Therapy
Πνοές κρύου αέρα φυσούν στις ουκρανικές πεδιάδες. Ενίοτε περνούν και στα αυλάκια βινυλίων... Του Άρη Καραμπεάζη
Θέλω να ξεκαθαρίσω από την αρχή, καθώς μάλλον δεν θα σταθεί ως τελικό συμπέρασμα, ότι το ‘Therapy’ των Ουκρανών The Glass Beads είναι ένας από τους πέντε καλύτερους δίσκους που έχουν μέχρι τώρα κυκλοφορήσει από την διεθνώς ημεδαπή Fabrika Records.
Ενδεχόμενα και από τους τρεις καλύτερους, αν κάποιος έχει το θάρρος να κάνει μια πιο αφαιρετική αποτίμηση. Εγώ επί του παρόντος όχι, καθώς μόνο 3-4 πρώτης γραμμής ονόματα να αναφέρουμε από τον κατάλογο του label θα έχουμε πρόβλημα, πόσο μάλλον αν αρχίζουμε και διακρίνουμε ανάμεσα στους δίσκους τους.
Το πρόβλημα στο να σταθεί το παραπάνω ως τελικό συμπέρασμα, και το βόλεμα του να προταθεί ως πρόκριμα, έγκειται ασφαλώς στα διάφορα από τα οποία «πάσχει» ο δίσκος και δη στο βασικό εξ αυτών, το οποίο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε παρακάτω, με την γνωστή τακτική του «παίρνω κάτι αρνητικό και το παρουσιάζω τελικά ως προτέρημα», που ποτέ δεν μας έχει προδώσει τόσα χρόνια τώρα.
Δηλαδή κατά βάση από την αδιάλειπτη εσωστρέφεια. Παρότι στα όρια του dark-cold-folk wave κλπ είναι παραπάνω από τετριμμένο να χαρακτηρίζουμε ως εσωστρεφή, ακόμη και ηχογραφήματα που από (έστω και παγωμένα) χιλιόμετρα φωνάζουν και καλούν απελπισμένα για αποδοχή και κοινωνικοποίηση, το ‘Therapy’ είναι πράγματι εσωστρεφές και είναι σε βαθμό σχεδόν αφόρητο τέτοιο. Δηλαδή όχι απλά δεν σε πλησιάζει, αλλά και όταν το πλησιάζεις, ακούγεται σαν να μην είναι εκεί για εσένα.
Το παραπάνω το διαισθάνεται κανείς στις πρώτες 1-2 ακροάσεις του δίσκου, και ειδικά στην πρώτη - πρώτη. Σε ένταση τέτοια, που ενδέχεται πιθανότατα να τον προσπεράσει και να μην ασχοληθεί περαιτέρω, καταδικάζοντας το πρόωρα ως ένα ακόμη μονότονα ενδοστρεφές άκουσμα, συνεπώς ως απλώς μία ανατύπωση των όσων με αυτή την πρώτη ακρόαση θα αναγνωρίσει εδώ μέσα και ο πλέον αδαής ακροατής, σε μία εποχή κατά την οποία τα σχέδια του ‘Unknown Pleasures’ σε διάφορα μεγέθη στα Zara είναι ήδη (προ)περσινά νέα.
Το ‘Therapy’ είναι ένας μονόλογος κατ’ ουσία. Από ένα σημείο και μετά, και όταν πια κανείς έχει μπει στο νόημα του δίσκου και οι ακροάσεις συνεχίζονται (γιατί, αυτό θα σας συμβεί), απορείς και που μπήκαν στον κόπο οι Glass Beads να διαχωρίσουν τα τραγούδια μεταξύ τους. Και κάνεις και δεν κάνεις λάθος σε αυτή σου την διαπίστωση όμως, αλλά ως απορία επί της αρχής είναι σωστή. Πώς θα μπορούσε διαφορετικά; Φράσεις ολόκληρες καλύπτουν ισόποσα την έννοια του φασόν ανάμεσα στη μουσική και την μόδα της καθημερινότητας.
Στο ‘Nightmare’, που ανοίγει την δεύτερη πλευρά, συμβαίνει εκείνο το πάντοτε γοητευτικό παράδοξο, όπου η φωνή μπαίνει εντελώς άτσαλα και βιαστικά στο προσκήνιο, πριν η μουσική καθορίσει το περιβάλλον και την αισθητική της, αλλά επειδή πράγματι έχει το πλέον ουσιαστικό στοιχείο για να καταθέσει, αυτό δηλαδή που θα μείνει ως το τέλος.
