Με στόμα που γελά
Ένας δίσκος με λαϊκά τραγούδια. Εδώ θα μπορούσε να αρχίζει και να τελειώνει η κριτική, αλλά ο Κώστας Αδαμόπουλος έχει κάμποσα άλλα να πει στο ενδιάμεσο
Ξέρω σε ποιους δεν θ' αρέσει ο καινούργιος δίσκος του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τον Σωκράτη Μάλαμα. Από τη φύση της η δουλειά θα προκαλέσει τρόμο και αηδία στους καθαρολόγους κάθε είδους και στους μισογύνηδες. Στους ανθρώπους που σιχαίνονται τα σουξέ και περιφρονούν ό,τι ακούει ο πολύς ο κόσμος (προπολεμικά υπήρχε μια πολύ σιχαμένη έκφραση για τον πολύ τον κόσμο. Λέγανε: ο χοντρός λαός). Σε όσους την έχουν στημένη στον Παπακωνσταντίνου από το 1995, ή τέλος πάντων από όποτε τον πήρε χαμπάρι ο καθένας. Δεν θα αρέσει σε όσους δεν ακούνε λαϊκά, σε όσους «ακούγανε Θανάση παλιά, αλλά τώρα ακούνε ενήλικη μουσική" (συνήθως κάτι λάουντζ), σε όσους περιμένουν τη σωτηρία της ψυχής (και της πατρίδας βεβαίως βεβαίως) από την Ευρώπη. Ή από την Ανατολή. Ή από το ξανθό γένος. Σε όσους περιμένουν τη σωτηρία γενικώς, ειδικά αν δεν σκοπεύουν να κάνουν οι ίδιοι κάτι γι' αυτό.
Φυσικά, τα τελευταία χρόνια ο κανόνας στη δισκοκριτική λέει ότι οι λέξεις «αρέσει» και «δεν αρέσει» είναι εξοβελιστέες, ειδικά αν συνοδεύονται από την προσωπική αντωνυμία. Και στη δισκοκριτική, από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να μην αντιγράψεις το δελτίο τύπου, ή ακόμα χειρότερα να ακούσεις το ηχογράφημα για το οποίο θα γράψεις, τα ναρκοπέδια είναι ανοιχτά και προσβάσιμα. Σε όλους, γραφιάδες και αναγνώστες. Ειδικά όταν το αντικείμενο είναι το λαϊκό τραγούδι (και, μη γελιέστε, και οι Ramones λαϊκά τραγούδια γράφουν) το άθλημα μπορεί να γίνει ακόμα και επικίνδυνο. Γιατί το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι από τα λίγα που εξάπτουν ακόμα τα πάθη, που οι πιστοί τους τα ακολουθούν με φανατισμό και προσήλωση και οι πολέμιοί τους είναι έτοιμοι στη γωνία να πυροβολήσουν με την πρώτη ευκαιρία.
Ωραία όλα αυτά, αλλά ο δίσκος; Ο δίσκος ξεκινάει με την μελοποίηση ενός κειμένου του Τάσου Λειβαδίτη. Η οποία μελοποίηση δεν είναι ακριβώς μελοποίηση, κάτι σαν τραγουδιστή απαγγελία είναι. Και δεν είναι και πολύ πετυχημένη. Μετά την έκτη έβδομη ακρόαση δεν ακούγεται πια τόσο ενοχλητικό, αλλά γενικά επιβεβαιώνεται η πεποίθηση πολλών μουσικών ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν μπορεί να συναντηθεί με την απλή φόρμα του τραγουδιού.
Ο εν λόγω δίσκος λοιπόν είναι ένας δίσκος με λαϊκά τραγούδια. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για το 2018. Τραγούδια απλά αλλά σε καμία περίπτωση απλοϊκά, εύληπτα αλλά χωρίς τη λογική της τσιχλόφουσκας. Κάποια από αυτά τα τραγούδια κουβαλάνε τη μαστοριά και την αμεσότητα των παλιών δημιουργών, ξέρετε, αυτή τη δύναμη που είχανε παλιά οι άνθρωποι και ξεκινάγανε ας πούμε το Μάρτη οι εξορίες για τα ξερονήσια και τον Απρίλη έβγαινε το "Κάποια μάνα αναστενάζει". Με αυτή την έννοια ο δίσκος είναι πολιτικός. Σε μια κοινωνία βαθύτατα ηττημένη όπως η ελληνική, περιγράφει ή προσπαθεί να προδιαγράψει μια συνθήκη επιβίωσης, χωρίς μεγαλοστομίες και «άποψη», χωρίς ύμνους και καταδίκες.
Βασικός άξονας του υλικού είναι η γυναίκα. Η γυναίκα ως αντικείμενο πόθου αλλά και ως υποκείμενο της ζωής της, ως πόρνη που κάποιος κλαίει στα πόδια της και ως κορίτσι κουρνιασμένο στην αγκαλιά του νεκρού πατέρα της στα παγωμένα νερά του Έβρου. Γυναίκες που γερνούν, γυναίκες που δέχονται τα γηρατειά των άλλων, γυναίκες που μοιάζουν με αυτές που υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο, με ρυτίδες και ελαττώματα. Άβολα πράγματα στην επικράτεια του ελληνικού τραγουδιού όπου ακόμα και η ίντυ σκηνή κινείται στα περίχωρα της καψούρας.
Έχω την αίσθηση ότι αξίζει ειδική μνεία στην ορχήστρα. Χωρίς μεγάλα ξεπετάγματα, και, αντίθετα από ότι είχαμε συνηθίσει στους τελευταίους δίσκους του Παπακωνσταντίνου, χωρίς διάθεση για πειραματισμούς, έχουμε εδώ έναν ήχο που πατάει γερά στις παραδοσιακές φόρμες από τις οποίες κατάγεται η μελοποιία του Παπακωνσταντίνου, αλλά εκφέρεται με σύγχρονα όργανα, με έναν ήχο δυναμικό και επιθετικό, όπως ακριβώς μπορεί να παιχτεί το λαϊκό τραγούδι σήμερα. Θα τολμήσω να πω ότι η ενορχήστρωση είναι σχεδόν μια πρόταση για το πώς πρέπει να παίζεται το λαϊκό τραγούδι σήμερα. Πρόταση ή απόσταγμα της πείρας του δημιουργού, του τραγουδιστή και των μουσικών που συνεργάζονται μαζί τους; Καλή ερώτηση...
Και η επανάληψη που καιροφυλακτεί και κατατρώει τα κατορθώματα των μουσικών; Λίγο πολύ όσα έχω περιγράψει παραπάνω έχουν γίνει και ξαναγίνει στους δίσκους του Παπακωνσταντίνου. Και στους δίσκους του Μάλαμα εδώ που τα λέμε. Και γίνονται ακόμη τήδε κακείσε στους δίσκους διάφορων υποψήφιων επιγόνων. Δεν έχουμε μπουκώσει ακόμα από τα ίδια και τα ίδια; Μάλλον όχι. Ή πιο σωστά όχι ακόμα. Με κάποιο μαγικό τρόπο τα λαϊκά τραγούδια, όταν είναι από καλή πάστα έχουν τη δυνατότητα να σου λένε τα ίδια περίπου πράγματα διατηρώντας ακέραια την συγκίνηση, το συναίσθημα, τη χορευτική διάθεση. Θα μου πείτε, τι μας νοιάζουν εμάς όλα αυτά, εμείς δεν ακούμε λαϊκά τραγούδια. Δεν πειράζει. Πετάξτε όμως τους δίσκους των Ramones πριν να το πείτε.