Never Ending Story
Η σοβαρή πλευρά της ποπ του σήμερα πέρα από την ευτέλεια (με "καλή παραγωγή") και την μεταχρονολογημένη μη-βιωμένη νοσταλγία. Του Άρη Καραμπεάζη
Κυρίαρχο προτέρημα για το (ντεμπούτο) άλμπουμ των Vaxtones (δεν ξέρω αν πρέπει να τους πούμε Αθηναίους, Σαλονικο-Αθηναίους ή οτιδήποτε άλλο, βλέπω να προσδιορίζονται ως Athenian band πάντως, και διατηρώ τις ενστάσεις μου), είναι ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικά σοβαρό δίσκο.
Το ότι προκρίνουμε το στοιχείο της ‘σοβαρότητας’ έναντι των υπολοίπων, σε καμία περίπτωση δεν γίνεται για να τονίσουμε δήθεν εξ αντιδιαστολής το υψηλό επίπεδο τόσο των τραγουδιών, όσο και των ηχογραφήσεων, σε σχέση με το ότι πρόκειται για έναν δίσκο pop στόχευσης (όχι περιοριστικά μεν, αλλά κατά την κεντρική ιδέα σίγουρα).
Όχι απλά έχουμε κουραστεί να λέμε πως η pop είναι κατά κανόνα μία απολύτως σοβαρή μουσική, αλλά διαπιστώνουμε ότι με διάφορους ακροβατισμούς έχουμε φτάσει τελικά στο άλλο άκρο. Δηλαδή στο να αναγορεύεται αυθαίρετα σε εξ ορισμού σοβαρό οτιδήποτε καταφέρνει και περνάει στα μεγάλα ακροατήρια, επειδή ακριβώς προηγουμένως έχει δουλευτεί εξαντλητικά για αυτό τον σκοπό (άθλιες trap παραγωγές, που προτάσσονται ως ο ήχος του σήμερα από τους μεσήλικες του χθες, ο Καρβέλας αναδρομικά από τους αγέννητους του χθες κ.λπ.).
Συνεπώς, θα πρέπει να τονίσουμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ιδιόμορφα underground έκδοση μιας γνήσιας pop μουσικής, η οποία είτε πηγάζει, είτε καταλήγει στο rock’n’roll, στο shoegaze, στο garage ή και ακόμη στις παρυφές του ελαφρού βρετανικού τραγουδιού των 60s, συνολικά και ως αισθητική πρόταση, βήμα δεν κάνει πίσω από το indie ήθος, όπως και αν το ορίσει κανείς.
Και αυτό και το underground, όταν το τελευταίο δεν έχει να κάνει με το περιθώριο, την αντιεμπορική στόχευση και την απομόνωση per se, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο κάπου εκεί παραμένει, στα δυσδιάκριτα όρια ενός κομφορμιστικού underground με ένα αντικομφορμιστικό mainstream, στο πλαίσιο των οποίων τα πάντα δεν είναι μέλι-γάλα, αλλά δεν είναι και σώνει και καλά ταραχώδη, για να διασωθεί κατ’ αυτό τον τρόπο η rock’n’roll φύση, η οποία ως έξη μόνο κακό προκαλεί τελικώς.
Αλλού βρίσκεται το ζουμί των πραγμάτων, ως γνωστόν. Δεν πρέπει άλλωστε να παραμελούμε το πόσο η αισθητική του καθενός μας σχηματίζεται από περισσότερες επιδράσεις από όσες μπορεί και θέλει να ελέγξει ο ίδιος.
Κάπως έτσι λοιπόν και ο δίσκος των Vaxtones είναι ένας απόλυτα αυστηρός και σοβαρός δίσκος, την ίδια στιγμή που ακούγεται σε κάθε επόμενη ακρόαση το ίδιο ανάλαφρος και ανοιχτός στις κάθε είδους σωστές επιδράσεις, χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας περί του ότι φτιάχτηκε ως προϊόν γνήσιας έμπνευσης (έστω και πολυετούς, το αυθόρμητο δεν είναι κατ’ ανάγκη προτέρημα) και σαφώς προκαθορισμένων προθέσεων (το αυθαίρετο και αν δεν είναι προτέρημα).
