Merrie Land
Όπως με κάθε δίσκο του Albarn που αποκτά ένα περιβάλλον concept, θα είναι μεν άδικο να αφήσουμε το subtext του - Brexit εν προκειμένω - να πλακώσει την εμπειρία της ακρόασης, λιγότερο ωστόσο από άλλες φορές. Η καλή μουσική του ήταν πάντοτε σε θέση να επιβληθεί της θεωρίας περί αυτής, και στο σημείο αυτό δεν θα χρειαστεί καν να το κάνει. Ενώ γίνεται καθημερινά φανερό πως όσο δύσκολο είναι αυτή την περίοδο να αποφύγεις μια δεδομένη πολιτικότητα στη μουσική σου, τόσο απίθανο είναι να επιβιώσεις της ευκολίας, το ένστικτο του Damon συναντά επιτυχημένα το σημείο τομής εσωτερικότητας και άποψης. Με εξαίρεση κα’να δύο αντικυβερνητικές βολές στο ομότιτλο - το κράξιμο στους Τόρις είναι πάντα καλοδεχούμενο, αλλά η ευθεία πολιτικοποίηση δεν είναι το δυνατό σημείο του -, ο δίσκος κυλάει ήρεμα, αφήνοντας το θέμα του να τον συναντήσει πριν το επιχειρήσει η μουσική.
Είναι δίσκος που θα χαρακτηριζόταν επαρκέστερα δια της μητρικής των δημιουργών, συγκεκριμένα ως song cycle. Έχοντας συμβιβαστεί, όχι εύκολα, με το ότι οι περισσότεροι από εδώ και πέρα δίσκοι του Albarn θα πρέπει να εκτιμηθούν ως σύνολο, έψαξα τι από ό,τι ανέδειξε το προηγούμενο άλμπουμ επανέρχεται εδώ και αν προστίθεται κάτι καινούριο. Οι Albarn, Tong, Simonon και Allen συνεχίζουν να περνούν καλά και αυτό βγαίνει στο βινύλιο, και τίποτε που να ταράζει την άνεση τους δεν κάνει την έκπληξη. Αφήστε τα παιδιά (καλό!) να παίζουν και ας μην ψάξει κανείς τι προσφέρει ο καθένας από το ταλέντο του στο σύνολο, δεν είναι τέτοιου τύπου μπάντα. Ο Tony Allen, σύμφωνα με τον ίδιο, πιστεύει πως το παίξιμο του σε αυτόν τον δίσκο αναδεικνύεται περισσότερο, και ας μην του το χαλάσει κανείς. Τony Allen είναι, έχει το δικαίωμα να λέει ό,τι θέλει.
Τι ψάχνουμε σε αυτόν τον δίσκο, το λοιπόν, και σε αυτές τις μελωδίες που σταματούν πριν γίνουν τραγούδια; Απλά πράγματα, κάνα δυο αουτσάιντερ χάιλαιτ, όπως τα "Lady Boston" και "Poison Tree". Ο ήχος είναι χαλαρός και κυκλικός στην προδιάθεση, και σε αυτό συνεχίζει τη λογική του προηγούμενου, ελαφρώς πιο κοφτερός στη συναισθηματική αναγνώριση. Ο Visconti έχει κάνει καλή δουλειά, επιβλέποντας το "τόσο… όσο" που συνδέει τις μελωδίες με εκείνο το αδιόρατο σημείο που για δεκαπέντε λεπτά θα αποφασίσουν αν θα μείνουν στο μυαλό σου ή θα προσπαθήσουν να βρουν το μυαλό του επόμενου. Κάποια piano-hall περάσματα κάνουν μια διακριτική εμφάνιση σε δίσκο του Damon για πρώτη φορά σχεδόν μετά τα mid-90s, το "Truce in the twilight" διαβάζει με ζαλισμένο κεφάλι το βιβλίο των Specials (αλμπάρνικη παράδοση δεκαετιών πια), και όταν πρέπει η ιδιόμορφη στην απλότητα της βρετανική pastoral folk, γίνεται το μέσο για να μας θυμίσει ο συνθέτης πως κανείς δεν τον πλησιάζει τα τελευταία τριάντα χρόνια στη σύζευξη ομορφιάς και μελαγχολίας.
Όπως προαναφέρθηκε, η κοινωνικοψυχική προσέγγιση του περιβάλλοντος χώρου και της στιγμής είναι καλοδεχούμενη. Μην περιμένει κανείς βέβαια ρομαντικούς όρκους πίστης στην ευρωπαϊκή ιδέα, αυτοί δυστυχώς χάνονται αλλού και αλλού, δεν τους περιμένουμε από τα τέκνα της χώρας που στο μόνο που διακρίθηκε ιστορικά σε σχέση με την Ένωση είναι η υπονόμευση της. Περισσότερο έχουμε να κάνουμε με την απορία μιας κοσμοπολίτικης παρέας ανθρώπων για το συλλογικό ένστικτο που οδηγεί τη ζωή των συμπολιτών τους. Προς τιμήν όλων τους, αυτή η απορία δεν εκφράζεται μέσω πατροναρίσματος, αλλά επιθυμίας σε μια πορεία κοινής αυτοψυχανάλυσης. Ο Albarn δεν έχει σκοπό να παραστήσει πως νιώθει στη χώρα του όπως ο Μπρεχτ στην Αμερική - αν και κάποιες φορές έτσι μοιάζει-, και κανείς από τους σκεπτόμενος συντρόφους δεν δείχνει να έχει όρεξη να κουνήσει το δάχτυλο σε κανέναν. Ο δίσκος περισσότερο μοιάζει να εκφράζει την "πως τα κάναμε έτσι" πλευρά της συγκεκριμένης ιστορικής φάσης της Μεγάλης Βρετανίας και αυτό είναι περισσότερο από αρκετό για όποιον ψάχνει να βάλει τις ζωές των άλλων στην τέχνη του.
Οι TGTBTQ παραμένουν μια μπάντα που καλό είναι να πετύχεις λάιβ. Εκεί στη χαλαρότητα της μουσικότητας των elder statesmen που ευτυχώς δεν αισθάνονται έτσι, θα δεις τον λόγο ύπαρξης της. Αν και μιλάμε για παρέα, ας μην υποτιμηθεί ο συμβολισμός της παρουσίας τους. Συνδέοντας ιδανικά την εμπειρικότητα του legacy status με το χομπίστικο στοιχείο του απροσδιόριστου ήχου του σήμερα, γίνονται εν άγνοια τους μια ιδανική γέφυρα ανάμεσα στη σιγουριά της αβεβαιότητας και την αβεβαιότητα την ίδια. Ο διάδοχος του ‘Merrie Land’ δίσκος, δεν θα είναι ο επόμενος δίσκος του γκρουπ, αλλά κάποιος από τους δίσκους που για μια ακόμη φορά θα ξεγελάσουν την pop μουσική, κάνοντας την να πιστέψει πως μας εκφράζει ξανά. Δεν ξέρουμε αν θα φτάσει ποτέ και πως θα μοιάζει η εποχή αυτή, αλλά αν εμφανιστεί θα το καταλάβουμε από το πιάνο του Damon.