Songs Of The Saxophones
Και όμως... Δεν είναι η δεξιοτεχνία τους στο σαξόφωνο που ίσως σας κάνει να τους αγαπήσετε. Για τον Μάνο Μπούρα δεν υπάρχει κανένα ίσως
Φοβερό όνομα για συγκρότημα, The Saxophones. Απορώ πώς και δεν το είχε σκεφτεί κανείς νωρίτερα – με μία γρήγορη αναζήτηση εντόπισα κάτι ασήμαντα παρεμφερή όπως The Golden Saxophones (κι όχι, δεν πρόκειται για το γκρουπ που σιγοντάριζε το δικό μας, εγχώριο «χρυσό σαξόφωνο» του Γιώργου Κατσαρού) και Aiona’s Saxophones από τη Χαβάη, αλλά αυτά δεν είναι ικανά ασφαλώς να μας απασχολήσουν σοβαρά. Γενικά βέβαια, δεν ξέρω πόσο καλή ιδέα είναι να ονοματίσεις το συγκρότημά σου από ένα μουσικό όργανο (πρόχειρα θυμάμαι τους Electric Guitars και τους The Drums, αλλά σκεφτείτε μέχρι που έφτασαν και οι δύο τους και θα καταλάβετε το point μου), τουλάχιστον όμως στη δική μας, συγκεκριμένη υπόθεση θα έχουμε αγγίξει αν μη τι άλλο ορισμένα ζηλευτά σημεία μουσικής εκφραστικότητας και, γιατί όχι, πληρότητας.
Πριν προλάβει να πει κανείς «μακριά από εμένα, απεχθάνομαι το σαξόφωνο», να πούμε ότι το ντουέτο των Saxophones χρησιμοποιεί σποραδικά και μόνο το εν λόγω χάλκινο πνευστό. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να φτάσεις στο πέμπτο κομμάτι του ντεμπούτο αυτού τους δίσκου για να ακούσεις τη χαρακτηριστική πνοή του. Επίσης, δεν πρόκειται για ένα σχήμα το οποίο διαθέτει στις τάξεις του μια στρατιά από σαξόφωνα κι αντίστοιχους χειριστές του οργάνου. Μόνο ο ένας εκ των δύο βασικών του γκρουπ, ο Alexi Erenkov, φυσάει στο στόμιό του και πατάει τα αντίστοιχα κλειδιά, κι αυτό όχι διεκδικώντας εύσημα δεξιοτεχνίας κι αυτοσχεδιαστικής δεινότητας, στα πρότυπα κάποιας jazz ηχογράφησης ίσως, παρά μόνο ως απαραίτητο συμπλήρωμα μιας συνολικής ατμοσφαιρικής εικόνας πολύ σημαντικής προκειμένου να εισπράξει κανείς την εμπειρία της μουσικής τους στην ολότητά της.
Οι Saxophones έρχονται από την Καλιφόρνια κι απαρτίζονται βασικά από ένα ζευγάρι, τον Alexi Erenkov που προαναφέραμε και την Alison Alderdice που συμπληρώνει διακριτικά κρουστά και φωνητικά (ζευγάρι που μάλιστα πολύ πρόσφατα απέκτησε το πρώτο της παιδί, πληροφορία απόλυτα απαραίτητη προκειμένου να συμπληρώσετε ακόμη περαιτέρω το παζλ των υποτιθέμενων επιρροών τους, ακόμη κι εκεί που πιθανώς να μην υπάρχουν). Ο τρίτος της παρέας τους είναι ο Richard Laws στο μπάσο και το βιμπράφωνο. Όλες τους οι συνθέσεις προέρχονται από τον πρώτο, το ίδιο και οι κιθάρες, τα φωνητικά και κάποιες πινελιές από συνθεσάιζερ ή ένα φλάουτο εδώ κι εκεί. Την κεντρική ιδέα όμως των Saxophones διαμορφώνουν τα τραγούδια και κυρίως τα φωνητικά. Αυτά είναι που θα σας κάνουν να τους ερωτευθείτε, αν ποτέ πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο…
