Urbanum
Ένας δημιουργός σε ακροβασία ανάμεσα στην λαϊκότητα και την ατομική έκφραση. Του Αντώνη Ξαγά
Έναυσμα για αυτό το κείμενο (περισσότερο σκέψεις με αφορμή έναν δίσκο παρά ‘κριτική’) ήταν παραδόξως μια συνέντευξη. Χωρίς τούτο να έχει υποτιμητική διάθεση απέναντι στο έργο ασφαλώς. Πάντοτε ένας νέος δίσκος του «Θανάση» -έτσι τον αποκαλούμε πια, με την οικειότητα της χρόνων επαφής με μια σειρά δισκογραφημάτων που έχουν κατοχυρώσει πια μη-αντιστρεπτά μια θέση στο ρεύμα ελληνικής μουσικής και τραγουδιών που έχουν χαραχτεί στο συλλογικό συνειδητό- θα έχει ενδιαφέρον και θα αποτελεί είδηση (και με την υποσημείωση ότι –ακόμη;- δεν υπάρχει σε χειροπιαστή μορφή υλικού προϊόντος).
Ωστόσο, φρονώ ότι από ένα όριο και μετά, όταν πλέον ένας μουσικός έχει καταθέσει ένα τέτοιου μεγέθους και σημασίας δημιουργικό corpus κι έχει χαράξει μια τέτοια μακρά πορεία στον χρόνο, κάθε νέα προσθήκη, κάθε περαιτέρω βήμα δεν έχει τόσο νόημα ιδιαίτερο να κρίνεται per se, αυτόνομο και αποκομμένο, όσο περισσότερο να εξετάζεται ο τρόπος που χρησιμοποιεί (ή ανανεώνει) τις ήδη εμπεδωμένες και κατοχυρωμένες εκφραστικές τεχνικές, πως το έργο εντάσσεται, ‘κουμπώνει’, σε μια οργανική ολότητα, πως στέκεται απέναντι της, πως την αναστοχάζεται, την επαναλαμβάνει, την επανερμηνεύει, την αποδομεί ή και την ανατρέπει ακόμη (στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις).
Θα σπεύσω λοιπόν να σημειώσω ότι στο «Urbanum» σίγουρα δεν διαπιστώνεται καμία ανατρεπτική ή αποδομητική διάθεση (με την υποσημείωση ότι αμφότερες πρακτικές έχουν τόσο ευτελιστεί από την ρητορική κατάχρηση, με τόσα «ανατρεπτικά» -στα δελτία τύπου- έργα, δίσκους, παραστάσεις, που σχεδόν αναρωτιέσαι πως κι έχει μείνει πέτρα στην πέτρα στη θέση της). Ωστόσο είναι ένα έργο που αφήνει πολλές ανοιχτές ερμηνείες και εικασίες, ήδη με τον τίτλο του. Με προσφυγή στην λατινική γραμματική (το πράσινο βιβλιαράκι για τους παλιούς τριτοδεσμίτες) φτάνουμε στην αιτιατική του urbanus, μια αναφορά δηλαδή στην πόλη, στο άστυ, σαν να υποκρύπτει ένα μήνυμα από την επαρχία στις πόλεις, στις πόλεις και στον κόσμο (που λέει και ο… Πάπας, με το urbi et orbi).
