Glasgow Eyes
Δεν έχουν πια ανάγκη ούτε αποδείξεις, ούτε.. παραμορφώσεις, παραμένοντας με τον τρόπο τους γνήσια rock'n'roll. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Άντε και πήγες στο Κάστρο τάδε studio των Mogwai, βάζεις λοιπόν τα πατριωτόπουλα (δεν είναι δόκιμος ο όρος παρά μόνο σε κάτι σαλεμένους σε πορείες περί Μακεδονίας) και άντε και συνέδεσες τα μηχανήματα. Τι παίζεις όταν έχεις υπάρξει έστω και για κάποια λίγα χρόνια (ή μήπως ήταν μόλις 365 ημέρες;) η σημαντικότερη rock’n’roll μπάντα του πλανήτη, χωρίς καμία αμφιβολία; Τα άντερα σου παίζεις και με χαλαρότητα, ανταπαντώ. Όταν δεν έχεις να αποδείξεις κάτι αλλά είσαι εκεί επειδή γουστάρεις εσύ και όχι η πίεση της δημοσιότητας σου αναφορικά με το πότε και πως πρέπει να βγάλεις καινούργιο δίσκο, τότε λοιπόν κάνεις χαλαρούς δίσκους με αναφορές (σε στίχους και ήχους) όλων όσων σε ταλανίζουν. Και μεταξύ μας πάντα αυτό έκαναν, αν μη τι άλλο στους στίχους οι Jesus and Mary Chain, στον ήχο πήγαν και ήρθαν πολλές φορές, έστω και αν ουσιαστικά μετρονομούσαν και ηχοπλοκούσαν με διαφορετικές οπτικές γωνίες πάνω στα outtakes των δίσκων του Bo Didley (ακόμα και όταν θεωρητικά έπαιζαν παραλλαγές στην κλίμακα Μι μινόρε και Ντο Ματζόρε καμουφλαρισμένα τραγούδια των beach Boys).
Μην ψάξετε για τύμπανα στα ‘Μάτια της Γλασκώβης’, δεν υπάρχουν παρά μόνο beats τα οποία δεν προσπαθούν να μιμηθούν τον τυμπανιστή αλλά απλά και μόνο να υποστηρίξουν τις ενορχηστρώσεις. Οι οποίες δεν βρίθουν παραμόρφωσης διότι απλά δεν προσπαθούν να πιάσουν κανένα ρεύμα (πια) οι Jesus And Mary Cjain. Τα μονόχνωτα (ακόμα και μεταξύ τους, ή μάλλον, ειδικά μεταξύ τους) αδέλφια έχουν βρεθεί πολλές φορές στην πορεία τους στην εξής περίεργη θέση. Ενώ το 1985 ανατίναξαν τη ρουλέτα ήχου στο Ηνωμένο Βασίλειο και έκαναν του κεφαλιού τους με αποτέλεσμα αγγλικές και ευρωπαϊκές μπάντες να ανάψουν μια λαμπάδα στο ύψος των αδελφών Reid χτίζοντας δίσκους και ύφος πάνω στην ανάδευση του κύματος fuzz που εξαπέλυσαν οι Σκώτοι (όπως θα έλεγε έλληνας μεταφραστής του Τζέημς Φένιμορ Κούπερ στα 70s), μετέπειτα, ειδικότερα στην αμερικάνικη πορεία τους οι JAMC βρέθηκαν να κυνηγάνε τις εξελίξεις, διότι αυτές όριζαν συνισταμένες εισιτηρίων σε αμερικάνικα venues αν επιθυμούσαν να (παρα)μείνουν την επιφάνεια. Και αντί να δούμε τους Tuxedomoon του αγγλικού ήχου στην Ευρώπη είδαμε (ή μάλλον ακούσαμε) τελικά τους Eagles του αγγλικού ήχου στην Αμερική.
Τώρα, πολλές πόρτες έχουν κλείσει, πολλά μπινελίκια έχουν πέσει (ανάμεσα τους τα περισσότερα εξ αυτών), πολλά μέλη έχουν φύγει (μερικά ευτυχώς, αν κι εκείνο το καλό παιδί ο Douglas Hart θα έπρεπε πάντα να είναι τριγύρω, ήταν ο Mick Harvey της κατάστασης σε επίπεδο ισορροπίας) και δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό. Μιλάνε για τις επιρροές τους στους στίχους (Beatles και Stones πάνε κι έρχονται και φυσικά οι Beach Boys κι ο Lou Reed στη γωνία), κάτι ερωτικά τελειωμενίδικα όπως πάντα από τον Jim (έφυγε, ξαναγύρισε, γιατί ρε κορίτσι μου, που πας ρε κορίτσι μου, α τι ωραία που ήμασταν μωρέ μαζί τα γουτσουλίνια, αχ θυμάσαι ρε μωρό πως κάναμε ναρκωτικά ψηλά εκεί στο βουνό, πωπω πως θυμάμαι εκείνα τα βράδια που λιώναμε στην τηλεόραση), κάνουν και τα πολιτικά τους σχόλια (αν σου έλεγαν το 1985 ότι ο Ντε Γκωλ θα έμπαινε σε στίχο των Jesus θα έπαιρνες παραπάνω από την συνηθισμένη δόση αμφεταμινών;) και πάμε για mastering!
Μισό λεπτό! Ο ήχος; Ρωτάτε, απαντώ. Ο ήχος είναι αυτός που ξέρετε, απλά στην αρχή θα ξενίσει λίγο η απουσία μεσοσυχνοτικής περιοχής, το ολίγον από Joan Jett hard rock (ναι αμέ! Σε τουλάχιστον μία σύνθεση) και η παρουσία κάποιων (υπο)ηλεκτρονικών δομών, αλλά ο William Reid είναι όπως πάντα εκεί με την gretsch να προσφέρει ανόθευτο καβάλημα της ταστιέρας προς τους αειθαλείς μονοδιάστατους JAMC δρόμους, σημειωτέον με πολλή μελωδικότητα και χωρίς πολλά τελάλικα (εκ του τελάλη) ρεφραίν. Χώρια που έχει γράψει και μερικές καλές γέφυρες.
Ο δίσκος είναι απολαυστικότερος από αυτό που περιμένεις. Είναι σαν το ‘461 Ocean Boulevard’ του Eric Clapton, χαλαρότητα και post ναρκωτικές καταστάσεις με σωστά παιξίματα διότι επιτέλους ακούμε όλες τις νότες (από την εποχή του ‘Darklands’ είχε να συμβεί αυτό). Αν δεν είχε αναλάβει το artwork ο ίδιος ο William θα ήταν ακόμα καλύτερος.