The Last Drive
Αμπελόκηποι - Αμερική με εισιτήριο (μετά επιστροφής!) έναν ροκ δίσκο. Του Αντώνη Ξαγά
This is America (not;)... This is rock... (not;)
Λοιπόν, υπάρχει μια καταπληκτική ατάκα που είχε γράψει κάποτε ο Στοκχάουζεν σχολιάζοντας (αν θυμάμαι καλά) ένα μουσικό έργο το οποίο τον έκανε λέει "να ανακαλύψει τον Ινδό μέσα του", θέλοντας να υπογραμμίσει με τον λόγο αυτό την δυιστική φύση της μουσικής, η οποία μπορεί μεν να ξεπεράσει σύνορα και να γίνει οικουμενική, την ίδια στιγμή όμως, ακόμη και στις σύγχρονες συνθήκες του "παγκόσμιου χωριού", με έναν τρόπο (μεταφυσικό;) κρατά μέσα της και την γενέτειρα αφετηρία της. Κατά μία αναλογία και το ροκ των Last Drive μπορεί να σε κάνει να ανακαλύψεις τον Αμερικανό μέσα σου, όντας συγχρόνως απολύτως ελληνικό. Από τους Αμπελόκηπους και την "παραλία" τους μέχρι τις ερήμους της Νεβάδα και της Αλαμπάμα, ένα τραγούδι δρόμος...
Ροκ και Αμερική, δύο έννοιες πολύπαθες και αξεδιάλυτα συμπλεγμένες, σχεδόν μεταφυσικές ου-τοπίες, με τεράστιο πλάτος, όπου ο καθένας μπορεί να προβάλλει και να χωρέσει τις δικές του. Η Αμερική από τη μία, η γη της ελευθερίας, των ανοιχτών οριζόντων, των πιονέρων, αλλά και το κράτος των "φονιάδων των λαών", που στήθηκε πάνω σε γενοκτονίες, στην εκμετάλλευση και στο ασυμβίβαστο μεν, ατομικιστικό δε (και βασικά προτεσταντικό) πνεύμα "έτσι και πατήσεις στο χωράφι μου στην άναψα". Και το ροκ από την άλλη, η μουσική που γεννήθηκε ουσιαστικά από την "πολιτισμική οικειοποίηση" (άλλοι θα το έλεγαν και μπόλιασμα) της μουσικής των κάτω μαύρων από τους πάνω λευκούς, μία από τις μείζονες μυθοπλασίες του 20ου αιώνα που ακόμη επιβιώνει, στη γλώσσα μάλιστα έχει ξεπεράσει τον χαρακτηρισμό του μουσικού είδους, έχει γίνει εξιδανικευμένο επίθετο το οποίο μπορεί να κολλήσει σχεδόν στα πάντα, έγινε ακόμη και τρόπος ζωής, ταυτίστηκε συμβολικά με το ασυμβίβαστο, το ελεύθερο, το αντισυστημικό, ακόμη και το επαναστατικό, εν τούτοις κουβαλά κι αυτό εκ γενετής ακόμη κάποια σκληρά συντηρητικά γονίδια (ο Elvis π.χ. που βρίσκεται σε κάθε ροκ εικονοστάσι, ήταν υπόδειγμα συντηρητικότητας, ειδικά από την ...μέση και πάνω, τόσο ο ίδιος ως προσωπικότητα όσο και τα τραγούδια του σαν νοηματικό περιεχόμενο, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα εδώ το θέμα). Θολά λοιπόν τα νερά, μπέρδεμα και αντιφάσεις ανάμεσα σε μια ουσιοκρατική καθαρότητα και μια ενίοτε αυθαίρετη δημιουργική απροσδιοριστία. Τι είναι λοιπόν ροκ; Κάτι σαν την ..πορνογραφία ίσως; Δεν μπορείς να το (περι)ορίσεις, το αναγνωρίζεις όμως όταν το ακούς. Και πάντως όταν ακούς έναν δίσκο Last Drive, ξέρεις ότι ακούς ροκ...
