Any Day
Έχω σίγουρα γράψει στο παρελθόν κάτι για τους The Sea And Cake, το πιθανότερο κάποιο σύντομο κείμενο κριτικής/παρουσίασης ενός από τους μπόλικους δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει από το 1994 μέχρι σήμερα. Σίγουρα πάντως όχι τόσο εκτενές όσο σκοπεύω να είναι αυτό εδώ που ακολουθεί, το οποίο στην ουσία είναι ένα γράμμα αγάπης για τη μπάντα, που θα λέει πολλά και διάφορα για το γκρουπ και τη μουσική του, μα δεν είναι βέβαιο ότι θα αναφέρει οτιδήποτε για ετούτη τη νέα τους κυκλοφορία (αστειεύομαι, ασφαλώς και θα αναφέρει. Νομίζω τουλάχιστον. Θα δείξει...).
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήρθα σε πρώτη επαφή μαζί τους, αλλά θα πρέπει να ήταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90, τότε που ψάχναμε και ακούγαμε οτιδήποτε ερχόταν από τη μεριά του Σικάγο και έφερε (κατά προτίμηση) επάνω του τη στάμπα ποιότητας της ετικέτας Thrill Jockey. Οπωσδήποτε βοήθησε το γεγονός ότι ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος συναντούσε κανείς τον John McEntire στα τύμπανα, που ασφαλώς απολαμβάναμε παράλληλα σαν μέλος της ναυαρχίδας της σκηνής (και του label), τους Tortoise. Ήταν μια καλή αφορμή αυτή λοιπόν να δοκιμάσεις τους ήχους και αυτής της μπάντας, που –ως συνέβαινε συνήθως– δεν ήξερες που ακριβώς θα σε οδηγούσε, σε τι είδους ηχητικά τοπία και ποιας υφολογικής αναφοράς θα ήταν η μουσική τους. Μπορεί να ήταν μέχρι και jazz, ίσως λίγο πιο ξεκάθαρα ροκ τελικά, σίγουρα θα είχε τις post rock προσεγγίσεις της, μιας που όλοι λίγο ή πολύ κάπου εκεί κινούνταν, αν και δεν το ξέραμε τότε (επειδή μπορεί κάποιος ίσως να το είχε ήδη σημειώσει, μα κανείς μας δεν το είχε ενσυνείδητα εντυπωμένο στις κωδικοποιήσεις του) αλλά οπωσδήποτε το υποψιαζόμαστε.
Εκείνο στο οποίο δεν πήγαινε με τίποτα το μυαλό μας είναι ότι ανάμεσα σε όλα αυτά, μεταξύ όλων αυτών των υπερμουσικών που καταφέρνουν να περνούν από τη μηχανή του κιμά ένα σωρό στυλ και ηχητικές τάσεις και γράφουν τις μουσικές του αύριο, υπήρχε ένα σχήμα που προτιμούσε να κρατάει χαμηλό(τερο) προφίλ και να γυρίζει στην προαιώνια αγωνία του ανθρώπου να γράψει την τέλεια μελωδία, μια ποπ που να αποθεώνει το τραγούδι και να μη νοιάζεται για την αλληλουχία έξοχων συγχορδιών που σε ανυψώνουν. Δύο και καλύτερες αρκούν.
