MARWA EP
Λίβερπουλ-Τεχεράνη, ένα EP δρόμος, το οποίο έχει σφύζουσες μουσικές και λόγια σταράτα και... φαρσί. Πέρα από δυτικές ματιές οριενταλιστικού εξωτισμού... Του Χάρη Συμβουλίδη
Δεν μας περνάει καν από το μυαλό όταν λέμε την έκφραση «τα μιλάει φαρσί», ωστόσο η λέξη που χρησιμοποιούμε ως συνώνυμο του «άπταιστα» είναι ευθεία αναφορά στην περσική γλώσσα, η οποία στον τόπο της αποκαλείται φαρσί. Το δάνειο αντανακλά βέβαια μια εποχή προ πολλού περασμένη (και σημαντικά διαφορετική, συγκριτικά με το μοντέρνο Ιράν), στην οποία τα περσικά θεωρούνταν κάτι σαν τα γαλλικά –μια γλώσσα δηλαδή συνδεδεμένη με την παιδεία και τον πολιτισμό.
Ως τέκνο του Ιράν, ο Tardast αισθάνεται πιο άνετα να ραπάρει στα φαρσί, παρότι εδώ και κάποια χρόνια ζει στο Λίβερπουλ, έχοντας πάρει ήδη από την εφηβεία τον δρόμο της προσφυγιάς: προφανώς, η μητρική γλώσσα προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια έκφρασης και εμβάθυνσης όσον αφορά το περιεχόμενο των στίχων, αλλά και τον ρόλο του MC· πιστοποιώντας μια εικόνα λαϊκής αμεσότητας που συνοδεύει τη χιπ χοπ κουλτούρα και σε πολλές ακόμα χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας). Άλλωστε κανείς δεν εγγυάται ότι θα είχε ευρύτερη απήχηση αν μιλούσε αγγλικά. Ίσα-ίσα, είναι τα φαρσί που του έχουν φέρει μια μικρή δημοσιότητα στο βρετανικό underground, ωθώντας ορισμένους να μιλάνε για ένα καινούριο «farsi grime» στυλ.
Αν και είμαι καχύποπτος με τέτοιες ετικέτες, το EP MARWA (Οιωνός) προβάλλει πράγματι τον Tardast ως αιχμή στο δόρυ μιας μικροσκηνής εκεί στο Λίβερπουλ, η οποία δείχνει να έχει κοινές μουσικές ανησυχίες, εκφράζεται ήδη από το 2016 με όρους κολεκτίβας (βλέπε το ΕΡ Tike Tike) και περιλαμβάνει κι άλλους Ιρανούς πρόσφυγες, σαν π.χ. τον Gomnam ή τον Farhood. Αυτό, βέβαια, μπορεί σε έναν βαθμό να συμβαίνει επειδή η Δύση εξακολουθεί να σαγηνεύεται από μια εξωτική (μουσουλμανική) Ανατολή, με τον ίδιο τρόπο που τη γοήτευαν κάποτε οι οδαλίσκες και τα μαυριτανικά λουτρά. Ακόμα πάντως κι αν πρωτοσταθείς στον Tardast για τέτοιους λόγους, θα συνειδητοποιήσεις σύντομα ότι δεν πρόκειται για εξωτικό φρούτο.
Τα ψυγεία των σούπερ μάρκετ Tesco, οι πολιτικές κουβέντες στα βρετανικά ταξί και η πίεση των καπιταλιστικών ονείρων στους οικονομικά ασθενέστερους στροβιλίζονται με νύξεις για το τι γίνεται στη Συρία, με την εντυπωμένη στη μνήμη μορφή του αγιατολλάχ Χομεϊνί, με την καταπίεση της νεότητας στο θεοκρατικό Ιράν. Το σημερινό Λίβερπουλ συνδέεται με την Τεχεράνη της δεκαετίας του 1990 και φωτίζει τον πυκνό, υπαρξιακό λόγο ενός στριμωγμένου μα ανήσυχου πνεύματος, για το οποίο το ραπ συνιστά «φάρμακο επιβίωσης». Κάποιες λέξεις δεν γίνεται βέβαια να μεταφραστούν δίχως περιφράσεις –που σπάνε άχαρα τη ροή της αφήγησης– πάντως οι αγγλικές αποδόσεις στο βιβλιαράκι 56 σελίδων που συνοδεύει τη CD έκδοση φέρνουν στο προσκήνιο μια ενδιαφέρουσα στιχουργική.
Αλλά το καταπληκτικό με τον Tardast είναι ότι η υπόθεση MARWA δεν εδράζεται στο χιπ χοπ. Το τελευταίο, δηλαδή, δεν είναι παρά πρόσοψη σε ένα φανταστικό εργαστήρι ήχων, όπου –υπό την επιμέλεια των παραγωγών Leo, Gomnam & Ling– το βρετανικό grime συναντά το αμερικάνικο drill, ενόσω παρεμβάλλονται ηλεκτρονικά, ακόμα και μερικά στοιχεία (αραιωμένου) trap. Τα ελλειπτικά σχήματα αυτής της μουσικής σφύζουν από ζωή και άποψη και, ενωμένα με τον απόηχο των φαρσί λέξεων και με την αγωνία με την οποία τις εντυπώνει η καθαρή άρθρωση του Tardast, προσφέρουν ιδιαίτερη καλλιτεχνική βαρύτητα σε στιγμές σαν το "Ritalin", το "Goriz" ή το "Binawa".
Ως ΕΡ, βέβαια, το MARWA υπολείπεται της ολοκλήρωσης ενός πλήρους άλμπουμ, ενώ, ακόμα και στη δεδομένα μικρή διάρκεια, αρχίζει να χάνει τον βηματισμό του σε περιπτώσεις σαν το "Mardom" ή το "False No", όπου υπάρχει και μια μάλλον αχρείαστη συμμετοχή του Rugz σε αγγλικό στίχο. Αφήνεται έτσι η εντύπωση ότι ο Tardast μπορεί να φτάσει σε κάτι ακόμα πιο ραφιναρισμένο, αφού τα εκφραστικά του μέσα έχουν αρκετά περιθώρια περαιτέρω εξέλιξης.
Έχει πάντως μια πραγματική αύρα φρεσκάδας το MARWA. Κι ας είναι βέβαιο ότι θα απουσιάσει από διάφορες λίστες «της χρονιάς», όπου νεαροί αναβιωτές ήχων από τρεις και τέσσερις δεκαετίες πριν θα υποκριθούν τους «φρέσκους», αναλόγως με το πού κλίνουν οι συμπάθειες των γραφιάδων που θα δώσουν το σχετικό χρίσμα. Η μουσική συνεχίζει πάντως την πορεία της, όσο η κριτική αυτοκτονεί· και οι πιο ενημερωμένοι φίλοι της έχουν από καιρό υποψιαστεί ότι καμία αλήθεια περί εποχής και τάσεων δεν κρύβεται σε λίστες φτιαγμένες από ανθρώπους που απλά διαλέγουν 20 δίσκους σε ετήσια βάση από τα ένα-δύο (συχνά ενάμιση) είδη τα οποία ακούν.