρκεί να είναι πράγματι τέτοιο.
Για τους singers/songwriters στην Ελλάδα που ποντάρουν στο συναίσθημα, η μοίρα είναι σκληρή και μάλλον άδικη. Οι σε-πρώτο-χρόνο αναφορές τους δεν είναι ούτε ο Nick Drake, ούτε η Joni Mitchell... ούτε πολύ περισσότερο ο Hank Williams. Γύρω, τριγύρω, εντός τους και δίπλα τους παραφυλάει το έντεχνο. Είτε ως υποσυνείδητη αποτύπωση, είτε ως αναπόφευκτο target group. Και θέλει γερό στομάχι για να το αποφύγουν. Ή αν δεν το αποφύγουν, τουλάχιστον να μη λυγίσουν στις απαιτήσεις του. Σε αυτή τη βάση οι συνθέσεις των Tango With Lions ακολουθώντας μία κάθε άλλο παρά αφηγηματική/ γραμμική δομή, πετυχαίνουν αν μη τι άλλο να προκαλέσουν σύγχυση στους έντεχνους. Οι οποίοι θα θελήσουν να πλησιάσουν, αλλά τελικά δεν θα νιώσουν και τόσο οικεία. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό ως προς την όποια αλήθεια καλούνται να εκφράσουν.
Λέγεται επίσης συχνά ότι ένα συγκρότημα έχει γύρω στα 20-25 χρόνια για να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο και μόλις κάποια διαλείμματα μεταξύ των περιοδειών για τον δεύτερο... Αυτό ισχύει για τις ροκ μπάντες που διαγράφουν τελικά την πορεία της δόξας. Για τους μοναχικούς τραγουδοποιούς ισχύει κάτι ανάλογο; Συλλέγουν χιλιάδες συναισθήματα για να χωρέσουν στα δέκα πρώτα τους τραγούδια και έπειτα ψάχνουν να "ζήσουν" κάτι με αγωνία για να φτιάξουν μισό τραγούδι; Ή μήπως τα μοιράζουν σε δεκάδες τραγούδια που στην πορεία παρουσιάζονται ως δήθεν επόμενα δισκογραφικά βήματα; Δική τους η απόφαση, προφανώς. Σε κάθε περίπτωση το Verba Time είναι ένας συναισθηματικά υπερπλήρης δίσκος. Οι μοναχικές στιγμές στα μπαρ, τα πάνω-κάτω των ευτυχών ερωτικών συγκυριών, το ξεχείλισμα από την παρουσία ανθρώπων στις ζωές μας, το ολοκληρωτικό δόσιμο και η μετάνοια αυτού... Άπαντα παρόντα και στα δώδεκα τραγούδια του δίσκου. Σίγουρα πρέπει να ειπωθεί κάτι άλλο την επόμενη φορά. Θυμόμαστε όλοι πως την πάτησε και η Liz Phair προ ετών πολλών.
Τι απουσιάζει όμως σε σχέση ακόμη και με αυτή τη Nina Nastasia, που αν της δοθείς θα κάνεις να βγεις από το σπίτι βδομάδες ολόκληρες; Το γκρεμοτσάκισμα, το κατέβασμα στην κόλαση, το εισιτήριο "χωρίς επιστροφή". Η αίσθηση ότι ο δημιουργός δεν έχει την ζωτική ικανότητα να ανέβει στη σκηνή και να υποστηρίξει τα τραγούδια του, ακριβώς γιατί τον έχουν τσακίσει πριν καν δημιουργηθούν. Η αιτία για την οποία η Cat Power θα είναι πάντα μια συνταρακτική φιγούρα και παράλληλα μία άθλια performer όταν ανεβαίνει στη σκηνή. Η Catερίνα Παπαχρήστου πάλι αφήνει την αίσθηση ότι τελικά σώθηκε από τα τραγούδια της και έτσι μπόρεσε να αναμετρηθεί με αυτά. Κανείς δεν θα ήθελε το αντίθετο. Ήμαρτον. Ακροατές είμαστε και όχι συλλέκτες στιγμών δυστυχίας. Αλλά και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι όλες οι στιγμές δυστυχίας που έχουμε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια, χαράκτηκαν πιο έντονα στη μουσική μας μνήμη, από τις αντίστοιχες στιγμές λύτρωσης ή ακόμη χειρότερα επίπλαστης απόγνωσης.
Εδώ το δράμα δεν διαφεύγει από τα χνάρια της εφηβείας. Και στην εφηβεία οποιοδήποτε "δράμα" και να ζήσει κανείς (ΟΚ εκτός πραγματικά "σκληρών" στιγμών, που δεν μας αφορούν εδώ) είναι τελικά μία αδυσώπητα pop κατάσταση. Όχι ότι έχω τίποτε με την pop, ίσα ίσα.
Αυτοί που θα καταφέρουν να διαισθανθούν την σχετικά δυσδιάκριτη έλλειψη στο πεδίο της συναισθηματικής βαρύτητας της μουσικής των Tango With Lions, είναι όσοι άπαξ άκουσαν το Christina The Astonishing και δεν μπόρεσαν ποτέ ξανά να πιστέψουν σε κανένα άλλο παραμύθι του Nick Cave, γιατί το περιεχόμενο του τους φαίνονταν αναλογικά ελαφρύ. Όσων όμως τα μάτια δεν έχουν ακόμη στεγνώσει από την τελευταία ακρόαση του Come Undone των Duran Duran, ίσως θα πρέπει να σκύψουν με περισσότερη προσοχή πάνω σε αυτό το δίσκο, που -ναι- θα επιβιώσει και όταν παύσουν να υπάρχουν οι hipsters που εντός ολίγου θα αρχίσουν να τον λατρεύουν.