Ένα κείμενο, μην πούμε το κάθε κείμενο, για τον Τάσο Παπαστάμου δεν γίνεται να μην αναφέρει την επί σχεδόν μιάμιση δεκαετία παρουσία του ως το ηλεκτρικό βιολί των Closer και τουλάχιστον τις συνεργασίες του με τους Αλκίνοο Ιωαννίδη και Κρίστη Στασινοπούλου, αφήνοντας τις συμμετοχές του σε δίσκους άλλων σε όσους αντέχουν το επιπλέον ψάξιμο.
Ωστόσο, μετά το '07 η συνέχεια διαγράφηκε διαφοροποιημένη. "Ο καιρός είναι αυτός που στην καλύτερη περίπτωση μας αλλάζει και στη χειρότερη μας σκοτώνει" είχε γράψει ο Γιάννης Ευσταθιάδης. Ο Tasman λοιπόν αποτέλεσε την εφεύρεση του Παπαστάμου όταν έκανε το βήμα του προς έναν πιο προσωπικό δρόμο. Και ταυτόχρονα μετατράπηκε στο μέσο για να ξανακουρδίσει την σχέση του με τη μουσική αισθητική όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το '00 αλλά και να ψαχουλέψει τυχόν απολεσμένες δυνατότητες κι ελευθερίες, κάτι που ομολογουμένως δεν είναι ασυνήθιστο σε όψιμα σόλο πρότζεκτ σαν και το παρόν.
Τόσο το ντεμπούτο "Solace" του '09 όσο και το νέο άλμπουμ "Ambivert" δείχνουν τη λιτή σχέση αιτίου αποτελέσματος με βάση τις παραπάνω σκέψεις, εντούτοις όχι και την αυστηρή λογική περί πολλαπλότητας. Ως μέρος της συναλλαγής μας, μοιάζουν ωραίοι όταν ταιριάζουν έτσι ελεύθερα οι όροι ψυχολογίας στις κριτικές δίσκων. Παρότι η σπουδαιότητα κι η αξία ενός συνθέτη στα 40 του δεν μετριόνται υποχρεωτικά από την έκταση που του έχει αφιερωθεί μέχρι σήμερα, αυτές καθίστανται σημαντικές μόνον όταν ξεπεράσουν τα όρια της ατομικής εμπειρίας του δημιουργού τους και γίνουν εμπειρία γενική.
Βέβαια, η άνωθεν τραβηγμένη θεωρία καλά θα ήταν να έχει κι αιχμές, λ.χ. μερικά τραγούδια ισχύος που να αντέχουν, θυμηθείτε εδώ το παλιότερο "Living A Lie". Διότι αν και το "Ambivert" ως δίσκος μάς βάζει όντως μέσα σε μια συναισθηματική συνέχεια που επιτρέπει να περνάμε βαθμιαία και με άνεση από το ένα κομμάτι του στο άλλο, μα κι από υφολογικές ταμπέλες που περιλαμβάνουν το άκακο πρόσφατης έκφρασης post-rock, τα ηλεκτρονικά και την ευκόλως αναγνώσιμη alternative pop, αυτό δεν σημαίνει τίποτε αφού συχνά υπόσχεται περισσότερα από ό,τι στην πράξη προσφέρει.
Το όποιο ημιτελές του δηλαδή προέρχεται απ' το γεγονός ότι στα μόλις 35 λεπτά του δείχνει κάποιες φορές να βασίζεται για να εκφράσει την πολυπόθητη φυγόκεντρο εξωστρέφειας σε αστραφτερά, και λίγο αντιφατικά, επινοήματα. Δεν είναι μεμπτό από μόνο του τούτο, τουναντίον, όμως εξαιτίας του έχουμε -μη αποφεύγοντας να γράψουμε τις δυσάρεστες λέξεις- μια new age επανάληψη στη θεματολογία του cd.
Ας συνοψίσουμε. Ο Tasman επανέρχεται ενάντια στην περίφημη δυσκολία του δεύτερου δίσκου περίπου έξι χρόνια μετά το πρώτο του άλμπουμ μ' ένα καινούργιο παραπλήσιας δομής (ορχηστρικά και τραγούδια, μισά-μισά) αλλά κι υποδεέστερης αποτίμησης. Εξέλιξη που σε περιπτώσεις σαν και τη δική του είναι πάντοτε πιθανή, όπως διαπιστώνουμε τώρα είναι και πραγματική. Επομένως, θα ακουστεί κάπως διασταλτικό το να τονίσουμε με έμφαση το προκείμενο αποτέλεσμα, ιδίως πέρα απ' τη γραμμή του απλού ημερολογιακού απολογισμού μιας προπάντων προσωπικής επιδίωξης. Συμπέρασμα συμβιβαστικό, τελικώς, απ' όπου κι αν το δει κανείς, είτε ως ακροατής είτε όχι ως τέτοιος.