Οι The Sea And Cake ήταν εξ αρχής προφανές ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση, ειδικά από τη στιγμή που είχαν μυριάδες χαρακτηριστικά που απουσίαζαν από τις υπόλοιπες μπάντες. Αυτά είναι που θα σε κάνουν να τους λατρέψεις, αυτά ίσως να σε απωθήσουν επίσης. Πάντως σίγουρα ακούγοντας ένα κομμάτι τους, καταλαβαίνεις ότι είναι αυτοί κι όχι οποιοσδήποτε άλλος, και δε μπορείς να το πεις για πολλούς αυτό, θα συμφωνήσετε. Αν θα έπρεπε να απαριθμήσουμε ένα και μοναδικό τους τέτοιο, αυτό είναι η φωνή του Sam Prekop. Θηλυπρεπής και με κομμένη την ανάσα, αυτόματα εξορίζει ολόκληρο το άκουσμα της μουσικής τους σε μια απόμακρη χώρα που πολλοί δεν έχουν το θάρρος να επισκεφτούν, μιας που βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσαμε να βαφτίσουμε σαν «ροκ». Οι The Sea And Cake δεν είναι ροκ, επειδή δε θέλουν να είναι. Αν οι κιθάρες σας πρέπει να είναι δυνατές και να δηλώνουν αισθητά την παρουσία τους, αυτό δεν είναι ένα συγκρότημα για εσάς. Κι αν τα φωνητικά πρέπει να έχουν μια δια της έντασης βαρύτητα για να σας αγγίξουν, απομακρυνθείτε άμεσα και χωρίς να προξενήσετε ζημιές, παρακαλώ…
Αν καταφέρεις να δεχτείς τη φωνή του Sam Prekop, τα ξεψυχισμένα του oh oh και το ρομαντικό χάδι της χροιάς του, έχεις απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος της γοητείας του γκρουπ κι είσαι έτοιμος να μπεις περισσότερο μέσα στα σωθικά τους. Εκεί θα βρεις τις δίδυμες κιθάρες τους, που κελαηδούν σαν τα ουρί του παραδείσου. Γι’ αυτές είναι υπεύθυνοι τόσο ο προαναφερθείς Sam Prekop, όσο και ο έτερος Archer Prewitt, που αποτελούν ούτως ή άλλως τους δύο βασικούς συνθέτες τους. Οι δύο αυτές κιθάρες θα μπορούσαν να έχουν γεννηθεί στη Βραζιλία, να έχουν μαζέψει μπόλικο ήλιο στην παραλία της Bahia και να έχουν τη bossa nova εντυπωμένη στο DNA τους. Όχι ότι η μουσική των The Sea And Cake θα μπορούσε να ενταχθεί στο κίνημα της tropicalia, ευτυχώς η δυτικότροπη προέλευσή της είναι εμφανής, αλλά οι επιρροές της από εκεί είναι προφανέστατες.
Όλες τις υπόλοιπες επιρροές τους δεν θα τις αναφέρω, ακούγοντάς τους θα έρθουν διάφορα πράγματα στο μυαλό σας –όπως και σε οτιδήποτε άλλο ακούει κανείς– αλλά ευτυχώς, έχουν τόσα δικά τους στοιχεία σε εφαρμογή ώστε γρήγορα όλα εξαφανίζονται και μένεις σε όσα έχουν να σου δώσουν εκείνοι. Οπότε ας γυρίσουμε άμεσα σ’ αυτούς: τη μπάντα συμπληρώνουν οι John McEntire στα τύμπανα (που μόνο αν τον έχεις δει από κοντά να παίζει μπορείς να καταλάβεις πόσο διαβολικά καλός είναι πίσω από τα ντραμς – ή αν έχεις ακούσει Bastro, μια άλλη μπάντα στην οποία έπαιζε το ίδιο όργανο και τα σάρωνε με μαθηματικό (όπως math rock) τρόπο) και ο Eric Claridge στο μπάσο, ένας απίστευτα μελωδικός παίκτης που δε συνοδεύει απλά αλλά στέκεται στα ίσα στους κιθαρίστες και ηγείται ισότιμα της ενορχήστρωσης.
