Η συζήτηση για την ελληνική μουσική, τι είναι και τι δεν είναι, πού αρχίζει και ως πού μπορεί να φτάσει, και άλλα τέτοια αγωνιώδη ερωτήματα πατριδογνωσίας, τραβάει πολύ και σε μάκρος και σε βάθος. Ένα στοιχείο της είναι διαχρονικά σταθερό: οτιδήποτε προερχόταν από τη δύση, θεωρούνταν ανέκαθεν και, πολύ συχνά, θεωρείται ακόμη ύποπτο. Από το βιολί στα δημοτικά τραγούδια και το ελαφρό προπολεμικό τραγούδι ως τη τζαζ και το ροκ. Στο όνομα της εθνικής καθαρότητας στη μουσική έγιναν εγκλήματα εναντίον της, και εδώ και δεκαετίες υποβόσκει ένας ψυχρός πόλεμος. Θα προσπαθήσω να ερευνήσω, με τα λίγα που ξέρω, το θεωρητικό υπόβαθρο της κόντρας.
Η διαρκής πάλη ανάμεσα στο Ανατολικό και στο Δυτικό στοιχείο είναι ένα γνώρισμα που χαρακτηρίζει την ελληνική ψυχοσύνθεση αλλά και την ελληνική κοινωνία εδώ και αιώνες. Τα τελευταία χρόνια η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει ανατολικά, μια που οι κύριοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης είναι κάποιοι δημοσιογράφοι, πολιτικοί και «διανοούμενοι» που κατατρύχονται από την ιδέα της «καθ' ημάς ανατολής» και προβάλλουν οπισθοδρομικά ανατολίτικα πρότυπα λοιδορώντας οτιδήποτε δυτικό. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι όλοι αυτοί ξεκίνησαν με αγαθό σκοπό να σώσουν την ιδιοσυστασία του ελληνικού πολιτισμού από την επιθετική αμερικάνικη κουλτούρα (και υποκουλτούρα) που προέκυψε μεταπολεμικά, με τις απίστευτες ακρότητες στις οποίες έχουν φτάσει έγιναν -πέρα από γελοίοι- και υπονομευτές της ιδιαιτερότητας του ελληνικού πνεύματος. Γιατί είναι, εξίσου με τον άκριτο μιμητισμό αμερικάνικων ή ευρωπαϊκών προτύπων ζωής (λάιφστάιλ!), αποποίηση του χαρακτήρα μας η άρνηση της δυτικής του συνιστώσας και ο τονισμός της ανατολικής.
Όπως γινόταν πάντα, έτσι και τώρα την απάντηση σε παρόμοια αδιέξοδα δίνουν κάποιοι φωτισμένοι καλλιτέχνες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Η μουσική, και κατ' επέκταση πολιτιστική του πρόταση είναι το επόμενο βήμα στη δημιουργική σύνθεση μουσικών ιδιωμάτων φαινομενικά ασυμβίβαστων, μετά το βαλκανικό ροκ του Σαββόπουλου στα 70s, το μικτό και νόμιμο χαρμάνι του Νίκου Παπάζογλου στα 80s και την εκρηκτική κλαρινοjazz fusion των Mode Plagal στα 90s. Και πιστεύω ότι είναι δημιουργική εξέλιξη, γιατί προχωράει στον πυρήνα, στην ουσία κάθε μουσικής που ενσωματώνει και βγάζει κάτι εντελώς πρωτότυπο και καινούργιο.
Η μουσική του Παπακωνσταντίνου δεν ήταν πάντα έτσι. Στην αρχή ήταν ένας αξιοπρεπής τραγουδοποιός με επιρροές στο δημοτικό και στο λαϊκό τραγούδι, και η ιδιαιτερότητά του εξαντλούνταν στη γοητευτικά φάλτσα φωνή του και στον ιδιόμορφο μισολαϊκό - μισοδιανοουμενίστικο στίχο του. Η δημιουργική έκρηξη που αναφέρω στην παραπάνω παράγραφο ήρθε μετά από τη συνεργασία του με το Μπάμπη Παπαδόπουλο που ήταν ένας από τους πιο κατάλληλους μουσικούς για να τον μυήσει στη ροκ νοοτροπία και στάση απέναντι στο υλικό του. Ακούγοντας το "Όταν Χαράζει" από το "Βραχνό Προφήτη", αυτή η βαθμιαία μεταστροφή φαίνεται με τον καλύτερο τρόπο, σχεδόν χειροπιαστά. Ο "Βραχνός Προφήτης", ο προηγούμενος δίσκος του, ήταν μια αποκάλυψη. Εδώ, με την προσθήκη και άλλων μουσικών από «απέναντι» κάνει ένα βήμα παραπάνω. Θα επιμείνω στο ρόλο των μουσικών, γιατί παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, μια που τους δόθηκε απεριόριστη εκφραστική ελευθερία. Η αξία της "Αγρύπνιας" που την ξεχωρίζει μέσα στην ελληνική δισκογραφία, βρίσκεται στη μουσική, όσο και να αδικεί αυτή η διαπίστωση τους ουσιαστικούς, λογοτεχνικούς και ενίοτε κρυπτογραφικούς στίχους του Παπακωνσταντίνου και το λιτό και παλλόμενο τραγούδισμα του ίδιου, του Σωκράτη Μάλαμα και του Νίκου Παπάζογλου.
