Wanci
Ακόμα κι αν δεν μπορείς να προφέρεις το όνομά τους, αξίζει να τους ακούσεις. Tου Άρη Καραμπεάζη
Κάποια άλμπουμ περισσότερο από το να αναδεικνύουν τους δημιουργούς τους, πετυχαίνουν να εκθέτουν τους «ανταγωνιστές» τους. Τοποθετείς ας πούμε τα γρατζουνίσματα του Mark Astronaut δίπλα σε ακριβοθώρητες punk και new wave παραγωγές της ίδιας περιόδου και δεν σου μένει καμία αμφιβολία πως για κάθε εφέ της κονσόλας μερικοί υποχρεώνονται να δίνουν σε αντάλλαγμα κάτι από την ψυχή τους. Στα σήμερα πλείστοι όσοι καταπιάνονται με το αδιάθετο προσωπείο της electronica, αναζητώντας να γίνουν μέρος της ασθένειας, μετά βγάζει ο Burial – ας πούμε- ένα και μόνο 12’’ και τους εκθέτει ανεπανόρθωτα, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για να τα σπάσεις είναι το να διαθέτεις νεύρα. Για να μην θεωρηθεί δηλαδή ότι ψυχή στα καθ’ ημάς έχουν μόνο οι φτωχοί και άσημοι.
Το Wanci είναι ένα τέτοιο άλμπουμ και δεν θέλει και πολύ μυαλό για να το καταλάβει κανείς αυτό. Στα πρώτα 20-30 δευτερόλεπτα ο μέσος συνετός άνθρωπος έχει ξεκαθαρίσει ότι αν δεν ασχοληθεί με το τι γίνεται εδώ πέρα και συνεχίζει να επιμένει ότι οι Protomartyr θα σώσουν το post punk και ο Bruce Springsteen το εθνικό σύστημα υγείας των Η.Π.Α., τότε καλύτερα είναι να αποδεχτούν έγκαιρα ότι το merchandise είναι ο στόχος και η μουσική απλώς το όχημα για την επίτευξη του.
Κυκλοφορημένο στη Morphine Records, το label που σε κάποιους αδαείς από εμάς σύστησε τον τεράστιο Charles Cohen που πέθανε πολύ πρόσφατα, εμπεριέχει έξι (συν μία στις ψηφιακές εκδόσεις) από τις συνολικά σαράντα δύο (!!!) συνθέσεις, που φέρεται να έχει ηχογραφήσει το ντουέτο από το Bandug της Ινδονησίας με αυτό το περίεργο όνομα που συνδυάζει την ονομασία της μουσικής της πατρίδας του με κάτι που δεν ξέρω τι είναι (και δεν έψαξα να μάθω). Ράθυμη μεν γραφή, αλλά ενθουσιώδης και με ανταποδοτικό για τον αναγνώστη αποτέλεσμα, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω και ακούγοντας τον δίσκο αντίστοιχα.
Επειδή άλλωστε το πεδίο εκείνο στο οποίο τα πάω χειρότερα από την γεωγραφία είναι αυτό της λαογραφίας, το από που έρχεται, που πηγαίνει, τι καλείται να εκφράσει και να συμβολίσει αυτή η μουσική στο όποιο πνευματιστικό πλαίσιο της μουσικής και θρησκευτικής παράδοσης της Ινδονησίας, αφήνω να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Αυτά τα πράγματα έχουν απλοποιηθεί και ο καθένας έχει το δικαίωμα συμμετοχής στην πληροφορία που τον ενδιαφέρει. Ο όρος minimalist cosmic music from Indonesia, που χρησιμοποιείται στο δελτίο τύπου, είναι πάντως στην εδώ πράξη τόσο επιτυχής όσο ακούγεται.
Από την πλευρά μου θεωρώ ότι έχει απείρως μεγαλύτερο ενδιαφέρον το να επιχειρήσουμε έστω και να οριοθετήσουμε το πως τελικά παρότι τα πράγματα εδώ φέρονται να κινούνται με σεβασμό σε παραδόσεις και τα συνήθως αυστηρά πλαίσια αυτών, εν τούτοις στον ακροατή καταλήγει ένα αποτέλεσμα για το οποίο όροι όπως ‘μοντέρνο’, ‘διαφορετικό’, ‘απελευθερωμένο’, ίσως δε και ‘αποξενωμένο’ από επιρροές άκουσμα φαντάζουν περιοριστικοί, ακόμη και αν χρησιμοποιηθούν σωρευτικά.