Αυτή είναι άλλωστε και η θέση από την οποία θωρεί τα πράγματα εδώ και χρόνια ο Θανάσης, μακριά από το ασφυκτικό ανθρωπομάζωμα των πόλεων, πιο κοντά στη φύση και στο χώμα, αναχωρητής εκ πεποιθήσεως και παρατηρητής εξ αποστάσεως, με άλλους ρυθμούς, τρόπους σκέψης, ρόλους και κυρίως χρόνους, πέρα από εξιδανικευμένα αντιθετικά δίπολα, με ένα βλέμμα που δεν φοβάται την νοσταλγία (άλλωστε κάποτε την είχε… αγιοποιήσει), μεταφυσικά ορθολογικό (ή μήπως να πούμε μαγικά ρεαλιστικό;). «Κάτω απ’ τους πυλώνες της θλίψης, ένας θύσανος χαμομηλιού η χαρά μου, τα σύρματα συρίζουν, δηγματίζουν οι μέλισσες, τα φρύγανα και οι ηλιαχτίδες γίνονται ένα». Δοξασίες (παγανιστικές) της θεσσαλικής επαρχίας (που λέει και το βιβλίο του Τσαπραΐλη). Δυνατές εναργείς εικόνες του κάμπου στα «Τρία Βασικά Ερωτήματα» που ξεκινούν την ροή του δίσκου. Τα οποία στην πορεία μπορεί να γίνουν και περισσότερα…
Ο ίδιος μας γράφει ότι παραδίδει την «πιο απερίγραπτη δισκογραφική μου εργασία» (με την συνδρομή της δημιουργικής ελευθερίας που απολαμβάνει μια πλειάδα καλών μουσικών οι οποίοι τον συνοδεύουν, σε μια οργανολογία η οποία περιλαμβάνει πολλά πνευστά, τρομπόνι, σαξόφωνο, τρομπέτα και ηλεκτρική κιθάρα). Ξεπερνώντας το γεγονός ότι η ίδια η μουσική εκ φύσεως απερίγραπτη είναι, δεν θα του δώσουμε άδικο. Απερίγραπτη είναι πράγματι έτσι όπως προσπαθεί να συντήξει πολλά, ποικιλόμορφα, ετερόκλητα, ίσως και ασύμβατα, ακούσματα, σε μια ευρύτητα η οποία πιάνει από τον Βοσκόπουλο μέχρι τις (μυστηριακές) σονάτες του Μπίμπερ, δηλαδή από τα παιδικά (μη-συνειδητά κατ’ ουσία) στα πιο ώριμα και συνειδητά επιλεγμένα. Ολόκληρο το έργο του Θανάση μπορεί να ιδωθεί από αυτή την σκοπιά: ως μια καλώς συγκερασμένη αλληλεπίδραση μιας ‘περιβαλλοντικά’ αβίαστα βιωμένης παράδοσης (είτε αυτή λέγεται δημοτική είτε λαϊκή) με την εστέτ (με την καλή έννοια του όρου) ακρόαση της μουσικής σε όλο της το εύρος, μέχρι τις πιο πειραματικές της γωνίες, χωρίς μιμητισμό διεθνών ρευμάτων και πώληση τους ως ντόπια πρωτοπορία (τόσο ώστε να δικαιούμαστε αυθαιρετώντας, σε ένα κομμάτι όπως το «Σουτάρει ο άνεμος», έμπλεο νοσταλγικών αποχρώσεων -«εγώ είμαι ο Στάθης Τσανακτσής», η αναφορά στον παλιό τερματοφύλακα του Ολυμπιακού και του Παναιγειάλιου ως μεταφορά σε παιδικές αλάνες- να εντοπίσουμε ηχητικές-αισθητικές συγγένειες με έργα π.χ. ενός Biosphere).
Από την άλλη όμως, όπως το διατύπωσε με την συνήθη ευστοχία του κι ο Χάρης Συμβουλίδης «μοιάζει με εξερευνητή που βρίσκει νέα μονοπάτια για να φτάσει σε ένα προωθημένο σημείο όπου έχει ξαναφτάσει στο παρελθόν: δεν προχωρά κάπου περαιτέρω». Βέβαια και μόνο η δοκιμή νέων μονοπατιών έχει την δική της αυταξία, θα μπορούσε να σημειώσει κάποια, ας μην υποπέσουμε στο αμάρτημα της ψυχαναγκαστικής νεολαγνείας, αλλά το ζήτημα είναι αν αυτά τα μονοπάτια θα καταστούν οδοί κοινόχρηστοι και όχι απλά μια μοναχική πορεία σε… δύσβατα κατσάβραχα. Έτσι κι αν ο Θανάσης πολλάκις υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία το δόγμα… Διονυσίου («ο λαός τραγούδι θέλει»), με ίδια επιτυχία και συχνότητα έχει θελήσει να απαγκιστρωθεί από την τυπική φόρμα του τραγουδιού, το έκανε αποσπασματικά ήδη από τον «Βραχνό προφήτη» και το ολοκλήρωσε στην «Βροχή από κάτω». Ή για να διατυπωθεί καλύτερα, να την υπονομεύσει, όπως το κάνει χαρακτηριστικά με την στιβαρή μπουζουκογραμμή στο «Χορός χωρίς χώρο», η οποία άνετα θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε ένα ακόμη… πυρσοφόρο άσμα, ωστόσο εδώ αφήνεται να ξεστρατίσει και να αποτελέσει το mantra για ένα ωραίο τζαμάρισμα τζαζ και ηλεκτρονικής. Όταν όμως δεν υπάρχει ένας τέτοιος μελωδικός ελκυστής, όταν η βασανισμένη σύλληψη προσπαθεί να τεντώσει ισχνές ιδέες, τα κομμάτια χάνονται σε θολά νερά, απερίγραπτα μεν αμήχανα δε. Συνεπικουρούμενα εν προκειμένω και από μια στιχουργική (σποραδική βέβαια, ο δίσκος είναι κατά βάση οργανοκεντρικός) ολοένα και πιο κρυπτική και πιο αφαιρετική (ποτέ άλλωστε ο στίχος του Θανάση δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος, δεν έχουν λείψει και οι λόγιες κι ενίοτε εξεζητημένες στιγμές, αγαπά τις ετεροαναφορές σε ποιητές από τον Πεσσόα μέχρι τον Ρίλκε ή, στον προκείμενο δίσκο, στον Ευριπίδη, χωρίς τούτο παραδόξως να έχει εμποδίσει την λαϊκή του απεύθυνση).
