The Future is Your Past
Το συγκρότημα έχει ένα μακρύ και πολύπτυχο παρελθόν, το μέλλον είναι εξ ορισμού αβέβαιο, με το παρόν και δη το δισκογραφικό τι γίνεται; Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Το “The Future is Your Past” δεν είναι δυνατό να μη μας δώσει αφορμή για να σκεφτούμε μια ακόμα φορά το περίφημο, και υποτίθεται αλάνθαστο, κριτήριο του test of time. Μόνο που κι αυτό τείνει να αποδεικνύεται στην πράξη όλο και περισσότερο σχετικό. Από τι; Μα, από την ίδια την πεμπτουσία του. Τον χρόνο.
Σίγουρα το κριτήριο αυτό το έχετε χρησιμοποιήσει. Άλλωστε, δε νομίζω να υπάρχει κάποιος που να αμφισβητεί πώς ό,τι αντέχει στο πέρασμα του χρόνου είναι πραγματικά καλό. Φυσικά αυτό αφορά και κάθε μορφή τέχνης και, κατά συνέπεια, τη μουσική. Κι αν μπορεί εύκολα να ειπωθεί μεμονωμένα για ένα συγκεκριμένο άλμπουμ, τα πράγματα μοιάζουν να μην έχουν κατ’ ανάγκη έτσι στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερα παραγωγικό δισκογραφικό παρελθόν. Βλέπετε, όσο «μειονέκτημα» μπορεί να θεωρηθεί στην πράξη το να έχεις ήδη κυκλοφορήσει πολλούς δίσκους, ερχόμενος αντιμέτωπος με την Ερινύα της επανάληψης, άλλο τόσο μπορεί να μετατραπεί σε «πλεονέκτημα» στην περίπτωση που, πριν αποφασίσεις να ακολουθήσεις τη δική σου πεπατημένη, έχεις για κάμποσα χρόνια πειραματιστεί για να δημιουργήσεις κάτι καινούργιο. Τι θέλω να πω; Ότι σε μια συνολική δισκογραφία είκοσι κυκλοφοριών, όταν επιστρέφεις μετά από χρόνια σε ό,τι χαρακτήρισε τον ήχο σου και σε έκανε γνωστό και αγαπητό, εφόσον αξίζει, δεν (πρέπει να) εκλαμβάνεται ως έλλειψη έμπνευσης ή επανάληψη, αλλά ως ενασχόληση με αυτό που πραγματικά μπορείς να κάνεις καλά. Αν όμως η επιστροφή στις ρίζες σου γίνει μετά από μια σύντομη παράκαμψη σε μια χαμηλή μονοψήφια δισκογραφία, τότε ο παλιός ήχος θα φέρνει αναπόφευκτα στο νου δημιουργικό μπλοκάρισμα. Ακόμα κι αν είναι καλός.
Όπως έγραψα και παραπάνω, η αφορμή για τις σκέψεις αυτές μου δόθηκε με το “The Future is Your Past”. Μα, αυτό δε λέει κι ο ίδιος ο τίτλος του; Και να σας πω κάτι; Έχει απόλυτο δίκιο, όπως κι αν το εκλάβει κανείς. Γιατί; Απλά διότι αυτός είναι ο εικοστός δίσκος των The Brian Jonestown Massacre και όχι ο πέμπτος. Για σκεφτείτε το λίγο: πόσα συγκροτήματα γνωρίζετε που έχουν φτάσει στον εικοστό δίσκο, με όλες τις κυκλοφορίες τους να είναι από τα ‘90s και μετέπειτα; Σωστά. Κι εγώ το ίδιο.
