Με εκείνο το "Flux" πριν τρία χρόνια (που αν τότε με σαγήνευε, σήμερα με κυριεύει) ως Encre, ο Yann Tambour έχτισε γύρω του ένα γυάλινο, εύθραυστο πύργο. Άλλος στη θέση του ίσως να μην είχε καν τολμήσει να βγει απ' αυτόν. Όχι ότι αυτός έκανε και τίποτα κατ' ουσία διαφορετικό, τέσσερις ήταν όλες κι όλες οι βόλτες του έκτοτε, όλες διστακτικές, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία.
Στη μία έδωσε το ζωντανά ηχογραφημένο στο ολλανδικό ράδιο VPRO "Common Chord", διασκευάζοντας παλιότερο υλικό του μ' ένα μεγαλόπνοο τρόπο που μάλλον θα ξεχαστεί, αν δεν έχει κιόλας. Θα προσπεράσω και το περσινό αλά Vladislav Delay "Plexus II". Στις άλλες δύο που μένουν, όμως, μας έδειξε τις προθέσεις του. Τόσο το βινιλιακό 7'' ντεμπούτο των Thee, Stranded Horse του 2005 -τα τρία τραγούδια του περιέχονται και στο παρόν άλμπουμ, μονάχα το ένα όμως σε αυτούσια εκτέλεση-, όσο και το instrumental "Encre A Kora", απ' όπου και το "Dogma, Africana & Math Folk Two", στα αγαπημένα μου tracks του 2006, με κάποιον ειδικό, φευγάτο τρόπο πιστοποίησαν ότι ο τύπος δεν θα ξεφύγει εύκολα του δέσμιου πάθους του να γίνεται συχνά μπανιστιρτζής στο εσώτερό του το ίδιο. Δεν ήταν τυχαίο που ως Thee, Stranded Horse άλλωστε άνοιγε για τον Matt Elliott, ομοϊδεάτη στα έντονα συναισθήματα.
Γιατί κάτι ξέρει ο Tambour από έντονα συναισθήματα. Και το ξέρει αρκούντως καλά.
Για την τέλεια, την αλάνθαστη τραγουδοποιΐα όσο κι αν μερικοί ελαφρώς το διατυμπανίζουν, κάποια μυστική συνταγή, κάποιο φίλτρο, κάποιος κώδικας κρυφός και ανομολόγητος, κάποιο αλχημικό ελιξίριο δεν υπήρξε ποτέ. Είναι ένα χάρισμα, και φαίνεται το ποιόν του όταν καταφέρνει κάποιος με τα πιο λιτά μέσα να σε καθηλώσει. Μονάχα ακουστική κιθάρα και κόρα (την περίφημη αφρικανική άρπα που τόσο έχει γοητεύσει τους δυτικούς προσφάτως) παίζει εδώ ο Yann Tambour. Ολομόναχος, καθιστώντας το εγχείρημα του "Churning Strides" άκρως προσωπικό και συμβολικό, με ορθάνοιχτα βιωματικές διαστάσεις. Το δεύτερο σκέλος που ολοκληρώνει κι όλες τις υπόλοιπες πληροφορίες που αφορούν στη σύνθεση, εκτέλεση και ερμηνεία των οκτώ παρόντων τραγουδιών είναι η φωνή του. Ο Tambour αποφάσισε να τραγουδήσει έτσι όπως κανένας μας δεν τον είχε φανταστεί ποτέ του.
Τι λέω κι εγώ, βιάστηκα. Οι στίχοι του στα τραγούδια του, μπαλάντες μιας άλλης εποχής, δεν τραγουδιούνται απλώς, αφηγούνται. Τόσο ανεπανάληπτα και ξεχωριστά που σκέφτομαι πως οι φορές στο τραγούδι, στο γράψιμο, οπουδήποτε τέλος πάντων, όπου οι λέξεις δεν είναι αφέντες μας αλλά προσηλωμένοι υπηρέτες μας είναι ακριβοθώρητες πια. Μέρος, δε, αυτής της αφήγησης είναι και οι παύσεις του ερμηνευτή, οι διακοπές, τα κενά δευτερολέπτων που ψάχνεις να τον ακούσεις να ξαναγεμίζει τα πνευμόνια του με αέρα. Η σιωπή είναι μέρος αυτού που παρουσιάζεται στον παρόντα δίσκο. Στο συγκλονιστικό "Sharpened Suede" επί παραδείγματι (τη δεύτερη κορύφωση μετά το ομότιτλο track) δεν έχεις πολλές εναλλακτικές λύσεις να διαλέξεις: ή ακούς μαζί του τη σιωπή, την αφουγκράζεσαι και συγχρόνως μαζί του ξεκινάς να την λες και να τη σπας ή αυτή θα σου σπάσει τα κόκαλα.
Χαίρομαι που ο Yann Tambour αναζήτησε και κυνήγησε κάτι υπερβολικά καλό, για να είναι ή για να μπορεί να γίνει αληθινό. Κάτι άφθαστο, ό,τι κι αν είναι αυτό, δε με νοιάζει. Μέσα από αυτή τη διεργασία άνοιξε διάπλατα την εσωτερικότητά του και έτσι είδαμε τις ποιότητες που κρύβει, αλλά και το αχαρτογράφητο βάθος της. Κι αν ήδη έχει προκαλέσει περισσότερα ερωτηματικά από ό,τι απαντήσεις προσέφερε, είναι επειδή η μουσική του και τα τραγούδια του, ακόμα και το "Misty Mist (Highways)" που είναι του Marc Bolan από την εποχή των Tyrannosaurus Rex, ταυτίστηκαν μέσα από την οδό των συνεκτικών ιδεών, με όλους, του ιδίου συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς, ως η πιο προσδόκιμή τους εξωτερίκευση.
Καθηλωτικό αποτέλεσμα, μια επιστροφή στα παλαιάς κοπής τραγούδια του Nick Drake, αυτή η δωρική, ουσιαστική συνέχεια που έλειψε στις επιτηδευμένες προσπάθειες πρώτα του Devendra Banhart και γιατί όχι στην φορτωμένη όργανα και πολυπλοκότητα περσινή Joanna Newsom, ο δίσκος που ποτέ δεν έδωσαν οι P.G. Six και οι Six Organs Of Admittance. Τουλάχιστον...