Ξεκίνησα λοιπόν να ακούω τη μουσική τους σχεδόν τυχαία, έμεινα άναυδος από το πρώτο άκουσμα, ταξίδεψα πίσω για να ανιχνεύσω τα πάντα από το ξεκίνημά τους έως και τότε, κι ασφαλώς τους ακολουθώ μέχρι σήμερα. Διαφοροποιούνται ελάχιστα με την κάθε νέα τους δουλειά, πάντοτε προσπαθούν να κάνουν κάτι διαφορετικό σε κάθε νέο τους δίσκο χωρίς να τα καταφέρνουν σημαντικά (μιας που το ομοιογενές στυλ τους λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας στις λεπτομέρειες) μα κανείς δε νομίζω να παραπονιέται. Κάπως έτσι προχωρούν εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, στο χρόνο που τους δίνεται να βρίσκονται ξανά μαζί ενδιάμεσα στα άλλα project που συμμετέχουν τα μέλη. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχουν καταφέρει να ηχογραφήσουν 11 άλμπουμ συν διάφορα άλλα σκόρπια, σε μία δισκογραφία που πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος δίσκος είναι καλύτερος από κάποιον άλλο τους. Όλα είναι θέμα προσωπικής αποτύπωσης κι εμπειρίας όπου δε χωρούν αντικειμενικές απόψεις. Κάπως έτσι, φτάνουμε στο καινούργιο τους "Any Day", έξι χρόνια μετά το προηγούμενό τους (πώς μπόρεσαν και μας το έκαναν αυτό;) που κατά τη γνώμη μου είναι ανάμεσα στα καλύτερά τους και δεν έχει περάσει ημέρα από τότε που κυκλοφόρησε (διέρρευσε, για να μιλήσουμε με πραγματικούς σημερινούς όρους) που να μην το έχω ακούσει. Λες να το υποψιάζονταν όταν το ονόμασαν "Any Day", ότι άραγε οι ακροατές του θα ένοιωθαν μια ανάλογη ανάγκη;
Το μεγάλο σοκ που συνοδεύει αυτό το δίσκο τους είναι η ανακοίνωση ότι δε θα συμμετέχει πια στο γκρουπ ο Eric Claridge. Είναι σαν στην αγαπημένη σου ομάδα να μην παίζει πια ο βασικός αμυντικός. Η ομάδα θα λειτουργήσει, το πιθανότερο είναι να βάλει και πάλι μπόλικα γκολ και τελικά να κερδίσει, αλλά το παιχνίδι δε θα είναι πια εξίσου όμορφο… Αλήθεια τώρα, πώς τα καταφέρνουν και είναι το ίδιο λειτουργικοί ηχητικά χωρίς εκείνον; Απλά, μπορείς να ακούσεις το δίσκο και να προσποιηθείς ότι τίποτα μεμπτό δε συμβαίνει, όμως αν έχεις ακούσει όλους τους προηγούμενους είναι εμφανές ότι κάτι λείπει από εδώ. Κάτι ουσιαστικό που εάν ήταν παρών, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι καλά, για να σας προλάβω…). Θα έπρεπε να είχα υποπτευθεί ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, όταν στο Primavera του 2013 είχαν εμφανιστεί με τον Doug McCombs (επίσης των Tortoise) στη θέση του. Είχα πιστέψει ότι κάποιο πρόβλημα υγείας ίσως τον είχε κρατήσει μακριά μας τότε, φαίνεται όμως ότι το πρόβλημα ήταν βαθύτερο. Καταφεύγουν λοιπόν σε διάφορες λύσεις στουντιακές και μη για να επικαλύψουν την απώλεια, με ποικίλα αποτελέσματα. Ευτυχώς που ο McEntire είναι μάγος πίσω από την κονσόλα του στούντιο και η θαυμαστή αποτύπωση του ήχου τους συχνά σε αποσπά από όλα τα πιθανά default τους…
Ξεκινάει το "Any Day" λοιπόν, και το πρώτο πράγμα που ακούς είναι η φωνή του Sam Prekop. Εισέρχεσαι επομένως με τη μία σε μία γνώριμη comfort zone που επιζητάς κάθε φορά που τους ακούς, και ξέρεις ότι για τη διάρκεια των 10 τραγουδιών, δεν πρόκειται να βγεις με τίποτα από εκεί μέσα. Το μενού είναι λίγο ή πολύ γνώριμο. Το πρωτόγνωρο είναι τα νέα κομμάτια, έργα ανθρώπινης ιδιοφυίας μοναδικού ταλέντου και μουσικής δεξιότητας. Οι ταχύτητες ράθυμες και πάλι, νοιώθεις ότι το γκρουπ λειτουργεί ως μοχλός αποφόρτισης των ακροατών τους κι αντίδοτο στο μουσικό θόρυβο που κάποτε νοιώθεις ότι ρυπαίνει τον περίγυρό σου. Είναι ένας απάνεμος όρμος που μπορείς να επισκεφτείς και να μείνεις μόνος, να οργανώσεις τη σκέψη σου, να καθίσεις να θαυμάσεις κάτι όμορφο που στέκεται απέναντί σου, μακριά από τον αχό των βάναυσων ημερών μας. Και δόξα τω Θεώ, το γκρουπ δίνει μπόλικη ηχητική τροφή προς αυτή την κατεύθυνση.