Σε ολόκληρο το έργο των Last Drive τούτες οι δύο ουτοπίες, το ροκ και η Αμερική, συναρμόζονται κατ' ουσία σε μία (δύσκολο σε μια χώρα με ανέκαθεν σχιζοειδή σχέση με τον "Αμερικανό φίλο", (μ)παλαντζάροντας ανάμεσα σε δαιμονοποίηση και μιμητισμό). Έχτισαν έτσι έναν Drive μύθο ο οποίος εμπνέεται από την δική του άλλη Αμερική, ειδικά την "παρακμιακή" της πλευρά, την υπονομευτικά underground, την ακόμη και επικίνδυνη, με σεξ και ντραγκς και ροκ εν ρολ και γκαράζ (με και χωρίς αυτοκίνητα). Σε μια προσπάθεια η οποία κατά βάθος αποσκοπούσε να αρθρωθεί μια γλώσσα η οποία θα τους επέτρεπε να σταθούν και να απευθυνθούν στην εδώ κοινωνική πραγματικότητα, ένας απελευθερωτικός κώδικας επικοινωνίας και αμφισβήτησης ενός "ανήκειν" σε διαλεκτική αντίθεση-σύγκρουση με μια καταπιεστική πραγματικότητα. Φτιάχνοντας έτσι εν τέλει μια απόλυτα δική τους (μας), πιο κοντινή τελικά σε μας Αμερική.
Αν βάλουμε κάτω τα ψυχρά πραγματολογικά στοιχεία, έχουν περάσει 9 ολάκερα χρόνια (εντάξει, κάμποσα λιγότερα αν προσμετρήσουμε και το EP "News from nowhere"), θα μπορούσαμε αβασάνιστα να μιλήσουμε για επιστροφή. Και όμως... Ψυχολογικά δεν υπήρξε κανένα κενό, καμία απουσία, οι Last Drive ήταν όλα αυτά τα χρόνια εδώ, ενεργά παρόντες, στη σκηνή, στα λάιβ, στους δρόμους. Μοιάζει λοιπόν και είναι φυσιολογική δημιουργική συνέχεια η κυκλοφορία τούτου του δίσκου. Όπου μετά από 30+ χρόνια από τον πρώτο τους (νομίζω θα σταματήσω τούτη την χρονολογική λογιστική, είναι μάλλον τρομακτική για μένα όταν με θυμάμαι ακόμη παιδαρέλι να ακούω το "Ηeatwave"), ήρθε η ώρα να κυκλοφορήσουν κι έναν δίσκο με τίτλο απλά το όνομα τους, "The Last Drive". Το δικό τους "Red album", έτσι για να κάνουμε και μια ...βλάσφημη παραπομπή.
Μια τέτοια επιλογή ενός συγκροτήματος έχει αναλυθεί πλειστάκις από τους επαΐοντες, αν είναι πρώτος δίσκος τα πράγματα είναι προφανή, λειτουργεί σαν μια σύσταση στον κόσμο, όταν όμως έρχεται σε προχωρημένο στάδιο, τι; Δηλώνει άραγε μια αλλαγή στην κατεύθυνση, μια ριζική μεταστροφή, μια καινούργια αρχή; Μια επιστροφή στις ρίζες ίσως; Μια ανασύνταξη; Ή πρόκειται για επίδειξη αυτοπεποίθησης; Ή απλά για έλλειψη έμπνευσης; Βάζοντας το κίτρινο (βγαίνει και σε μαύρο για όσους δεν προλάβατε) βινύλιο να παίξει και όσο κυλάει η βελόνα αρχίζεις να αποκλείεις απαντήσεις. Για να καταλήξεις στο εξής απλό: είμαστε οι Last Drive, είμαστε εδώ, και χαιρόμαστε (γουστάρουμε νομίζω θα έλεγε ο Άλεξ) που κάνουμε ότι κάνουμε. Να παίζουμε το δικό μας ροκ εν ρολ (παρά λίγο να γράψω γνήσιο και τίμιο, είθισται να κολλάνε τέτοια επίθετα στο ροκ, μου τράβηξε όμως το μανίκι ο Όσκαρ Ουάιλντ που έλεγε ότι όλη η κακή ποίηση πηγάζει από γνήσιο αίσθημα). Και να τιμάμε την πορεία και τις καταβολές μας (ενδεικτική και η αφιέρωση του δίσκου στη μνήμη του προσφάτως συγχωρεμένου Fred Cole των Dead Moon).