Φυσικά, ειδικότερα στην περίπτωση των The Brian Jonestown Massacre δε μπορεί να γίνει σε απόλυτο βαθμό λόγος για επιστροφή στον πρώιμο ήχο, αφού σχεδόν εξαρχής αυτός, είχε μεν το βλέμμα στραμμένο στα παπούτσια, αλλά απολάμβανε να αμφισβητεί τα όρια πολλών μουσικών ειδών και να προσκαλεί σε όμορφες συνυπάρξεις αρκετά από αυτά. Μπορεί όμως σαφώς να γίνει λόγος για τον αειθαλή psych-rock άξονα, γύρω από τον οποίο περισσότερο ή λιγότερο περιστρέφονταν οι κατά καιρούς εμφανείς indie, folk, ακόμα και prog προσμείξεις του ήχου τους. Κι αν λάβετε υπόψη ότι κάτι τέτοιο είχαμε επίσης διαπιστώσει στο περυσινό “Fire Doesn't Grow on Trees”, τότε η ψυχεδελική «επανάληψη» του “The Future is Your Past” μόνο πιο θετική μπορεί να θεωρηθεί, αφού κερδίζει την άτυπη μεταξύ τους κούρσα στα σημεία.
«Τις πταίει», για αυτόν τον πολύ όμορφο δίσκο; Ο συνήθης ύποπτος και last man standing, Anton Newcombe. Ο απρόβλεπτος, ασυμβίβαστος και αειθαλής πολυπράγμων μουσικός, που γνωρίσαμε καλύτερα μέσω του βραβευμένου στο Sundance Film Festival ντοκιμαντέρ Dig! Ο τύπος που έχει δηλώσει: «Η μοναδική μου επιλογή σχετικά με ο,τιδήποτε στη ζωή ανέκαθεν ήταν να πηδάω μέσα στη φωτιά». Οι άλλοι δύο υπαίτιοι είναι ο Hakon Adalsteinsson (κιθάρα) και Uri Rennert (ντραμς). Η ηχογράφηση των τραγουδιών έγινε στο Βερολίνο κατά την εποχή που ίσχυαν τα περιοριστικά της κίνησης μέτρα λόγω πανδημίας, αλλά, παρά τη θεματολογία των στίχων, δεν καταλείπεται καμία απολύτως σκοτεινή επίγευση.
Τώρα είναι η στιγμή που θα έπρεπε να γράψω ότι όλα τα τραγούδια έχουν ίδια δυναμική και πως είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις κάποιο. Εντάξει, το έγραψα, αλλά σπεύδω να συμπληρώσω ότι αυτό αφορά όλα, πλην του υπέροχου αρχικού single “Fudge”, που παντρεύει πανέμορφα την αυθεντική ‘60s ψυχεδέλεια με την εκμοντερνισμένη εκδοχή της που αναβίωσε η θρυλική Creation Records. Σε ανάλογο ψυχεδελικό ύφος κινείται και το εισαγωγικό flower - power “Do Rainbows Have Ends”, όπως και ο Beatl-ικός επίλογος του “Stuck to Yous”. Μη νομίσετε όμως ότι απουσιάζει το αντίπαλο δέος των The Rolling Stones, αφού στο “As the Carusel Swings” διακρίνεται η επιρροή του ανεπανάληπτου εθνικού ύμνου “Gimme Shelter”. Πέρα όμως από τα γαλαζοαίματα ψυχεδελικά, έχουμε και πανέμορφα νόθα, που φλερτάρουν με το prog (“Nothing Can Stop the Sound”), τους πρώιμους Echo and the Bunnymen (“The Mother of All Fuckers”), τους συνοδοιπόρους Black Rebel Motorcycle Club (“The Light is About to Change”) και τους TV Personalities (“Cross Eyed Gods”).
Εδώ και κάμποσα χρόνια έχει πάψει να βγαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας η rock γοργόνα, για να μας ρωτήσει με πονηριά αν το psych-rock ζει και βασιλεύει. Βλέπετε, αυτή έχει επιστρέψει στα ασφαλή χαρτογραφημένα νερά του Summer of Love και του Woodstock Music and Art Fair και δεν έχει καιρό για περιττές αγωνίες.