Ο ελάχιστος εαυτός
Ακούγοντας τον πρώτο δίσκο του Θανάση που κυκλοφόρησε πριν από 18 χρόνια έχω την αίσθηση πως ακούω δίσκο διασκευών. Πως είναι δίσκος κομπανίας που εκτελεί ρεμπέτικα, δημοτικά και παλιά λαϊκά, συρτά και ζεϊμπέκικα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Την ίδια αίσθηση έχω ακούγοντας και τον τελευταίο δίσκο των Χειμερινών Κολυμβητών (Παπαδάμου συνειρμός) οι οποίοι προσθέτουν στο μείγμα και τραγούδια της παλιάς Αθήνας. Ωραία και ευχάριστα είναι και πρωτότυπους στίχους έχουν, αλλά για να το πω στη γλώσσα μας, είναι Interpol, δεν είναι Joy Division.
Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν του ντεμπούτου, ο αυτοδίδακτος τραγουδοποιός της εύφορης κοιλάδας που συνέχισε να ζει στην επαρχία, δεν εμφανιζόταν στην τηλεόραση, ούτε έκανε βιντεοκλίπ, έχτισε ένα μεγάλο και πιστό κοινό που είδε στο πρόσωπό του τον Σαββόπουλο του 21ου αιώνα, έγινε ο λαϊκός με τη μεγαλύτερη διείσδυση στο ροκ ακροατήριο. Οι δημοτικές επιρροές άρχισαν να υπερισχύουν των λαϊκών, έβαλε στους δίσκους του χιούμορ και σφήνες δημιουργικού χαβαλέ, συνεργάστηκε με πολλούς μουσικούς (θα ξεχωρίσω τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και τους αδερφούς Αποστολάκη) και τραγουδιστές, έπαιξε με samples. Όσο αυξανόταν ο αριθμός των δίσκων τόσο μειωνόταν σ'αυτούς τα τραγούδια που μπορούν να φέρουν το κοινό των live στο τσακίρ κέφι (βρε αμάν αμάν) και ο νέος δίσκος δεν αποτελεί εξαίρεση. Μόνο το "Σαν παιδί" και το "Σιμούν" μοιάζουν ικανά να διεκδικήσουν θέσεις στα encore.
Τα τραγούδια που γίνονται επιτυχίες και προκαλούν ζητωκραυγές στα live είναι τα πιο εύκολα, με μελωδίες που συνήθως κάτι παλιό θυμίζουν, ζωντανούς ρυθμούς, και στίχους που συχνά εκφράζουν ένα ερωτικό ή κοινωνικό καημό. Είναι τα τραγούδια που τραγουδιούνται, χορεύονται, γίνονται κτήμα και κουλτούρα του ακροατή (εξαιρούνται οι άρρωστοι με τον καλλιτέχνη). Ποιος μπορεί να θυμηθεί πια τραγούδια του Μίκη, πέρα απ'τα 20 που παίζονται και ξαναπαίζονται στα αφιερώματά του; Αν δεν είσαι χιτάκιας και σ'αρέσουν τα πιο κρυμμένα, τα ενδιάμεσα, τα μπερδεμένα, τα βαθιά, τα γυμνά, τότε και ο Θανάσης που δε μένει στα ίδια, δοκιμάζει και τολμά, δικαιούται μια θέση στην... άσπρη λίστα σου.
Υποθέτω πως το "δώσε στο κοινό αυτό που θέλει", ακόμα κι αν το κοινό του είναι πιο ανοιχτόμυαλο από άλλων, τον απασχόλησε πολύ, τη στιγμή μάλιστα που βιοπορίζεται απ'τις συναυλίες. Το κοινό των συναυλιών αντέδρασε μουδιασμένα στα νέα τραγούδια, ο ίδιος μου φάνηκε πολύ ανασφαλής για την πορεία του δίσκου σε πρόσφατες συνεντεύξεις του αλλά έχει ήδη επιλέξει το δρόμο των... Beatles για παράδειγμα. Που θα μπορούσαν να παίζουν shake μέχρι το τέλος και όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι.
Ξεκινάει λοιπόν το δίσκο με το "Loco-motivo", μισό ινστρουμένταλ, μισό ινδιάνικο, που στα live δεν έχει καμιά ελπίδα, που 'ποιος θα το θυμάται' αλλά που με έκανε να ανατριχιάσω με τη λεπτότητά του και το σαξόφωνο που μοιάζει να θέλει να γίνει κλαρίνο. Στο επόμενο τραγούδι υπάρχουν υπερδιπλάσια όργανα, το καθένα βγαίνει μπροστά για λίγο πριν δώσει τη σειρά του στο επόμενο, υπάρχει πρόζα, παραμορφωμένες φωνές και ήχοι, όλα δουλεύουν ρολόι αλλά η συγκίνηση δεν έρχεται. Τα πολλά όργανα δε φέρνουν την ευτυχία. Κάπως έτσι θα ακουγόταν το math αν υπήρχε στην ελληνική μουσική.
