Κάπου εκεί, στον κάμπο της Λάρισας στο χωρίο Μεταξοχώρι Αγιάς, στήθηκε ένα πλήρες εργαστήρι ηχογραφήσεων και ιχνογραφήσεων. Κι ονομάστηκε Αχός με σήμα του το γάιδαρο που γκαρίζει. Αφού το τέλειωσαν - ή καθώς το τέλειωναν - οι μάστοροι κι οι δουλευτάδες είπαν να γράψουν και μερικά τραγουδάκια για να το δοκιμάσουν. Το υλικό υπήρχε από τις απανωτές περιοδείες τους. Φίλοι, γνωστοί συγγενείς και συνήθεις άγνωστοι τους επισκέφτηκαν - ή και το ανάποδο - κι όλα γίναν χαλαρά και ζωντανά σα να παίζαν για την παρέα και το κέφι. Μα αυτό ακριβώς κάνανε.
Μπλουζ, τζαζ, ρεμπέτικα, βαλκάνια και μη, τσιφτετέλι, νανούρισμα, βαλσάκι, μοιρολόι. Ταξίδια με τα ξύδια, του γλεντιού του Άδη και της ξενιτιάς, της μετανάστευσης και του νόστου. Κι ήρθαν σιμά τους, Καίσαρ Βαλιέχο, Μιχάλης Κατσαρός και Ελίας Καζάν. Ήφαιστος, Αχέροντας και Περσεφόνη. Ο Πηνειός, ο γερο-πλάτανος, ο Νύσης κι ο Διονύσης. Ληστές και Ιεριχώ, Άγιος Δομίνικος και Άι Νικόλας. Μπελ-κάμπο, Μελιβοία, μια κεφαλή μόσχου και μια ακέφαλος χορωδία. Τσιούγκαρι και Τσιούξανη δεν μάλωσαν ποτέ.
Κι ήρθαν εικόνες από το σινεμά και τη ζωή τους. Κι άρχισε να παίρνει μορφή η τρέλα κι η καλοπέρασή τους. Κρυφοκοιτάζαν τον Cora και τον Frith όταν ακινητοποιούσαν τις σκατόμυγες. Κι ο αγερικός αέρας αναδιπλώθηκε, τους σήκωσε και γίνανε Riders on the Storm και χάθηκαν για κάμποσο στο σύμπαν. Πιο τρελοί καβαλάρηδες απ' όλους αποδείχτηκαν ο τυμπανιστής Αλέξης που έκρουσε σκυλόσπιτο, βαλίτσα, σχάρα ψηστιέρας, κουδούνα και μια μπάλα του μπάσκετ. Κι ο αδερφός Μπαντούκ που καταπιάστηκε με κιθάρα ξύλινη, κιθάρα πλαστική, πιστολάκι μαλλιών, λάπτοπ και μόντεμ.
Κι ο Αθανάσης άφησε τη μπουζουκομάνα και το τζουρά να ξαποστάσουν - για λίγο - κι έκανε ευδόκιμες ερωτοτροπίες με καραμούζες, λούπες, wind chimes, παιχνίδι κούνιας κι ένα μεταλλικό ερμαριοσαρωθρόφωνο. Στην κατακλείδα "Μοσχαροκεφαλή" τον ακολούθησαν και οι άλλοι ξενύχτηδες. Ο Μπασλάμ μ' ένα χαρτόκουτο, ο Μυστακίδης βρήκε μια ψησταριά, ο Φλοριάν τα ποτηράκια, ο Σιώτας μια τρόμπα ποδηλάτου. Το τρίο της Μπελβίλ κατέβηκε στον κάμπο και γίνηκε ολάκερη μπάντα πατσατζίδικου.
Α, και κάτι ακόμη. Μην περιμένετε ν' ακούσετε αυτά που ακούγατε στις συναυλίες. Άλλα φρούτα. Ο Σωκράτης Μάλαμας εσωκρατεί τα ίσα και τα μπόσικα, ως σταθερή αξία. Η Μάρθα Φριντζήλα αναδύεται και στέφεται βασίλισσα. Ο Φώτης πάλλεται σαν Αερικό. Ο Αθανάσης ξεσπαθώνει κι ετοιμάζεται "κατόπιν αδείας της Λύρα" να κατακτήσει τα Βαλκάνια και τον κόσμο όλο, άμα τη εμφανίσει. Δίνοντας μια νέα διάσταση και μια νέα πνοή στο παραφθαρμένο πια στις μέρες μας "λαϊκό τραγούδι", το οποίο πηγάζει απ' αυτόν και γίνεται "χαλάλι του".
Εγώ κρατώ κάποια μικρά διαμαντάκια, αυτά τα αστεράκια που φωτίζουν το δρόμο προς τον γήινο παράδεισο: "Οι μύγες βαλσαμώνονται με βαλς", "You, The_Universe", ο "Βασιλιάς" και φυσικά τις δόξες και τιμές που απολαμβάνει "Η μοσχαροκεφαλή". Κι αυτά γιατί αν υπάρχει κάποιος που ψάχνεται μες απ' τον τόπο που γεννήθηκε, έχοντας μάτια κι αυτιά ανοιχτά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας, αυτός είναι σίγουρα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Και το καλύτερο όλων είναι πως ούτε έχει πιάσει ψηλά κάποιον αμανέ, ούτε το χιούμορ του έχασε. Η ιστορία ενός νέου που αγάπησε εκείνη που δεν άξιζε ν' αγαπήσει... και ...μία ήσυχη... έξι δευτερολέπτων το επιβεβαιώνουν σιωπηρά.