Highlights υπάρχουν πολλά. Το ομότιτλο που ανοίγει το δίσκο βάζοντας τον ακροατή στην ατμόσφαιρά του είναι μια εσωστρεφής, ανατριχιαστική στην ωμότητά της, ακουστική μπαλάντα με samples από τα βραχέα (άραβας εκφωνητής και ένας επίσης άραβας τραγουδιστής) σε αντίστιξη, το πινγκ πονγκ ανάμεσα σε ανατολή και δύση που λέγαμε. Τα τρία «έντεχνα» είναι απλά υπόδειγμα μεστής τραγουδοποιοίας. Τα οργανικά είναι αριστουργήματα. Ένα ατμοσφαιρικό παραμύθι χωρίς λόγια ("Σ' αφήνω γεια") με πνευστά, έγχορδα και ηλεκτρικά όργανα σε σκυταλοδρομία, ένα ιδεατό soundtrack για road movie που περιμένει σκηνοθέτη, ηχογραφημένο live στο studio παρακαλώ ("Ενύπνιο"), ένα τσιφτετέλι που εκτροχιάζεται, όπου η Μπάντα της Φλώρινας μεταλάσσεται σε Ornette Coleman ("Δρομέας", και όχι, δε συμμετέχει κανένας από τους δύο προαναφερθέντες) και ένα απολαυστικά διονυσιακό "Liquid". Οι δύο διασκευές παλιότερων τραγουδιών του συνθέτη ("Άγια Νοσταλγία" και "Άστρο του Πρωινού") έχουν αξία πρωτότυπων, γιατί με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές σε δημιουργική έξαρση παίρνουν άλλη διάσταση από τις αρχικές εκδοχές τους. H "Άγια Νοσταλγία" γίνεται ροκ διαμάντι και το "Άστρο του Πρωινού" κλείνει (σχεδόν) το δίσκο ιδεατά σαν jazz-blues μπαλάντα. Και το "Rua da Bella Vista" είναι μια μεταφορά σε τραγούδι της ατμόσφαιρας του Βιβλίου της Ανησυχίας (Livro do Dessasusego) του Φερνάντο Πεσσόα, ενός από τα σκοτεινά αριστουργήματα της λογοτεχνίας, που μόνο όποιος το έχει διαβάσει μπορεί να αντιληφθεί το πόσο εκπληκτικά γίνεται.
Η "Αγρύπνια" έχει αρχίσει να δρέπει διθυραμβικές κριτικές από παντού. Προσθέτω και τη δική μου γνώμη σ' αυτές, ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία από τις περισσότερες, αλλά καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα. Μπροστά σε τέτοια έργα, λίγος χώρος για πρωτοτυπία υπάρχει.
Υ.Γ. Ο Πεσσόα χρησιμοποίησε πολλά ψευδώνυμα. Υπάρχουν 72 καταγραμμένα. Αλλά είχε προχωρήσει πολύ πιο πέρα. Είχε δημιουργήσει «ετερώνυμους» ποιητές, που κυκλοφορούσαν βιβλία και έγραφαν ο καθένας με διαφορετικό στυλ, τους είχε φτιάξει ολοκληρωμένες βιογραφίες, και ζούσαν και δημιουργούσαν στο μυαλό του παράλληλα με τον ίδιο. Πολλές φορές διαφωνούσαν μεταξύ τους αλληλογραφώντας ανοιχτά μέσω λογοτεχνικών περιοδικών! Στο Rua da Bella Vista oι μουσικοί έχουν δανειστεί ο καθένας από ένα τέτοιο ψευδώνυμο. Δυστυχώς, το αστείο ξεγέλασε τον έγκριτο συνεργάτη του mic, ήρωα των εφηβικών μας χρόνων και πνευματικό μας θείο Αργύρη Ζήλο, ο οποίος σε κριτική του αναφέρει ότι παίζουν Πορτογάλοι μουσικοί. Το λαθάκι του δε μας κάνει να τον αγαπάμε ούτε να τον θαυμάζουμε λιγότερο, αλλά το πείραγμα δεν το γλιτώνει.