Cape Dory
Στο σύμπαν των blogs τα πάντα κρίνονται υπό συνθήκες απόλυτου παροξυσμού. Οι ταχύτητες με τις οποίες διαδίδονται τα bytes κι οι πληροφορίες που φέρουν, συχνά αποπροσανατολίζουν και σε πολλές εκ των περιπτώσεων επιβάλλουν με συνοπτικές διαδικασίες τους επερχόμενους εξέχοντες μουσικούς. Εν μέσω τέτοιων καταστάσεων και δεδομένων, το ντουέτο των Tennis ενδέχεται να χαιρετιστεί ως ένα απ' τα επικρατέστερα indie πουλέν της νέας χρονιάς, με πάμπολλες προηγηθείσες διαδικτυακές αναφορές του ονόματός του και μεγάλη παγκόσμια περιοδεία σε εξέλιξη. Σημειωτέον: πριν καν ρίχτει στο δισκογραφικό στίβο με πλήρης διάρκειας άλμπουμ. Σαν να αχνοφαίνεται ήδη το απέραντο μειδίαμα των ανθρώπων που "τρέχουν" την ετικέτα της Fat Possum, οι οποίοι και έσπευσαν να τους εντάξουν στο δυναμικό τους.
To τραγούδι "Marathon" μέσα απ' την παρθενική τους κυκλοφορία, το ομότιτλο διπλής όψης 7", εξασφάλισε τα πρώτα πολυπόθητα credits και έκανε αίσθηση κυρίως στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ως ενδεικτική του ηχητικού προφίλ του γκρουπ απ' το Ντένβερ, η εν λόγω σύνθεση που αποτελεί και την αιχμή του δόρατος στο παρόν ντεμπούτο τους, μας αποκαλύπτει την προσκόλλησή τους στην ηλιόλουστη surf pop κληρονομιά της χώρας τους. Όπερ και σημαίνει, άφθονο sing along με τη μορφή "ouh, ouh, ouh", ανεμελιά στην εκφορά των λέξεων, γάργαρες μελωδικές γραμμές και ρυθμός για ξέγνοιαστα χορευτική εκτόνωση. Η έναρξη με το "Take Me Somewhere" θα σας δώσει τις απαραίτητες διευκρινήσεις.
Στην διάταξη του Cape Dory τα πάντα είναι εκπεφρασμένα με μια retro λαλιά. Σε όποιο πλαίσιο κι αν τοποθετήσεις την ερμηνεία σε κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο, ντραμς και φωνητικά, συνειδητοποιείς είτε ευθέως είτε μέσω του υποσυνείδητου ότι απ' το εικονοστάσι των Tennis γνέφουν ευδιάθετα και χαμογελαστά, τα γυναικεία σχήματα που χρωστούν τα μέγιστα στην προωθητική δύναμη του Phil Spector, όπως κι οι φιγούρες των πρωτεργατών Beach Boys και Jan & Dean. Η φροντίδα της παραγωγής αντανακλά χαμηλή πιστότητα (lo-fi), γεγονός που δεν προέκυψε από επιλογή, αλλά εξαιτίας των πενιχρών μέσων ηχογράφησης. Ως εκ τούτου, δεν θα ανακαλύψετε fuzz που να τραχύνει τις μελωδίες. Θα έλεγα ότι εκείνες ξεπροβάλλουν επιμελημένα λείες.
Η μετάβαση απ' το ένα track στο επόμενο ισούται με την μεταφορά από ένα οικείο περιβάλλον σε ένα εξίσου χαρτογραφημένο τοπίο για το σχήμα. Δροσερές αρμονίες περνούν απ' το "Seafarer" στο "Baltimore" κι από κει στο outro του "Water Birds", καθώς η εφαρμογή των ιδεών σε συνθετικό επίπεδο, λαμβάνει χώρα πότε σε ταχύτερες ρυθμικά ηχοδομές ("South Carolina") και πότε σε αργόσυρτες μπαλάντες ("Bimini Bay"). Το αρνητικό της υπόθεσης, κι αυτό που δεν θα δώσει το έναυσμα για αναφωνήματα έκπληξης, αποτελεί ενίοτε η αναχρονιστική προσέγγιση και σε ευρεία κλίμακα η έλλειψη του κατιτίς που θα στοιχειοθετούσε ένα ηχογράφημα με διάρκεια στο χρόνο. Το ζεύγος και στη ζωή, Patrick Riley (κιθάρα) - Alaina Moore (φωνή, keyboards), έφτιαξε ένα δίσκο που προσφέρεται για αρκετές ώρες χαλάρωσης, εντούτοις δεν εγγυάται καμία μα καμία περεταίρω ανάμιξη στη ζωή σας, πόσω μάλλον να την στιγματίσει σε βάθος χρόνου.