Η αρχή επιφυλάσσει ένα μάλλον ανατολίτικης τεχνοτροπίας, αόριστα ψυχεδελίζον "Everlasting Intrο", το οποίο στα χέρια κάποιου νεο-ίνδυ σχήματος μπορεί να κατέληγε σε ένα ακόμη αργόσυρτο ανούσιο ηχοτοπίο (sic), οι Drive όμως δεν έχουν καμία σχέση με τούτον τον μοδάτο νεοπολτό, το "Always the sun" που ακολουθεί, με την αγριωπή ερμηνεία του Καρανικόλα διαλύει κάθε συννεφάκι αμφιβολίας. Τραγούδια σαν και αυτό ή σαν το "Snakecharmer", στέρεα και δυναμικά, έχουν από καιρό προστεθεί στον κανόνα εκείνων που σηκώνουν ατελείωτη σκόνη στις συναυλίες τους (και το αναφέρω αυτό, διότι αν και δεν πιστεύω ότι η ουσία ενός καλλιτέχνη είναι τα λάιβ -με κορυφαίο αντι-παράδειγμα αυτής της στερεότυπης έκφρασης τους Beatles- οι Last Drive είναι εν τούτοις ένα από εκείνα τα συγκροτήματα που ζουν και αναπνέουν πάνω στη σκηνή - κι ας μην ευτυχούν συχνά από άποψη ήχου).
Τίποτε λοιπόν δεν άλλαξε; Έχουν μείνει οι Drive περιχαρακωμένοι στην ήδη κατακτημένη αισθητική τους; Ξεπερνώντας την ίσως στρεβλά νεοδαρβινίστικη οπτική του ερωτήματος, θα απαντούσαμε ότι εδώ ακούγονται πιο σκληροί, μπολιασμένοι με κάποια stoner στοιχεία να το πούμε αλλιώς, κλείνοντας ίσως και το μάτι στους νεαρότερους επιγόνους τους, σε μια γόνιμη διαγενεακή ανταλλαγή. Επίσης τολμούν να αφήσουν περισσότερο χώρο στη μουσική, 3 instrumental κομμάτια φιγουράρουν στον δίσκο, με το εξαιρετικό "White Knuckles" να ξεχωρίζει (το οποίο είχε γραφτεί για να ντύσει το ντοκυμαντέρ "Φασισμός Α.Ε.", ειρήσθω εν παρόδω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η άποψη του φιλμ αλλά και προβληματικά οικονομικίστικη, αλλά ας μην το πιάσουμε και αυτό το θέμα εδώ), σαν οι ...Pink Floyd (θου κύριε, και όμως) του "One of these days" να συναντούν τους Neu! του "Hero". Και τέλος -πραγματικά κιόλας γιατί έτσι κλείνει ο δίσκος- για πρώτη φορά σε δίσκο της μπάντας παρεισφρέει και ένα ξεκάθαρα ελληνικό στοιχείο, με το αφιερωμένο στον ανωγειανό λαουτίστα Γιάγκο Χαιρέτη "Yiagos" να αφήνει ανοιχτές υποσχέσεις και ερωτηματικά.
Γι' αυτό άλλωστε, με την τελευταία νότα ακόμη να αντηχεί στα αυτιά, ξεπερνώ κάποιες φλύαρες και αδύναμες στιγμές, και στέκομαι στο γεγονός ότι το "The Last Drive" είναι ένας δίσκος που δεν αρκείται να σταθεί στο ύψος του παρελθόντος και αποτυπώνει ένα συγκρότημα σε διαδικασία ψαξίματος. Και μπορεί επίσης να λέγεται και να γράφεται συχνά (και κάπως υπερφίαλα και απόλυτα) το κλισέ ότι δεν έχουν δήθεν να αποδείξουν τίποτε και σε κανέναν, στην πραγματικότητα, η ζωή όλων μας είναι μια διαρκής, μέχρι τέλους πορεία "απόδειξης". Στάσης, ιδεολογίας, έργων, λόγων. Ως εκ τούτου και οι Last Drive έχουν να αποδείξουν πολλά και σε πολλούς. Και εδώ τα καταφέρνουν και πάλι...