Thee Holy Strangers
Θυμηθείτε ήχους σαν τις κιθάρες των Crazy Horse, τα "λάθος" blues όπως τα κήρυττε ο Jeffrey Lee Pierce… Του Χρήστου Πελτέκη
"Τότε συνειδητοποίησα πως έφτανε για έναν άνθρωπο μια και μοναδική μέρα ζωής για να μπορέσει χωρίς δυσκολία να ζήσει εκατό χρόνια στη φυλακή. Θα είχε αρκετές αναμνήσεις για να μη νιώθει ανία".
Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος.
Για αρχή κρατήστε την φράση του συγγραφέα, θα την ξαναχρειαστούμε στο τέλος. Κι έπειτα βρείτε έναν τρόπο και ξεχάστε για λίγο, όσο για ένα πετάρισμα του βλεφάρου, όλους τους εκλεκτούς μουσικούς που απαρτίζουν αυτή τη μπάντα, όπως και την μεγάλη πορεία τους (παρέα μας και παρέα τους) ως τις μέρες μας.
Όχι γιατί δεν είναι σημαντική, ίσα-ίσα (την εκτίμηση, τον σεβασμό και το πάθος μου τα εκφράζω όπως μπορώ, όπου σταθώ, κι όπου βρεθώ), αλλά τούτος ο δίσκος "απαιτεί" δίχως όμως να προστάζει, να τον πλησιάσει κανείς με χαρά μεν αλλά και λίγο διστακτικά, όπως έκαναν κάποτε οι άνθρωποι μπρος στην ιερότητα του ξένου.
Κάντε έναν κόπο όμως, σκαλίστε την μνήμη σας, και θυμηθείτε ήχους βαθιούς και γήινους σαν τις κιθάρες των Crazy Horse, τα "λάθος" blues όπως τα κήρυττε σε μια συνεχή συνομιλία με το αρχαίο πνεύμα της φωτιάς ο Jeffrey Lee Pierce, θυμηθείτε επίσης -είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία- το Exile του φτωχού, τον δίσκο του κοτετσιού του Link Wray, και εκεί στο τέλος δεμένοι πάντα με τη γη, κοιτάξτε προς τον ουρανό και προσπαθήστε -αν και είναι μάλλον αδύνατο πια, αλλά πότε δεν ξέρεις- ν' αναπλάσετε μέσα σας το νοσταλγικό εκείνο συναίσθημα της φυγής που ανέβαινε και σας έπνιγε το στήθος φέρνοντας δάκρια στα μάτια, όταν πρωτοείδατε τα εξώφυλλα κι ακούσατε τη μουσική δίσκων με τίτλους όπως "Drifters" ή "Gas Food Lodging".
Ξέρω, ξέρω οι περισσότεροι ζείτε-ζούμε σε πόλεις όπου τον ορίζοντα τον κρύβουν λερωμένοι τοίχοι και ο ουρανός είναι κομμένος σε μικρές τσιγκούνικες φέτες.
Όμως η μουσική των Holy Strangers μπορεί να οφείλει τις αναφορές της στην απέραντη ανοιχτωσιά, είναι όμως γεννημένη ανάμεσα στους ίδιους τοίχους και κάτω από τον ίδιο ουρανό, βλέπει τα ίδια νυχτερινά φώτα να κρέμονται στο βρώμικο σκοτάδι, ακούει τα ίδια κλαψουρίσματα ασθενοφόρων που διασχίζουν τους έρημους δρόμους το βράδυ, και οι μουσικοί τους όταν μπουχτίσουν απ' όλα αυτά κι αλλά τόσα, αναζητούν την ίδια απέραντη θάλασσα (ή και την ασημένια λίμνη) τραβώντας για τον νότο... όπως όλοι μας.
Αναζητούν... αναζητούμε ίσως, το σημείο εκείνο στον ορίζοντα όπου είναι αρκετό για να γίνει κανείς μια λεπτή γραμμή, μια σκιά που χάνεται μακριά.
Τι γίνεται όμως εδώ και τώρα, όταν τα τραγούδια τελειώνουν και συνειδητοποιείς ότι είσαι κλεισμένος πάλι και πάντα ανάμεσα στα ίδια σκατά;
Ε τότε γέρο μου, τραβάς από το μανίκι τον άσο όπου έχεις αντιγράψει την φράση του συγγραφέα στην αρχή, της αλλάζεις λίγο τα φώτα όπως έκαναν στα τραγούδια που αγαπούσαν και οι γκαραζόμπαντες απ' όπου ξεκίνησαν οι περισσότεροι από τους μουσικούς της ιστορίας μας, και την επιστρέφεις κάπως έτσι:
Τότε συνειδητοποίησα πως έφτανε για έναν άνθρωπο ένας και μοναδικός δίσκος σαν τούτον εδώ για να μπορέσει χωρίς δυσκολία να ζήσει εκατό χρόνια χωρίς μουσική. Θα είχε όμορφες νότες και αρκετές αναμνήσεις για να μη νιώθει ανία... και έναν απέραντο ορίζοντα να φεύγει μακριά.