Οι Vaxtones είναι έξι άνθρωποι (ζωή να έχουν). Εμείς ως Θεσσαλονικείς, προτάσσουμε τον indie pop ήρωα (μας) Δημήτρη Βόγλη, για τον οποίο ο δίσκος μου δίνει την αίσθηση ότι είναι κάτι σαν έργο ζωής (μπορεί να αποσυρθεί στη σύνταξη τώρα δηλαδή ή στην OPAP Arena, αν προτιμά), αλλά και τον Παναγιώτη Λουκουμά, που επίσης γνωρίζουμε πολύ καλά από την πολυετή συμμετοχή του στην ηλεκτρονική/ποπ σκηνή της πόλης μας. Εσείς ως Αθηναίοι προτάσσετε τον Θάνο Αμοργινό, της μεγάλης οικογένειας των Last Drive, στις κιθάρες, τον Χρήστο Ζώη (Rockets, Hi Rollers κ.λπ) στο μπάσο και τον Νίκο Φωτίου (Raindogs) στα drums, που δεν γνωρίζω σώνει και καλά ότι είναι Αθηναίοι οι άνθρωποι, αλλά ήθελα ασφαλώς να προτάξω τους (γνωστούς μου) Βόρειους του γκρουπ. Αρκετά με την εθνική συμφιλίωση.
Τούτων λεχθέντων, έχουμε αφήσει από έξω την Ελένη Τζαβάρα. Η οποία – και ανεξαρτήτως εντοπιότητας πλέον - με αυτές τις δέκα ερμηνείες της σε επίπεδο ηχογραφήσεων, αλλά και ειδικά αφ’ ης στιγμής την άκουσα να ερμηνεύει με εξωφρενική ζωντάνια, άνεση και πειθώ τα τραγούδια, σε εκείνο το indie gathering του label στο Half Note για το οποίο λέγαμε το χειμώνα, κάνει ένα τσακ, ανεβαίνει 1-2 θέσεις και θρονιάζεται – άνετα και ωραία - στην θέση ν.1 των προσωπικών μου προτιμήσεων – ever- από Ελληνίδες indie/pop/rock τραγουδίστριες/performers, καταλαμβάνοντας τελικώς την θέση που παραδοσιακά είχε η Εύη (Evira) από τους Abbie Gale (αυτά παθαίνουν οι ανενεργοί παίχτες, εδώ ο Βιερίνια έχει ξεπεράσει τον Σαράφη σε διάφορα στατιστικά στοιχεία).
Παρένθεση: δεν θυμάμαι ακριβώς που, αλλά κάπου διάβασα πρόσφατα ότι δεν είναι ορθό είτε πολιτικά, είτε υπό κάθε άλλη θεώρηση, να μιλάμε πλέον για female fronted συγκροτήματα, για ‘γυναικείο ροκ’ κ.λπ. . Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Θα πω και θα κλείσω το θέμα εδώ, με μία τέτοιου ατράνταχτου μεγέθους επιχειρηματολογία.
Την Τζαβάρα, ασφαλώς και την παρακολουθούμε από τους Film και ασφαλώς και την είχαμε από τότε ψηλά στις προτιμήσεις μας, έχοντας διακρίνει τόσο το πάθος, όσο και την υψηλή αισθητική στις ερμηνείες της και χαρακτηρίζοντας την έγκαιρα ως ‘οπτικά και ηχητικά άριστη frontwoman’ (τι είναι το rock’n’roll χωρίς το σωστό στυλ άλλωστε; σίγουρα όχι κάτι το συναρπαστικό πάντως).
Παράλληλα όμως είχαμε τότε την αίσθηση – όχι εσφαλμένα θεωρώ, καθώς επ’ αφορμή επέστρεψα σε μια ακρόαση του ‘Angel B’ - περί του ότι με κάποιου είδους αδιόρατες μεθοδεύσεις, τόσο η φωνή, όσο και η παρουσία της Τζαβάρα, ήταν με κάποιο τρόπο εγκλωβισμένη τελικά τόσο στον συνολικό ηχητικό κόσμο των Film (ο οποίος πάντοτε ήταν υπερβολικός στις προθέσεις του), όσο και κυρίως στην εγχώρια εναλλακτική ροκ υπο-βιομηχανία των 00s, που είχε-δεν είχε τα κατάφερε να διαχειριστεί τα αγγλόφωνα ροκ σχήματα της περιόδου χειρότερα από ότι είχε χειριστεί την ‘άνοιξη του ελληνόφωνου ροκ’ των 90s.
Από εκεί και πέρα ό,τι κυκλοφόρησε ως Etten, θα πω απλά και χωρίς πολλά- πολλά ότι εμένα με άφησε τουλάχιστον αδιάφορο, και δεν είναι ώρα και περίσταση εδώ να εξηγήσουμε το πως και το γιατί.
Τέλος πάντων. Σημασία έχει τι γίνεται εδώ. Και εδώ, και στα δέκα τραγούδια του ‘Never Ending Story’, η Τζαβάρα καταφέρνει και φτιάχνει μία σχεδόν δική της σχολή για τα εγχώρια ποπ/ροκ δρώμενα, και μάλιστα σχεδόν από την αρχή (μιλάω πάντοτε με δεδομένα εντός συνόρων).