Και όχι μόνο ασφαλώς! Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τη μουσική και θα φτάσουμε και σ’ αυτά. Μια πρώτη μπάντα που μπορούμε να αναφέρουμε ως παραπλήσια είναι οι Low, και δεν είναι μονάχα το γεγονός ότι πρόκειται για ένα γκρουπ του οποίου ηγείται ένα ζευγάρι εντός κι εκτός των πλαισίων του. Οι αργές ταχύτητες, ο άδειος ήχος που όμως πείθει για τον μεστό του χαρακτήρα και η πληθώρα συναισθημάτων από τα οποία ξεχειλίζει δίνουν αμέσως παράλληλες συντεταγμένες. Διαφέρουν βέβαια στο ότι η λέξη ροκ θα εντοπιστεί σαν αναφορά από σπάνια έως καθόλου ακούγοντας τους Saxophones. Αν θα θέλαμε να δώσουμε άλλο ένα παράδειγμα, θα ήταν να φέρουμε στο μυαλό μας ένα γκρουπ που θα έπαιζε μουσική κάπου σε μία ταινία του David Lynch, επάνω σε μια ημίφωτη σκηνή και μπροστά από μία βελούδινη κόκκινη κουρτίνα. Τα τραγούδια της θα ηχούσαν οικεία, γλυκόπιοτα μα με μία επικείμενη αίσθηση κινδύνου να καραδοκεί πίσω από τις νότες, απροσδιόριστη μα πανταχού παρούσα… Καθόλου τυχαία, οι Saxophones έχουν διασκευάσει ένα κομμάτι μέσα από το σάουντρακ της δεύτερης σεζόν της τηλεοπτικής μεταφοράς του Twin Peaks σε ένα από τα πρώτα τους σινγκλ, το Just You, σε μία αρκετά πιστή εκτέλεση. Εκεί πράγματι έχουν μεταγράψει την κιθαριστική ανάγνωση του βασικού ριφ στο σαξόφωνο, από εκεί και πέρα όμως η ατμόσφαιρα παραμένει η ίδια, σχεδόν ανατριχιαστικά ψυχρή παρά τη φιλόξενα ‘50s και δανεισμένη από την doo wop μυθολογία αισθητική. Οι αναφορές στον Lynch και τη μουσική του Badalamenti είναι εμφανείς και σ’ άλλα σημεία, όπως για παράδειγμα στο ριφ που στηρίζει το δεύτερό τους σινγκλ, το Aloha, μα ας μην αφήσουμε να εννοηθεί ότι το συγκρότημα ζει και αναπνέει μονάχα να δει το όνομά του κάπου στα credits μιας δουλειάς των δύο αυτών κολοσσών του γκροτέσκου, γιατί δεν είναι μόνο αυτή η αλήθεια τους.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που έκανε μια βρετανική κατά τα άλλα ετικέτα να τους αρπάξει μπροστά από τη μύτη δεκάδων συμπατριωτών τους ιδιοκτητών μικρών και μεγάλων εταιριών και να κυκλοφορήσει εκείνη κατ’ ευθείαν τη δουλειά τους. Που, μη φανταστείτε, δεν είναι και πολλά πριν από αυτό το άλμπουμ. Δύο σινγκλ όλα κι όλα, παρότι παίζουν μέσα στην αχανή αμερικανική ήπειρο εδώ και μια οκταετία περίπου. Μάλλον χρειαζόταν ένα αυτί από τη Γηραιά Αλβιώνα για να εκτιμήσει το ταλέντο και την ιδιαιτερότητα του ήχου τους και να πειστεί ότι αυτά τα τραγούδια πρέπει πάση θυσία να ακουστούν ευρύτερα, όσο ευρύτερα είναι ικανό ένα label του βεληνεκούς της Full Time Hobby να μπορέσει να τα διαδώσει.