Σε αντίθεση να σημειωθεί με τον λόγο του στις συνεντεύξεις, ο οποίος είναι ευκρινής, συνεκτικός, ανεπιτήδευτος, γειωμένος, εύστοχος, χωρίς εντυπωσιοθηρική διάθεση και ανάγκη, όντας από τους ελάχιστους δημιουργούς που είναι σε θέση να μιλήσουν για τη δουλειά τους χωρίς να καταφύγει σε στερεότυπα (και όχι, δεν φταίει ο δημοσιογράφος που δεν κάνει καλές ερωτήσεις, αν έχεις πράγματα να πεις, θα τα πεις ακόμη κι αν σε ρωτήσουν «πως σε λένε;»), ακόμη και όταν καλείται να μιλήσει επί παντός επιστητού, όπως συμβαίνει συχνά με τους μουσικούς γενικότερα, ένα κατάλοιπο ίσως από την εποχή που αυτοί θεωρούνταν από την κοινότητα ένα είδος σαμάνου, οραματιστή, μάντη Τειρεσία.
Η συνέντευξη που έδωσε στην Δήμητρα Αθανασοπούλου και δημοσιεύτηκε στην ‘Εφημερίδα των Συντακτών’ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε πολλά σημεία (αξίζει να διαβαστεί ολόκληρη εδώ), προσωπικά στάθηκα σε ένα σημείο όπου, αφού έχει ‘ντριμπλάρει’ την δημοσιογράφο η οποία έχει την ολωσδιόλου θεμιτή πρόθεση να τον φέρει σε χωράφια δικού της ενδιαφέροντος (να τον κατατάξει π.χ. ως «γιουνγκιανό» ποιητή), στην κλασική ερώτηση «στη δημιουργία σε ωθούν περισσότερο οι στιγμές χαράς ή οι στιγμές λύπης;» απαντά: «Θα έλεγα πως όλα αυτά δεν περνούν ιδιαίτερα στη δική μου στιχουργία. Δεν έχω χρόνο να παρατηρήσω τον εαυτό μου. Γιατί παρατηρώ όλα τα υπόλοιπα. Και αυτό μου δίνει στιχουργικά τις αφορμές. Όσο πιο ασήμαντο είναι αυτό που παρατηρείς και αναδεικνύεις, τόσο περισσότερο αυτό τείνει στα όρια της ποίησης».
Άποψη-κλειδί για μια προσέγγιση του Gesamtkunstwerk του Θανάση, κι άποψη σχεδόν αιρετική σε μια εποχή όπου ο κάθε (…ελάχιστος) Εαυτός, το κάθε τραύμα του (πραγματικό ή φαντασιακό, μείζον ή έλασσον) εκτίθεται επιθετικά, επιδεικτικά, αδιαμεσολάβητα, μέσα από μια ναρκισσιστική βιωματικότητα η οποία δεν επικοινωνεί (και κατά βάση δεν επιθυμεί) να επικοινωνήσει με καμιά άλλη (‘γιατί κανείς δεν με καταλαβαίνει και καμιά δεν δικαιούται δια να ομιλήσει για μένα’), αλλά εστιάζεται σε μια εμμονική ενδοσκόπηση με εργαλεία επιστημονικής μεν επίφασης αλλά ιδεολογικού και θρησκευτικού ουσιαστικά πυρήνα δε, καταλήγοντας σε μια καθολική ψυχολογικοποίηση η οποία αναζητά την ερμηνεία των πάντων εντός, «μέσα μας» (σε απόλυτα νεοφιλελεύθερο πνεύμα - κι ας εκπορεύεται τούτο ενίοτε εξ αριστερών, ότι κι αν σημαίνει πλέον αυτό).
