Με δώδεκα καινούργια τραγούδια (για την ακρίβεια 10 τραγούδια και δύο ορχηστρικά) επανέρχεται ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, στην πέμπτη κατά σειρά δισκογραφική δουλειά του, η οποία φέρει τον τίτλο «Βραχνός προφήτης». Ομολογώ ότι υπέστην κάποιο είδος πολιτισμικού σοκ ακούγοντας τις πρώτες κιόλας νότες του CD. Ο δίσκος ανοίγει με ένα ηπειρώτικο blues τραγούδι με κυρίαρχο το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του kazoo και με δυο αντρικές φωνές, οι οποίες αυτοσχεδιάζουν πάνω στη μελωδία ενός παραδοσιακού πολυφωνικού τραγουδιού της Ηπείρου. Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούν εδώ. Με εμφανή την ενορχηστρωτική σφραγίδα του Μπάμπη Παπαδόπουλου (Τρύπες), αλλά και τη διάθεση του δημιουργού να εξερευνήσει νέους δρόμους, επιχειρείται ένα "πάντρεμα" λαϊκών και ροκ στοιχείων. Προσέξτε, για παράδειγμα, πώς συνυπάρχουν οι ηλεκτρικές κιθάρες με το τζουρά, ακούστε δυνατά και, ει δυνατόν, με ακουστικά το φινάλε του «Πεχλιβάνη», όπου ο «βρώμικος» ηλεκτρισμός έρχεται να υποσκάψει τη λαϊκότροπη μελωδία του τραγουδιού. Οι κλασσικές φόρμες του λαϊκού τραγουδιού, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, καταλύονται στα πλαίσια μιας περισσότερο τζαζιστικής αντίληψης περί τραγουδιού.
Εκπλήξεων συνέχεια με την ερμηνευτική συμμετοχή του Γιάννη Αγγελάκα. Αφού δεν ευοδώθηκε η συνεργασία του με το Σωκράτη Μάλαμα (αρχικά επρόκειτο να ερμηνεύσει κάποια από τα τραγούδια στις «13000 μέρες») ο, ούτως ή άλλως, ανήσυχος ηγέτης των Τρυπών συνεργάζεται με το Λαρισαίο τραγουδοποιό. Ο Γιάννης Αγγελάκας ερμηνεύει τρία τραγούδια ακολουθώντας τη συνήθη ερμηνευτική του μανιέρα, το αποτέλεσμα όμως είναι γοητευτικό. Από ένα τραγούδι ερμηνεύουν η Λιζέτα Καλημέρη και ο Ανδρέας Καρακότας, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, ενώ τα υπόλοιπα τραγούδια ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης με την ακατέργαστη φωνή του και το γνώριμο θεσσαλικό accent του. Οφείλω να ομολογήσω ότι ανέκαθεν με γοήτευαν οι τραγουδοποιοί, οι οποίοι ερμηνεύουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους και αυτό ακριβώς ισχύει και εν προκειμένω. Μπορεί η φωνή του Παπακωνσταντίνου να μην αναδεικνύει τα τραγούδια του, τα υπηρετεί όμως πιστά, με έναν «παιδικό» και κακότεχνο τρόπο, χωρίς ωραιοποιήσεις και, άρα, απολύτως ειλικρινή.
Πρόκειται, εν κατακλείδι, για μια καινοτόμο μουσική πρόταση (όσο καινοτόμος μπορεί να είναι αν σκεφτεί κανείς ότι στις αρχές της δεκαετίας του 70 ο Διονύσης Σαββόπουλος έμπλεκε βαλκανικές μελωδίες και ζωναράδικους
ρυθμούς με αμιγώς ηλεκτρικά όργανα), η οποία όμως ενέχει και τον κίνδυνο της εκζήτησης στην προσπάθεια αναζήτησης του παράξενου και του καινούργιου. Όπως και να’χει, πάντως, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας ανήσυχος δημιουργός, που ψάχνει και ψάχνεται. Με αυτή την τελευταία δουλειά του έρχεται να το επιβεβαιώσει και να δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες για το μέλλον. Το ελληνικό τραγούδι, και κυρίως η λεγόμενη νέα έντεχνη σκηνή, έχουν ανάγκη από παρόμοιες καταθέσεις ανθρώπων με ταλέντο και, το σημαντικότερο, με μεράκι.