“All Along I Felt So Lonely”, βιάζεται να δηλώσει η Marina Rubleskavya, πριν ο Mark Arshynikov προλάβει και σηκώσει το δάχτυλο από το πρώτο πλήκτρο, και παρότι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα ακριβώς είχε πει και στα τέσσερα (plus το instrumental ‘Therapy’ Intro) της πρώτης πλευράς, εν τούτοις σε πείθει ότι το ακούς για πρώτη μόλις φορά και το κυριότερο ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο και να το πει έτσι αγχωτικά ορμώμενη στο προσκήνιο και να το ακούσεις πριν από κάθε τι άλλο.
Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε επόμενο τραγούδι, και στην μανιέρα του να μην διαφοροποιείται δραματικά (διπλής κ.λ.π.) από το αμέσως προηγούμενο, οι εμμονές των Glass Beads καταλήγουν να είναι οι αρετές τους, η ρουτίνα τους εμφανίζεται απλώς ως ό,τι άξιζε να μείνει από μία απροσδιόριστη πληθώρα, και οι στιγμές εκείνες που αποφασίσουν το μπάσο να δονήσει λίγο πιο δυνατά από ότι μέχρι τότε περίμενε κανείς, ως μία ίσως και αχρείαστη επιβράβευση στον ακροατή που εξαρχής ήξερε γιατί πρέπει να μείνει εδώ και να αλλάξει απλώς πλευρά, και όχι δίσκο.
Δεν είναι απολύτως αληθές βέβαια το ότι το ‘Therapy’ είναι ένας μονοδιάστατος δίσκος. Απλώς θεωρώ ότι αυτή είναι η περισσότερο χρηστική προσέγγιση που απαιτείται να του επιφυλάξει κανείς, προκειμένου να αντικρούσει προληπτικά την εύλογη εσωτερική αντίδραση εκείνη, που θέλει την κάθε pop μουσική, όταν αυτή υπακούει αυστηρά σε αρχικές φόρμες, τις οποίες επεξεργάζεται μεν, με τρόπο ανεπαίσθητο χρονικά και αισθητικά δε, να αντιμάχεται τελικά όχι τόσο με τα καλούπια από τα οποία προήλθε, αλλά με τον ίδιο τον χρόνο, ως φθοροποιό στοιχείο της.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το προαιώνιο, αλλά και πράγματι αχρείαστο, ερώτημα περί του «τι καινούργιο μας προσφέρει», εδώ πρέπει να αποδεχτούμε την αγωνία της διατήρησης, ακόμη και με την συντηρητική έννοια της μη αλλοίωσης.
Το παραπάνω είναι θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για να μην απορρίψει κανείς –και μάλιστα με γρήγορες διαδικασίες– το ‘Therapy’ ως έναν δίσκο που πάσχει από υπερχείλιση ναφθαλίνης και καθοδηγείται από προθέσεις παραίτησης.
Εφόσον ο ακροατής κατακτήσει αυτό το ζητούμενο, τότε σίγουρα θα αρχίσει να τεμαχίζει τον μονόλογο, θα αντιληφθεί ότι το ‘Monster’ είναι ένα γιγαντιαίων (ε, τώρα ήταν προκλητική η ευκολία τι να κάνουμε) διαστάσεων slow dark club anthem και κυρίως θα φτάσει μέχρι το τελικό ‘Room 401’.
To τραγούδι εκείνο δηλαδή για το οποίο κάποτε, αργά ή γρήγορα, από λίγους ή από περισσότερους, στις πρώτες ή στις υποσημειώσεις της μελλοντικής dark pop ιστορίας, δεν έχει σημασία τι και πως και με ποιον τρόπο, αλλά θα πρέπει με κάποιο τρόπο να μνημονεύεται ως προϊόν υπεραξίας, στα όρια του πρωτάκουστου δηλαδή αν επιμένει κανείς στην σημασία μιας τέτοιας έννοιας, εν τέλει ως μία υποδόρια, αλλά πάντως πρωτεύουσα, παρακαταθήκη των The Glass Beads σε ένα μουσικό είδος που περισσότερο τελικά τους έχει ανάγκη, από ότι το έχουν ανάγκη οι ίδιοι.
Μία γνήσια γοτθική στιγμή, λιτή και αρχαϊκή στα όρια της ηχητικής απολέπισης, χωρίς την εμφάνιση καμίας τολμηρής μουσικής ή στιχουργικής λέξης, χωρίς κανένα κρεσέντο να την αναδεικνύει, χωρίς κρίσιμα σημεία, με ένα τετριμμένο over and over again να υπενθυμίζει ότι ο δίσκος που μόλις τελείωσε ήταν ένας δίσκος που χωρίς να μετακινήσει κανέναν από την θέση του, εν τούτοις δεν άφησε κανέναν στην ίδια θέση και κατάσταση που ήταν πριν τον ακούσει.
Όπως κάθε δίσκος που αξίζει πραγματικά να ακουστεί έστω και για μία τελευταία φορά πριν αφεθεί να πεθάνει στον χρόνο, κατά την εντύπωση που εξαρχής έδωσε ότι επιδιώκει να κάνει.