Cheap Poetry
Παρέχει γέφυρες προσβασιμότητας, όσο και ερείσματα χορευτικής ικανοποίησης. Του Άρη Καραμπεάζη
Κάποτε θυμάμαι (και κάπως έτσι ξεκινάνε τα γηρατειά) ως ακροατές, αναγνώστες, κριτές κριτικών και εν γένει αγχωμένοι να μπούμε και εμείς στη φάση, τσαμπουκαλευόμασταν όποτε διαβάζαμε τη φράση "για ελληνικό καλό είναι" και απαιτούσαμε ανάλυση επί ίσοις όροις με τους τύπους που ηχογραφούν στο Λονδίνο, το Ουισκόνσιν ή τη Βόρεια Ντακότα. Παρότι η ένσταση μας εύλογα πήγαζε κύρια από το ότι με την δικαιολογία του "για ελληνικό καλό είναι" είχαμε οδηγηθεί στο να αγοράσουμε πλείστες όσες σαχλαμάρες, εν τούτοις δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εν λόγω στάση - θέση είχε και ένα δίκιο με το μέρος της. Όταν δηλαδή σου λένε τα συγκροτήματα ότι στο στούντιο ο ηχολήπτης επέμενε να τους γράφει σε αυτή την ένταση και υπό τις τάδε συνθήκες, καθότι "αυτό ζητάει και ο Μητροπάνος και δεν ξέρει αυτός και ξέρετε εσείς;", τότε όσο και να κυλάει η φλέβα του ροκ ή του ντεθ πανκ μέσα σου, τότε το αποτέλεσμα όντως "για ελληνικό καλό θα είναι" και πάμε παρακάτω.
Τα χρόνια περάσανε, ο Μητροπάνος πέθανε (ζήτω ο Μητροπάνος), το ελληνικό ροκ ακούγεται πλέον σαν αυτό από το Ουισκόνσιν (δηλαδή βαρετό) και παραμένει ερωτηματικό το αν πρέπει τελικά να συνεχίσει να μας απασχολεί το ζήτημα της εντοπιότητας ή όχι. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν (λέμε τώρα) καθώς άκουγα για πολλοστή φορά (ισχύει) το ντεμπούτο LP των Tendts και καθότι τα παιδιά που το ηχογράφησαν είναι όντως από τη Θεσσαλονίκη, όπως κι εγώ δηλαδή.
Η αισθητική του δίσκου, η στόχευση προς την συναισθηματική αποφόρτιση, που χαρακτηρίζει κάθε επόμενο τραγούδι, τη στιγμή που αποφασίζει να αποσυρθεί πριν ακριβώς κορυφωθεί, και η απομόνωση ακόμη και από το πιο καλά ψαγμένο υπόγειο μουσικό δρώμενο του παρελθόντος της πόλης, είναι το πρώτο πράγμα που μου κόλλησε στο μυαλό. Θεώρησα (ίσως και άδικα) ότι η τελευταία φορά που είχα διαισθανθεί κάτι ανάλογο με εντόπια κυκλοφορία ήταν το The First LP των Decades στην Poeta Negra, για τους οποίους δεν υπήρξε κάποια συνέχεια, παρά την θριαμβική τότε πρώτη παρουσία. Δεδομένου ότι δε ζω πια στη Θεσσαλονίκη, θα με βόλευε αν τα δύο αδέρφια που συνιστούν τους Tendts, κινούνταν ηλικιακά γύρω στα 18 με 20, ώστε να καταλήξω εύλογα στο γιατί και πως δεν μπορώ να τους συνδυάσω με ό,τι άλλο γνωρίζω και δε γνωρίζω για τη Θεσσαλονίκη εδώ και αρκετά χρόνια. Το ότι είναι ακριβώς 10 χρόνια μεγαλύτεροι από τις παραπάνω ηλικίες (δηλαδή με το ζόρι μας χωρίζει μια δεκαετία) μου χαλάει το συνειρμό και δεν με αφήνει να κλείσω πρόωρα το review γράφοντας το περιβόητο "για θεσσαλονικιώτικο καλό είναι.