ΟΚ, ο οποιοσδήποτε μουσικολόγος με την ειδική γνώση κλπ εκεί έξω θα μας έλεγε (ίσως) ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μουσική που φύσει απέχει τόσο από τα δυτικά, όσο και από τα δυτικότροπα ανατολικά πρότυπα στα οποία είμαστε εθισμένοι, που καλείται να (εξ)υπηρετήσει διαφορετικούς σκοπούς και κανόνες αντίστοιχα, και συνεπώς είναι φυσιολογικό να ακούγεται ακόμη και ως περίπτωση παρθενογένεσης στους «μη μετέχοντες της Ινδονησιακής παιδείας».
Εδώ λοιπόν έρχεται και εναποθέτει το χεράκι της η «κακή εταιρεία» και το «κακό αφεντικό». Ο Rabin Beaini έχει καταφέρει μία παραγωγή που προσιδιάζει στο κατ’ επίφαση άτοπο αποτέλεσμα μίας electronica, η οποία παράγεται από φυσικά (έως πρωτόγονα) όργανα και χωρίς τη συνδρομή μηχανημάτων, πολύ περισσότερο συνθετητών και λοιπών «τυράννων» του είδους. Κάτι σαν μία πρωτόλεια εθνογραφική προσέγγιση του δρόμου προς το υπόκωφο, μονότονο και άτεγκτα μινιμαλιστικό beat, πριν καν αυτό όμως υπάρξει και προσδιοριστεί όχι απλώς ως έννοια, αλλά ακόμη και ως ιδέα. Όχι ακριβώς εκεί που γεννάται δηλαδή, αλλά απροσδιόριστα εκεί που υπάρχει πριν καν γεννηθεί (αρχίσαμε τα μεταφυσικά και στο τέλος παρά φύσει θα το ρίξουμε στις θρησκείες έτσι πως το πάμε, μια χαρά ήμασταν ακούγοντας Radio Birdman μου φαίνεται).
Ασφαλώς και δεν μπορούνε να κρίνουμε το πόσο διαφορετικό, λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέρον, αποτέλεσμα θα είχαμε χωρίς τη συμμετοχή του Beaini σε ρόλο παραγωγού και ενορχηστρωτή, επί του παρόντος όμως είναι σαφές ότι έδρασε ως ένας Λιβανέζος – και μάλλον πολύ περισσότερο συμπαθής- Martin Hannett, που και σε αυτή την περίπτωση ενώ κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι ακριβώς έκανε και τι δεν έκανε, τι τυχόν πρόσθεσε και τι ενδεχόμενα αφαίρεσε, εν τούτοις όλοι καταλήγουμε βέβαιοι ότι με κάποιον παράδοξο τρόπο συμμετείχε καταλυτικά στη δημιουργία και ότι αν τον αφήναμε απέξω το εναρκτήριο Selalu δεν θα ήταν το ινδονησιακό εθιστικό αντίστοιχο του Atrocity Exhibition ας πούμε.
Σχεδόν ντρέπομαι (τι σχεδόν; Ντρέπομαι) που υποχρεώνομαι να χρησιμοποιήσω τον όρο, αλλά το Wanci είναι ένας δίσκος που σε όλη τη διάρκεια του περιέχει αποκλειστικά και μόνο όμορφη μουσική. Ναι, είναι ο χείριστος τρόπος για να περιγράψει κανείς τη μουσική, αλλά τελικά κάποιες φορές ίσως και να μην γίνεται διαφορετικά. Και καθώς η ομορφιά είναι σαφές ότι εκθέτει πρώτα και πάνω από όλα τους γύρω της και τους καλεί σε ανταγωνισμό, έστω και χωρίς την πρόθεση του φορέα της, επιβεβαιώνουμε και όσα λέγαμε παραπάνω. Και πάμε παρακάτω. Δηλαδή στην επερχόμενη κυκλοφορία της Morphine, που κατά πως μας λέει το Αφεντικό (ο άλλος ρε, όχι αυτός που νομίζετε) θα είναι θρησκευτική μουσική από τη Βραζιλία.
Σκούρα τα πράγματα για όσους κάποτε είχαμε αποφασίσει να ακούμε μουσική που θα ηχογραφείται αποκλειστικά και μόνο στο δυτικό κομμάτι του Manchester.