Ή μάλλον ξέρω. Ή καλύτερα φαντάζομαι. Προσπαθώ να μπω στα παπούτσια του τύπου που τρέχει το label, στη θυρίδα του σκάει ένα αντιγραμμένο cd – ή ένα link προσγειώνεται στην ηλεκτρονική του διεύθυνση – ακούει το demo τους και σκέφτεται ότι όσο εξωγήινο ακούγεται αυτό το μπουκέτο κομματιών, άλλο τόσο πιθανό είναι να ακουστεί ως μια δουλειά απόλυτα ερωτεύσιμη, ένα σύνολο ακουστικών καταστάσεων με το οποίο θα ταυτιστούν αν όχι όλοι, τουλάχιστον η πλειοψηφία των ανθρώπων που θα το ακούσουν. Ποιο είναι επακριβώς το σημείο που θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος του δίσκου, μια αιχμή τόσο απαλή που σε σφάζει και σε γιατρεύει την ίδια ακριβώς στιγμή; Η φωνή του Erenkov, να τι! Ακούγοντάς την, νοιώθεις ότι κάπου την έχεις ξανακούσει, σου είναι οικεία αν και όχι επειδή την έχεις ξανασυναντήσει – επειδή προφανώς και δεν την έχεις ξανασυναντήσει, είναι δεδομένο κάτι τέτοιο. Αμέσως όμως σου έρχεται στο μυαλό η φωνή του Antony, όπως και του Jay-Jay Johanson, έχουν παρόμοιο camp χαρακτήρα και έναν κόμπο που σε κάνει να την παρακολουθείς γεμάτος ενδιαφέρον. Η έτερη που σου θυμίζει είναι εκείνη του Stuart Staples, σε μια πιο θηλυκή έκδοση μα με την ίδια εκφραστική δεινότητα και γοητεία (και με την ίδια βέβαια αίσθηση ότι όσα έχουν να πουν, καλό θα ήταν να τα πουν σύντομα, επειδή πολύ γρήγορα θα συνηθίσουμε τη μανιέρα του και θα είναι αληθινά δύσκολο να μεταφέρει κάτι καινούργιο στο ακροατήριό του. Εκτός κι αν όπως κι εκείνος ο τελευταίος, έχει προλάβει να διαμορφώσει ένα τέτοιο ανθολόγιο που να είναι ικανό να σηκώσει στους ώμους του χ αριθμό επαναλήψεων του υλικού του επ’ άπειρο…). Γενικότερα, οι Saxophones δεν κινούνται πολύ μακριά από τα χωράφια των Tindersticks, ειδικά στο ύφος που έχουν διαμορφώσει τα τελευταία χρόνια κι όπως τους αρέσει να παρουσιάζονται πλέον στις συναυλίες τους, όπως τους έχουμε βιώσει σχετικά πρόσφατα με την εμφάνισή τους στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ας πούμε. Κρουστά που σχεδόν δεν ακούγονται, κιθάρες που μοιάζουν να παίζουν από μια διπλανή παραλία, ένα πνευστό που διασχίζει τον αέρα επάνω μας, μια αφηγηματική φωνή που τραγουδάει για τις περιπέτειες της αγάπης με ένα καραβοτσακισμένο πάθος που δεν ξέρεις αν είναι έτοιμο να παραδοθεί ή να αναλάβει ξανά δράση και να διεκδικήσει, να απολογηθεί, να ψάξει τις αιτίες, να συνθηκολογήσει και να ξεκινήσει πάλι ένα ταξίδι προς άγνωστο προορισμό.
Το Songs Of The Saxophones κυλάει σαν ουίσκι στις φλέβες, σαν μέλι στο λαρύγγι και σαν αίμα από πληγή. Είναι ένα σύνολο τραγουδιών ανοιχτό σε ερμηνείες, μπορεί να σε κάνει να το αποστραφείς σαν muzak που ανέκαθεν σε απωθούσε, αν και το στοίχημά μου είναι ότι θα σε γοητεύσει σε ανησυχητικά σοβαρό βαθμό (με τον ίδιο αν και αρκετά διαφορετικό τρόπο που θα το κάνει το προσφάτως κυκλοφορηθέν crooning του Marlon Williams, αν και αυτό θα σας το εξηγήσει κάποιος άλλος κάπου εδώ τριγύρω…). Το ξέρω ότι αυτό ακριβώς έκανε σ’ εμένα, με έθισε στο Singing Desperately καθώς μου αποκάλυπτε τα μυστικά του (Mysteries Revealed), κι ακόμη όταν έκλεινε με τα σύντομα 58 δευτερόλεπτα του Afterglow, με έκανε να νοιώθω ότι επρόκειτο για το πιο γεμάτο περιπέτεια σκάρτο ηχητικό λεπτό που βίωσα εσχάτως. Είναι τόσο καλό αυτό το άλμπουμ; σας ακούω να συνεχίζετε να αναρωτιέστε. Ακούστε το, σας προκαλώ!