Και πολύ αμφιβάλλω ότι υπάρχει και κάποια άλλη αυτή τη στιγμή που μπορεί όχι απλά να την ακολουθήσει, αλλά έστω και να εγγραφεί στη σχολή της και να περάσει και 1-2 μαθήματα, καθώς όπως διαπιστώνουμε ακόμη και όσες διαθέτουν το χάρισμα από την εγχώρια σκηνή, για κάποιο περίεργο λόγο έχουν αποφασίσει να το αφήσουν σε κάποια άκρη, και να πορευτούν είτε με μισόλογα, είτε με ετοιματζίδικα συνθήματα, σε προκάτ ηλεκτροπόπ φόρμες και πίστες.
Η Τζαβάρα αντίθετα το χάρισμα το εκτινάσσει και ταυτόχρονα το υποτάσσει στον ρόλο που η ίδια θέλει. Παραδίδει ερμηνείες στις οποίες η ιστορικότητα των αναφορών, ποτέ δεν υπερκεράζει την προσωπική ιδιομορφία και αν σώνει και καλά θα έπρεπε να την τοποθετήσω κάπου θα ήταν στα αριστερά της Shirley Manson των Garbage και εκ δεξιών της Cerys Mathews των (Ουαλών) Catatonia. Καλά έκανε και άφησε λίγο πίσω την Laurie Anderson δηλαδή. Θα έρθει και πάλι ο καιρός της.
Αποκορύφωμα όλων αυτών των ερμηνειών, είναι το ‘What was he like’, ένα τραγούδι που έχω την αίσθηση ότι αν είχε παραδοθεί σε οποιαδήποτε άλλη ερμηνεύτρια, θα είχε γλιστρήσει στα όρια του γλυκερού, ερμηνευμένο όμως εδώ με χειρουργική pop εκφραστικότητα, καταλήγει να είναι το κορυφαίο του δίσκου. Κάπως έτσι γίνονται οι δουλειές δηλαδή, για να μην το πολύ-κουράζουμε.
Εκτός βέβαια και αν πρέπει σώνει και καλά να θεωρήσουμε ότι το καλύτερο τραγούδι του δίσκου είναι το αμέσως επόμενο (‘Sha La La’) επειδή έχει τις πιο «δικές μας» κιθάρες, πάνω- κάτω, μέσα-έξω και από την αρχή μέχρι το τέλος, των οποίων η σχεδόν βαριά διάθεση, έρχεται σε όμορφη αντίφαση με ότι προτάσσει το ομότιτλο ρεφρέν.
Κάπως έτσι και πολλά περισσότερα θα μπορούσαμε να πούμε για τα δέκα τραγούδια που παραδίδουν οι Vaxtones, σε έναν δίσκο που κλείνει μεν με το ‘I cannot write a happy song'’ κλείνοντας το μάτι σε όσους τυχόν ‘παρεξηγήθηκαν’ από τα τριάντα κάτι πραγματικά up tempo λεπτά που προηγήθηκαν, αλλά που πάντως ακόμη και στις πιο φαινομενικά ανέφελες στιγμές του – επιμένω ότι – παραμένει ένας δίσκος που κινείται σε αυστηρές διαθέσεις ως προς τις φόρμες (ακόμη και όταν αυτές είναι πραγματικά χαρούμενες) και σε μια πάντοτε προσηλωμένη ματιά στο ορθό της αισθητικής, που είναι το πρώτο και το τελευταίο βήμα για να μπορούμε να χορεύουμε και να γελάμε, χωρίς να γινόμαστε γελοίοι.
Με αυτό τον τρόπο η κιθαριστική pop των Vaxtones, παραμένει όσο σοβαρή υπήρξε πάντοτε η ηλεκτρονική pop των Erasure και η acid ηλεκτρονική pop των Stereo Total ή των Experimental Pop Band.
Εν τέλει όσο απόλυτα σοβαρός, και ταυτόχρονα ορθάνοιχτος σε επιρροές, παρέμεινε από την αρχή έως το τέλος, ο κατάλογος της Bungalow Records και κατά την άποψη μου ορθά αποφεύγει από το να εμφανιστεί όσο απόλυτα σοβαροφανής και μεταπτυχιακά μελαγχολικός, αλλά και κλειστοφοβικός, επέμενε να είναι ο κατάλογος της Sarah Records, στον οποίο όλοι επιμένουν να αναφέρονται όταν έχουν να κάνουν με όχι μικρά, αλλά μεγάλα indie pop αριστουργήματα όπως ακριβώς αυτός εδώ ο δίσκος.