Δηλωτικός κάποτε στα ξεκινήματα των κειμένων του ο Hermann Hesse, υποψιάζομαι ότι με θέμα τις πνευμονικές ασθένειες των εγχώριων eighties θα σκεφτόταν ξανά να αρχίσει με το ήδη χρησιμοποιημένο δύο φορές από μένα "Εν αρχή ην ο μύθος". Που ευστόχως ενέχει κι υπονοεί πως σε κάποιο κατοπινό χρόνο ο όποιος "μύθος" παύει να υπάρχει. Και ποια πιο σαφής απόσταση από δυόμισι δεκαετίες. Εξάλλου, το γερμανό συγγραφέα με τα λυκειακά μου χρόνια τον έχω συνδέσει που ...στα 80s ήταν, κι αυτό δεν υπάρχει τώρα τρόπος ν' αλλάξει.
Ήρθαν κι οι αναβιώσεις, μπήκε γυαλιστερή η ταμπέλα πάνω-πάνω σ' όλη τη δεκαετία του '80 κι όσο περνούσαν τα χρόνια ανήλθαν σε αξία κι οι αλλοτινοί μέτριοι. Με αυτό ως δεδομένο, τα μισά γκρουπ της τότε ημεδαπής είναι σήμερα υπερεκτιμημένα. Άλλο ένα τέταρτο έγραψε ένα-δύο κλασικά τραγούδια που στάθηκαν αρκετά για να έχουν τη θεσούλα τους στις βήτα του καταστρώματος του μουσικού πλοίου κι η συζήτηση συνεχίζεται με υποθέσεις κι αστειάκια.
Τότε, όμως, όλα τα συγκροτήματα είχαν στην ατζέντα τους κάτι άκρως σημαντικό όπως διαπιστώνω περισσότερο από ποτέ άλλοτε: το ξεδιάλεγμα. Τα δύο καλύτερα τραγούδια τους για ένα single, τα τέσσερα για ένα extended, τα δέκα για ένα full album. Που όλα τους είχαν ωριμάσει μέσα από δύσκολες παραστάσεις, λάιβ και πρόβες με τα στοιχειώδη. Σήμερα, για να πλησιάσουμε και στο προκείμενο που ακόμα περιμένει, το ξεδιάλεγμα έχει καταργηθεί ως φάση. Δεν υπάρχει πια ούτε καν στα πίσω ανήλιαγα του μυαλού των νέων μουσικών, παραγωγών, μάνατζερ, υπευθύνων εταιρειών, ολόκληρο ένα βαγόνι του σύγχρονου ελληνικού τρένου, δηλαδή, και ως εκ τούτου ούτε στη λογική, μα ούτε και στη συμπεριφορά. Να ένα κακό με βαρύ, σκιώδες νόημα για την ώρα τούτη.
Οι Techsoir παίζουν αδιαπραγμάτευτα μουσική της δεκαετίας του ογδόντα. Με το που ακούς τους πρώτους φθόγγους σε οποιοδήποτε τραγούδι τους είναι σαν να είσαι στο "πάτα" στη χρονομηχανή που σε πάει κατευθείαν στην εποχή ενδιαφέροντος. Ίσα που το κενό ανάμεσα στα τρακ σε συνεφέρνει λιγάκι και ξανά στο ίδιο τριπ. Η παραγωγή, οι ενορχηστρώσεις, η μίξη των οργάνων, το στιλ ερμηνείας, το έξτρα επιτηδευμένο χρώμα της τελευταίας, η συνολική ατμόσφαιρα ακόμη και το προβοκατόρικο στιχουργικό περιεχόμενο με τα σεξουαλικά υπονοούμενα, όλα είναι eighties εδώ. Θα μου πείτε γιατί το λες έτσι, είναι μομφή; Όχι ασφαλώς. Μομφή είναι που ξεκινώντας ως συγκρότημα στη Θεσσαλονίκη μόλις το 2002, αγνοούν κι αυτοί τη σημασία του ξεδιαλέγματος. Στο "Dark Room" συγκεντρώθηκαν 14 τραγούδια, μέτρια στην πλειοψηφία τους και ούτε αυτό ήταν αρκετό, μπήκαν και δύο ριμίξ στο τέλος, αμφότερα κάτω της βάσης, για να φτάσει η συνολική διάρκειά του στα 68'. Διπλό άλμπουμ στα eighties ντόπια μπάντα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κυκλοφορήσει. Κι αυτό είναι το αξεπέραστο μειονέκτημα του παρόντος: οι Techsoir επιλέγουν να παίξουν μουσική των eighties με την αυταρέσκεια των zeros και χωρίς να έχουν τα δυνατά τραγούδια.
Αναλογίζομαι πως εδώ υπήρχαν και υπάρχουν τα παραδοσιακά σημεία για εκείνο το εισιτηριάκι που λέγαμε στην αρχή, κι ας άλλαξαν τόσο οι εποχές ώστε να εγκυμονούν ένα κρακ απ' το υπέρβαρο: το "Sweet Harmony Face" είναι πραγματικά πολύ καλό τραγούδι, μελωδικό, με μια δική του χροιά και πλούσια ποπ εσωτερικότητα. Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να γίνει το ίδιο μια χαρισματική συνθετική δεξαμενή. Αναδεικνύεται σε βασικότερο προσόν του δε, η βαθιά του μετριοπάθεια, που βάζει τις ισορροπίες και εντέλει δείχνει ό,τι θετικό έχει μέσα του. Γιατί όλα τα καλά τραγούδια έχουν κρυφές πτυχές, η εμπειρία έχει κατασταλάξει.
Όπως στα συν απαιτείται να βάλουμε και το πρωτότυπο artwork γιατί κι αυτό ως κόνσεπτ μας βαραίνει πια που όλο λείπει με το downloading σε παρατεταμένη έξαρση... Όμως όταν αρχίζεις να ψάχνεις τη σπουδαιότητα σε λεπτομέρειες συνοδευτικές της μουσικής κι όχι στην ίδια, κάτι πάει πολύ στραβά με αυτό που λες ότι ασχολείσαι, και καλύτερα να το αλλάξεις...