Dear Shore
Τα ναυτικά τραγούδια τα έχουμε συνδέσει με νησιωτικά βιολιά, με έντεχνες κιθάρες ή και ακορντεόν. Με σύνθια όμως όχι... Του Αντώνη Ξαγά
Νοσταλγία... Μπορεί να βρίσκεται στο άρωμα του καπνού από το παλιό χωμάτινο τσιμπούκι του Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγού πιλότου στο Κολόμπο, εκείνου που "μία μέρα πέθανε στην πιλοτίνα μέσα, ξάφνου σαν ξεπροβόδισε το Steamer Tank «Fjord Folden» όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν". Ή ποτισμένη στις "ρυτιδωμένες και σφιγγώδεις μορφές που είδα στην Ολλανδία (...) προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμη". Σαν ένα κρύο να σε διαπερνά διαβάζοντας τους στίχους αυτούς του Νίκου Καββαδία και του Κώστα Ουράνη, κι ας μην ξέρεις καν που βρίσκεται το Κολόμπο και που πέφτουν τα νησιά Λοφούτεν (στην Κεϋλάνη και ανοιχτά της Νορβηγίας, για να σας διευκολύνω). Πανανθρώπινο γαρ το αίσθημα της νοσταλγίας, κι ας πρόκειται κατά βάση για εκδήλωση της νεωτερικής εποχής, η δημιουργία αυτής καθαυτής της "ελληνικής" τούτης λέξης αποδίδεται σε έναν Ελβετό γιατρό με ποιητική φλέβα ο οποίος την έπλασε κάπου στα τέλη του 17ου αιώνα ως περιγραφή ...νόσου (που μπορεί και να είναι δηλαδή). Μια ανάλογη όμως ποιητική έμπνευση ίσως να χρειαζόταν για να υπάρξει και στη δική μας γλώσσα η λέξη η οποία θα περιγράφει και το ακριβώς αντίθετο της νοσταλγίας αίσθημα, το άλγος για την φυγή, για το ταξίδι, αυτό που στα γερμανικά π.χ. αποδίδεται με την πολύ όμορφη λέξη "Fernweh", αυτό που οι Γάλλοι το λένε "Mal du depart". Εκείνο δηλαδή το βαθύ σαράκι που κατέτρωγε τον Καββαδία πάλι στο ομότιτλο ποίημα, "θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων".
Ανάμεσα σε τέτοιες αντίρροπες συναισθηματικές συμπληγάδες κυλά μετέωρη η ζωή των ναυτικών, μια τραμπάλα, μια απόπειρα ισορροπίας ανάμεσα στην επιστροφή και το φευγιό, τη νοσταλγία για τη στεριά και των αναχωρήσεων τη μανία, αυτό το κάτι παραπάνω από απλή αγάπη για περιπέτεια που καλεί από τα ανοιχτά. Ανάμεσα στην στεριανή ζάλη, "το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια" (από την "Βάρδια") και την έλξη για τη "θολή γραμμή των οριζόντων". "There is no place like the Sea/Dear Shore ...I go!", "Dear shore", ένα γράμμα ερωτικό και χωρισμού ταυτόχρονα, "She said ...Stay!" κι ας σε είχα προειδοποιήσει "never to be a sailors girl". Η στεριά σαν γυναίκα, αλλά και σαν πληγή ταυτόχρονα, shore και sore. Το "Dear shore" είναι μια ωδή στη στεριά αλλά και στο φευγιό.
Δεύτερος δίσκος μετά το παρθενικό "Commandante Macabro" για τον Tango Mangalore, ήδη το καλλιτεχνικό όνομα που παραπέμπει στο μακρινό εμπορικό λιμάνι της Ινδίας δίνει ένα βάρος βιωματικής αυθεντικότητας στις ναυτικές του ελεγείες, ναυτικός γαρ ο ίδιος (όπως και η περσόνα την οποία ενσαρκώνει στις εμφανίσεις του επί σκηνής), γράφει στις σημειώσεις του βινυλίου "τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στη στεριά αλλά και στον Ινδικό Ωκεανό".
Η δε αισθητική φόρμα μέσω της οποίας επιλέγει να εκφραστεί (εξεπίτηδες δεν ανέφερα μέχρι τώρα τίποτις) απέχει πολύ από τα θαλασσινά στερεότυπα, και όχι μόνο τα εγχώρια που κυμαίνονται μεταξύ έντεχνου Μικρούτσικου και λαϊκού Παριοκονιτόπουλου. Εν τούτοις καταφέρνει να μεταδώσει ένα αίσθημα αποξένωσης και μοναξιάς μέσα από μινιμαλιστικά πλήκτρα, εμμονοληπτικές dark wave συνθετικές γραμμές που ενίοτε καταλήγουν σε εκρηκτικά ξεσπάσματα, σε ρίμες πυρετώδεις με φωνητικά που μπορεί να ξενίσουν σε πρώτο άκουσμα με την ιδιότυπη άρθρωσή τους και τα εφέ, αλλά σε βάθος ακρόασης λειτουργούν, δίνουν έναν δραματικό νευρώδη τόνο και φυσικά ένα έντονο προσωπικό στοιχείο και στηρίζουν ένα εκ φύσεως ιδιοσυγκρασιακό άκουσμα (μια ιδιαιτερότητα αν μη τι άλλο ευπρόσδεκτη σε έναν κόσμο υπερ-κορεσμένο από "καλές φωνές", σωστές και καλλικέλαδες και μολαταύτα αφόρητα άψυχες και βαρετές). Και ένα σύνολο το οποίο βγάζει ένταση, πάθος, καταφέροντας να (επι)κοινωνήσει μια πραγματικότητα απρόσιτη για τους περισσότερους ακροατές, και να συγκινήσει, πέρα από γραφικούς λυρισμούς και ρομαντικές εξιδανικεύσεις, εξωραϊσμούς και εξωτικές εικονοποιίες, ακόμη και κάποιον που δεν έχει "πατήσει" νερό, ή που μπορεί να θεωρεί μέγιστη περιπέτεια που ταξίδεψε με τον Σκοπελίτη ή που διάβηκε με ποστάλι το Ικάριο πέλαγος χειμώνα.
Άλλωστε ο ρόλος της τέχνης είναι να γεφυρώνει χάσματα και αβύσσους ανάμεσα σε φαινομενικά ξένες "πραγματικότητες". Κατ' ουσία η νοσταλγία για την στεριά, η θάλασσα σαν σύμβολο, λειτουργούν και εδώ ως μια αλληγορική απεικόνιση του δράματος της ύπαρξης, "in this hell that we all live", ο δίσκος νομίζω κάλλιστα θα μπορούσε να λέγεται "Dear Solitude", μια ωδή στη μοναξιά, η οποία μπορεί να είναι εξίσου άγρια σε μια αστική πολυκατοικία σε μια μητρόπολη όσο και στα πιο αφιλόξενα νερά του Ινδικού Ωκεανού...