Transcendence
Πιάνο, τσέλο, σαξόφωνο, κρουστά και ντραμς. Του Πάνου Πανότα
Οι 4+1 και το Schema Ensemble υπήρξαν μια άμεση απόπειρα να παραχθεί πειραματική δουλειά που να πηγαίνει πέρα απ' την απλή τροποποίηση δοκιμασμένων τεχνικών. Ήταν τα δύο γκρουπ με τα οποία γνωρίσαμε την Τάνια Γιαννούλη στις αρχές της δεκαετίας και λίγο νωρίτερα. Ωστόσο, είναι φέτος που καλούμαστε να διαχειριστούμε στενότερα την επίμονη επιθυμία για υπέρβαση που 'χαμε ήδη εντοπίσει σ' αυτήν από τότε, κι η οποία καλώς μεταφέρθηκε τώρα και στο ιδρυθέν μόλις το '14 δικό της σχήμα.
Μέσω του "Transcendence", ο ακροατής έρχεται γρήγορα σε επαφή με κλασικούς τόπους της σύγχρονης σύνθεσης. Εξάλλου η μουσική δεν αλλάζει πρόσωπο κάθε λίγα χρόνια με την αυστηρότητα ημερολογίου. Μολοντούτο, το Tania Giannouli Ensemble δεν κινείται γύρω από μονοθεματικό άξονα. Στήνει αντιθέτως έναν ολόκληρο ιστό μουσικής, δεδομένου ότι οι συνισταμένες της αφήγησης εδώ είναι συνισταμένες συμπαιγνίας του κλασικού, όπως όμως το εννοούμε στα πρόσφατα χρόνια, με το μοντέρνο και το αυτοσχεδιαστικό.
Είναι συναρπαστικό το πώς η Γιαννούλη επανενεργοποίησε εν προκειμένω μια σειρά από κάπως παραμελημένους αισθητικούς κώδικες γραφής (δηκτικές ουβερτούρες, κύρια μέρη, μελωδίες, φόρτε κι ένταση, αναδιπλώσεις κ.λπ.), το πώς τους έκανε φρέσκους λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό βιωματικό πλαίσιο που της παρέχει η ζωή στη σημερινή Ελλάδα που ψάχνει ελευθερίες. Ο λόγος της στο "Transcendence" έγινε γεωγραφικά θεατρικός και κινησιακός. Πέρασε στο επόμενο στάδιο.
Δεν θα συνιστούσαμε την τελείως γραμμική επεξήγηση της εν λόγω περίπτωσης δίσκου πάντως. Οι εμπλεκόμενοι μουσικοί ανέπτυξαν πολύ ιδιαίτερα την ικανότητα να επηρεάζουν και να επηρεάζονται καθώς εξελίσσονται οι συνθέσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια σχέση του καθενός με τους υπόλοιπους κυκλικώς συνεργατική, που διευκολύνει και στο να συμβαίνει πολύ επιτυχημένα η συνολική όσμωση που αντιλαμβανόμαστε ακούγοντας το cd.
Συμμετέχουν το τσέλο του Αλέξανδρου Μποτίνη, τα κρουστά του Σόλη Μπαρκή, τα σαξόφωνα του Guido de Flaviis, τα ντραμς του Γιάννη Νοταρά και φυσικά το πιάνο της Τάνιας Γιαννούλη. Το τελευταίο έχει ενορχηστρωθεί προσεκτικά έτσι ώστε να μην υπερβάλλει στο ρόλο του, και τόσο όσο χρειάζεται για να μας ανοίγει πλάνα μέσα σε πλάνα ενός ιδεαλιστικού, παθιασμένου ναΐφ που φτάνει μέχρι τον Claude Debussy, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Giya Katcheli κ.ά. Η παρούσα μουσική αποδεικνύεται εντυπωσιακά ευρύχωρη ιδεών λοιπόν. Αναπτύσσεται δυναμικά και μ' αυτήν ακριβώς την ανάπτυξη, ως ένα καθοριστικό βαθμό, διαμορφώνεται τελικώς κι η ίδια.
Αν και το άλμπουμ ρέει με την λογική ενός θεματικού τέτοιου, κάπως σαν ενιαία σουίτα όπου το κάθε κομμάτι συνεχίζει απ' το προηγούμενό του κι η αφήγηση χτίζεται αθροιστικά ωσότου να ολοκληρωθεί, θα επιστήσουμε κατά την γνώμη μας την απόλυτη προσοχή στα "Faster Than Wear" και "Obsession", που 'ναι σπάνια ευρήματα για την ελληνική δισκογραφία κι αποτελούν κορυφώσεις και ταυτοχρόνως εξάντληση της θεματικής ουσίας του δίσκου. Κατόπιν τοποθετήστε κοντά τους και τα εξαιρετικά "From Foreign Lands", "Mad World" & "Sun Dance".
Η Γιαννούλη είναι ακόμη νέα αλλά ικανότατη κι αρκούντως τολμηρή συνθέτρια. Διατυπώνει προτάσεις με μια αβανγκάρντ ποπ διάθεση παρατήρησης που αποφορτίζει την όποια φαινομενική σοβαρότητα των κλασικών σπουδών της, κι έχοντας τη συνείδηση και την στάση έναντι της μουσικής που ευχόμαστε να είχε ο οποιοσδήποτε στην ηλικία της βρισκόμενος στη θέση της. Μήπως κι ικανοποιηθεί, έστω κι εν μέρει, η δίψα της εποχής για αυθεντικές ταυτότητες και προπάντων για αυθεντικές ιστορίες. Όπως, όπου και για όσο είναι αυτό δυνατό. Must, χωρίς περισσότερα λόγια. Τουλάχιστον...