Το Cheap Poetry παρά το ψευδεπίγραφο του τίτλου του, ξεπερνάει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια τον πρώτο και σημαντικότερο σκόπελο της κάθε intelligent electronica κυκλοφορίας, που είναι ακριβώς η ικανότητα της να ακούγεται ενδιαφέρουσα ακόμη και αν είναι προϊόν φθηνής έμπνευσης, βοηθούμενη από την τεχνολογία, το αορίστως σαφές της μελαγχολίας της υπερχρήσης της και την a priori έγκριτη φύση του είδους. Δίσκοι που σκονίζονται στα ράφια για χρόνια, επιβεβαιώνουν του λόγου μου το αληθές.
Σε δέκα συνθέσεις που ξεπερνούν κατά 3 λεπτά το ψυχολογικό όριο των τριάντα λεπτών, οι Tendts όχι μόνο σκιαγραφούν πειστικά, αλλά και τελικά ολοκληρώνουν κάθε μελωδική φράση και κάθε ρυθμική κατάθεση τους, σε μήκος και πλάτος, που παρότι αποφεύγει το ελλιπές, εν τούτοις με σύνεση απομακρύνεται από το διηνεκές. Στο τέλος της ακρόασης η μουσική τους δεν παραμένει ένα απροσπέλαστο ζητούμενο (όπως αρκετές φορές εκείνη του βασικού ονόματος αναφοράς εδώ πέρα, των Boards Of Canada δηλαδή κατά την προσωπική μου άποψη, και όχι τυχόν του Four Tet), αλλά παρέχει τόσο γέφυρες προσβασιμότητας, όσο και ερείσματα χορευτικής ικανοποίησης, που όσο intelligent και αν αισθάνεται κανείς, θα πρέπει να αποτελεί έστω και ένα μερικό ζητούμενο. Διότι όταν αναφέρεσαι στους BoC, θα πρέπει πρώτα από όλα να έχεις υπόψη σου ότι η πολυδαίδαλη ιδιοφυία τους είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να αφήσεις στην άκρη, για να επωφεληθείς από το άγγιγμα τους. Και αυτό συμβαίνει όντως εδώ.
Το αν και πως χωράνε όλα αυτά στην όποια μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης, ίσως τελικά να μην έχει και τόση σημασία. Είναι όμως σημαντικό να μην απεξαρτήσουμε τη μουσική, τους δημιουργούς της και το τελικό συναισθηματικό της νόημα, από τον τόπο καταγωγής και δημιουργίας, μήπως και καταλήξουμε κάποτε σε συμπέρασμα περί του αν οι πόλεις δημιουργούν τις μουσικές παραδόσεις ή το αντίστροφο. Όταν σε 25-30 χρόνια θα μας απασχολεί η αναθεώρηση αυτού του μουσικού παρελθόντος, όπως γίνεται σήμερα με το περιβόητο punk των 80s, ας θυμόμαστε ότι κάθε ουσιαστική μουσική πριν συνταράξει τον περίγυρο της (και αν συμβεί αυτό) οφείλει να συνταράξει πρώτα τους δημιουργούς της. Το Cheap Poetry, μετατρέποντας ως μέσο ακόμη και την εύστοχα σύντομη και περιεκτική χρονική του διάρκεια, πείθει ότι οι δημιουργοί του δεν έμειναν συναισθηματικά ανεπηρέαστοι από τη διαδικασία που προηγήθηκε της κυκλοφορίας του. Συνεπώς δεν θα μείνουν και όσοι το ακούσουν επιμελώς.
Πρόκειται, αυτή τη φορά, για την δεύτερη κυκλοφορία της ομοίως Θεσσαλονικιώτικης Fair Weather Friends Records, σε 300 βινύλια ικανών γραμμαρίων και πάλι, που αν μη τι άλλο συνεχίζει να "σπάει" με πειστικό τρόπο την ροκ παράδοση της πόλης, κινούμενη πάντα με έναν ιδιόμορφο τρόπο εντός των γεωγραφικών της ορίων.