Όλα εδώ είναι όμορφα και απόλυτα τακτοποιημένα, κλειδωμένα κάτω από στιβαρά grooves που σε πηγαίνουν αλλού, οι κιθάρες καμπανίζουν και ταπεινά ηλεκτρονικά χτίζουν ένα θελκτικό υπόβαθρο – μαζί με κάποιο φλάουτο ή κλαρινέτο σε guest εμφάνιση. Δε λείπουν οι εκπλήξεις: ακούς το εξαιρετικό "Occurs" κι εκεί που κάποια στιγμή πιστεύεις ότι φτάνει στο τέλος του, η μπάντα ξεκινάει μια οργανική coda που σε οδηγεί αλλού, σε νέο μελωδικό μονοπάτι, όπου πρωταγωνιστούν τα τύμπανα του McEntire με τα ρολαρίσματά τους. Δε θέλω να περιγράψω κάθε κομμάτι του δίσκου, στέκομαι εκστατικός μπροστά του και σκέφτομαι πότε θα τελειώσει για να το ακούσω από την αρχή... Κοιτάζω το εξώφυλλο κι αυτό μοιάζει σαν το μοναδικό ολίσθημα ολόκληρου του έργου: φροντισμένο όπως πάντα από τον εικαστικό μεταξύ των άλλων Sam Prekop, δείχνει μια σκηνή από ένα σπίτι που μάλλον βρίσκεται σε διαδικασία μετακόμισης, και μόνο αν θέλει να δείξει ένα μεταβατικό στάδιο για το ίδιο το γκρουπ μπορώ να το δεχτώ. Οι επιλογές του ήταν πάντοτε περίεργες, αλλά αυτή εδώ ξεπερνά μάλλον κάθε προηγούμενη!
Και δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που το κάνει αυτό. Ψάξτε την προσωπική του δισκογραφία και προετοιμαστείτε για το καλύτερο και το χειρότερο. Μπορεί ας πούμε να ακούσεις σε έναν δίσκο του μουσική ανάλογη μ’ αυτή που παίζει εδώ, μπορεί όμως να ακούσεις και την πιο στριφνή electronica που φαντάζεσαι! Βόμβους και συχνότητες που ενοχλούν, κι αυτά από έναν πρεσβευτή της απόλυτης μελωδικότητας. Πρόκειται για μια avant garde που μπορώ να δεχτώ αδιαμαρτύρητα. Όταν έχεις κατακτήσει τη φόρμα, δικαιούσαι και να την αποδομήσεις. Αν δεν έχεις καταθέσει τα χαρτιά σου και αποδείξει ότι ξέρεις να κάνεις και το ένα και το άλλο, τότε είσαι σοβαρά ύποπτος για τη θέση του τσαρλατάνου – στην οποία ανήκουν κατά τη γνώμη μου πάρα πολλοί που κινούνται στο χώρο της ακραίας και πειραματικής μουσικής, για την οποία έγραψαν πρόσφατα πολλοί συνάδελφοι εδώ στο site.
Όλα αυτά περνούν φευγαλέα από το μυαλό μου ακούγοντας το "Any Day", ένα δίσκο που περιέχει τραγούδια που καθαρίζουν το μυαλό μου, το λιπαίνουν με ζωτικές ουσίες και το κρατάνε υγιές. Δεν ξέρω πότε θα βαρεθώ να το ακούω, μου αρκεί που παίζει τώρα ενώ γράφω αυτές τις γραμμές και θα το έχω συντροφιά μέχρι ένας Θεός ξέρει πότε. Μου φτάνει κάτι τέτοιο σε τούτες τις περίεργες ημέρες που οι ήχοι και οι μουσικές έρχονται και φεύγουν χωρίς να τις πάρεις σχεδόν χαμπάρι...