Λίγες παρατηρήσεις ακόμα πριν παραδοθώ στα ωραία του δίσκου. Ο Σιώτας στο "Ποιος θα με θυμάται" πασχαλιδίζει. Η "Ομίχλη" δε θα έμοιαζε ξένη σε δίσκο του Ξυδάκη. Ωραία τραγούδια όμως και τα δύο παρά τα ψιλά γράμματα. Πλεονασμός μου φαίνεται η δική του παρέμβαση στην "Ερώτηση κρίσεως". Πολύ καλά δεν τα υπαινίχθηκαν ο σκύλος και η ροδιά; Ο κρετίνος μου ακούγεται ξένη και φτηνή λέξη. Δεν υπάρχει πρώτη γυναικεία φωνή. Καλύτερα.
Η αγάπη του για τα ντουέτα εκδηλώνεται στην "Ανταρκτική" με τα παγωμένα μάτια που την κάνουν να μοιάζει Λιβύη και το στίχο "Δεν είσαι τίποτα ξεχωριστό" που όπως και τα "Ποιος θα με θυμάται", "Ανάξιος αν είμαι να μου δοθούν της λήθης τα ελέη" μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση από όσους έχουν προσέξει τη χαμηλή αυτοεκτίμηση του Θανάση. Η "Ανταρκτική" είναι ένα σφιχτό, ηλεκτρικό κομμάτι και promo single του δίσκου (όπου single = το mp3 που συνόδευε το δελτίο τύπου). Ηλεκτρική κιθάρα παίζει ο συνεργάτης του Σιώτα στους Sancho 003 και κάποτε στους Πίσσα και Πούπουλα Κώστας Παντέλης. Ο Ορφέας δε με χαλάει αλλά ένας Σαδίκης στη θέση του θα με έφτιαχνε περισσότερο. Αναρωτήθηκα πως θα το προλογίζει στα live.
Άσμα μοναχικόν και ανάδελφον είναι το ...βαλκανικό drum n' bass tango "Φέγγαρος" με σάμπλ του Καρούζου να λέει 'είμαι παντέρημος, όπως ο φέγγαρος ψηλά-ψηλά'. Το λέει μια φορά και είναι αρκετή. Κουράγιο, παλιοί θαυμαστές.
Το "Του έρωτα και του θανάτου" είναι σαν Ερωτόκριτος σε περίληψη. Παρακαλείται ο στιχουργός του να εμφανιστεί και να φέρει τη μεγάλη βέρσιον με όλες τις λεπτομέρειες της τιτανομαχίας. Τα λιβάνια και η μονομαχία με το χάρο μου θύμισαν το δημώδες "Μάνα με τους εννιά σου γιους" και τον Κωνσταντή που βγήκε απ'τον τάφο και πήγε να φέρει την Αρετή απ'τα ξένα, μια από τις πιο ζοφερές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ. Η μελωδία είναι της κατηγορίας βεντούζα στο μυαλό.
Το "San Michele", είναι μια γροθιά νοσταλγίας για εμάς που μεγαλώσαμε σε χωριό σε μια εποχή που η τουαλέτα ήταν εκτός σπιτιού και μπανιέρα ήταν η σκάφη στην αυλή. Να προσθέσω και τα σύκα, σύκα που τρώγαμε κατ'ευθείαν απ'το δέντρο. Στον Απόλλωνα φυσικά δεν έπαιζε ο James Brown αλλά η Νίτσα Τσίτρα. Στη μέση του τραγουδιού άκουσα τους θείους μου, που δεν γνώριζαν τον Μπακούνιν, να τσουγκρίζουν τα ποτήρια και να λένε ναστράβιε. Ο βιολιστής Φώτης Σιώτας που είναι ο κύριος ενορχηστρωτής χρησιμοποιεί και εδώ το όργανό του με πολλή φειδώ. Αν περιμένεις κανένα φλύαρο βιολί που δε βάζει δοξάρι μέσα, έχασες.
Τα τραγούδια που έγραψε, λέει τελειώνοντας ο (πρώτος εκ των καλού, κακού και άσχημου) Παπακωνσταντίνου, θέλει να σκίζουν μέτωπα και να ανοίγουνε κρατήρες. Περίπου έτσι το είπε κι ένας άλλος ποιητής: I know the power of words, I know the tocsin of words. They are not those that make theater boxes applaud. Words like that make coffins break out. Για λέξεις που καίνε browsers και τρυπούν οθόνες δε μίλησε ακόμα κανείς. Το κατοχυρώνω.