Ο Παπακωνσταντίνου αντιθέτως προτιμά τον ρόλο του παρατηρητή του Άλλου, του Κόσμου όλου, έχοντας ένα ευμενές βλέμμα για την ανθρώπινη αδυναμία (άλλη μια ειδοποιός διαφορά του από το περιρρέον διαρκώς καταγγελτικό «τοξικό κλίμα»), έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν είμαστε αποκλειστικά Εαυτοί σε απομονωμένα νησιά που αναζητούμε την επιστροφή σε κάποιον ιδανικό «πλατωνικό» Εαυτό που περιμένει να τον «βρούμε», αλλά Εαυτοί ως ουσιαστικά και όχι ως… αυτοπαθείς αντωνυμίες, Εαυτοί σε κίνηση, σε ρευστή δυναμική και αλληλεπίδραση, υπό διαρκή (ανα)διαμόρφωση και αλλαγή. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι είναι ένας από τους λίγους Έλληνες μουσικούς που είχε τις κεραίες ευαισθησίας να γράψει τραγούδι για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, με πραγματική και ουσιαστική ενσυναίσθηση (άλλη μια κενόλογα πολυφερεμένη έκφραση των καιρών).
Από την άλλη, έχει ταυτόχρονα συνείδηση και της δύσκολης διαλεκτικής σχέσης μεταξύ Εαυτού και Κοινότητας (όπως κι αν αυτή ορίζεται σήμερα, κατά βάση ως οργάνωση γύρω από αισθητικούς -ή και ηθικούς; θύλακες). Δεν είναι εύκολη η ισορροπία. Κι ο ίδιος έχει αντιδράσει πολλάκις έως και… προδοτικά στον καταναγκασμό της κοινότητας και τις προσδοκίες των κατά καιρούς οπαδών, όχι μόνο δεν τους κολάκευσε αλλά ουκ ολίγες φορές τους άφησε αμήχανους κι ενεούς με τις μουσικές του στροφές. Ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο να θέλει να αντιδράσει σε ότι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στις συναυλίες του. Ανέκαθεν οι ζωντανές εμφανίσεις του Παπακωνσταντίνου ήταν λαϊκά γλέντια (με αποκορύφωμα ίσως την εποχή των Λαϊκεδέλικα), ωστόσο η πρόσφατη εκτροπή σε χουλιγκανικές συμπεριφορές οι οποίες έχουν προκαλέσει αισθήματα δυσφορίας έως και απειλής για το ανυποψίαστο κοινό, δεν έχει καμία σχέση με τον κοινωνικό ρόλο που επιτελούσε κάποτε το πανηγύρι, που ήταν το μοίρασμα, η κοινή εμπειρία, το αντάμωμα της κοινότητας, περισσότερο αποτελεί έκφραση της σύγχρονης άγριας ατομικότητας, της μαγκιάς που ζητάει προσοχή, και μιας ολωσδιόλου διεστραμμένης ‘αναρχικής΄νοοτροπίας. Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί το φαινόμενο (το οποίο συμβαίνει κι ανατροφοδοτείται μάλιστα ερήμην του, ο Θανάσης ποτέ δεν είχε αυτό που λέμε έντονη σκηνική παρουσία). Ίσως να εντοπίσουμε μια ερμηνεία στην γενικότερη ανάδειξη (έως και οικειοποίηση) του καλοκαιρινού πανηγυριού ως νέας τουριστικής εμπειρίας και εκτόνωσης για τον αποχαυνωμένο από το rat race, αστικό (urbanum!) άνθρωπο (και όχι πλέον μόνο για τον γραφικό ανθρωπότυπο του «γκρούβαλου»).
Ο Έλιοτ είχε γράψει κάποτε ότι η πρόοδος ενός καλλιτέχνη είναι μια συνεχής αυτοθυσία, μια συνεχής εξάλειψη της προσωπικότητας του. Βαριά απαίτηση… Φρονώ ότι ο Παπακωνσταντίνου θέλει να αντιδράσει. Σε πολλά. Να φύγει (πάλι) μακριά (όπως λέει στα κομβικά «Τρία βασικά ερωτήματα»). Το «Urbanum» είναι μια τέτοια ένδειξη.