The Voyage
"Να εύχεσαι νάναι μακρὺς ὁ δρόμος" έγραφε ο Αλεξανδρινός ποιητής για τον πηγαιμό προς την Ιθάκη. Δεν ισχύει όμως για όλα τα ταξίδια... Του Χάρη Συμβουλίδη
Στα 10 χρόνια που κύλησαν μεταξύ του ‘7’ (2012) και του ‘The Voyage’, ο Θοδωρής Πολυχρονόπουλος βρήκε –αλλά δημιούργησε και ο ίδιος– τα περιθώρια ώστε να ξετυλίξει το καλλιτεχνικό του όραμα ως Theodore. Έτσι, από ένα βήμα μετέωρο μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας αγκιστρωμένο στις επιρροές του, φτάνει φέτος να ατενίζει το Διάστημα. Στοχεύοντας, όπως δήλωσε (στη Lifo), να φτιάξει τη δική του ιστορία για την απόδρασή μας προς τα άστρα. Όχι σε στυλ Σταρ Τρεκ, «to boldly go where no man has gone before», μα ως σχόλιο πάνω στο δίπολο ευημερίας/καταστροφής που διακρίνει τον σύγχρονο Δυτικό άνθρωπο· από το οποίο μπορεί όμως να τον σώσει η πνευματική εξέλιξη.
Δεν ξέρω τώρα αν φταίει ότι είμαι τύπος Σταρ Τρεκ, τείνω πάντως να χασμουριέμαι όταν ακούω για τέτοια «σενάρια». Αν επρόκειτο για περιγραφή καινούριας σειράς στο Netflix, ας πούμε, θα την έκλεινα σε χρόνο dt για να ψάξω μήπως υπάρχει κάτι με λιγότερα υπαρξιακο-ψυχολογικά και περισσότερα πίου-πίου με λέιζερ σε μακρινούς πλανήτες.
Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι είμαι εγώ που απομακρύνομαι από τις τάσεις της εποχής και όχι ο Theodore, εν προκειμένω. Ίσως γιατί εκείνος, στα 32, δεν έχει κουραστεί από την προνομιούχα ομφαλοσκόπηση των προοδευτικά σκεπτόμενων Δυτικών για τα όσα προκαλούν στον κόσμο «μας» ή από την πίστη σε μια (γενικόλογη και ασαφή) πνευματική ανέλιξη, η οποία ακούγεται σαν το γιατροσόφι των παλαιότερων της ίδιας αλυσίδας σκέψης για μια παιδεία (πάντα γενικόλογη και ασαφή) που θα οδηγήσει, λέει, σε ένα λαμπρό, ουμανιστικό μέλλον. Για να το πω και με όρους sci-fi κινηματογράφου, δηλαδή, ενώ τιμώ και θαυμάζω την «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ ως πόνημα των ύστερων 1960s, υποψιάζομαι ότι είναι σε ταινίες σαν τον «Ασημένιο Πλανήτη» του Αντρέι Ζουλάφσκι όπου θα έπρεπε να κοιτάξουμε εντονότερα, συζητώντας περί Ανθρώπου.
Όμως δεν είναι στο concept που τα χαλάμε τελικά με τον Theodore, αν και το ‘The Voyage’ κοιτάει σαφώς προς τις παραμέτρους της «Οδύσσειας του Διαστήματος». Αντιθέτως, είναι στη ζωηρή αίσθηση που εξακολουθούν να αφήνουν οι δουλειές του ότι αυτά –και άλλα, ενδεχομένως– θα μπορούσαμε να τα κουβεντιάσουμε ωραιότατα από κοντά, όχι όμως ενώ ακούμε τους δίσκους του. Γιατί με τον ίδιο τρόπο λ.χ. με τον οποίον θάμπωνε και εξαφανιζόταν το όποιο χαλαρό concept περί Ηρακλείτου στο μουσικά δυσκίνητο ‘It Is But It's Not’ (2015), με τον ίδιο τρόπο θολώνουν και εξανεμίζονται και στο ‘The Voyage’ τούτα τα πνευματικά/αστρικά/υπαρξιακά.
Σε αυτό, φυσικά, φταίνε κάπου και οι στίχοι, στους οποίους δεν εντοπίζεται τίποτα το αξιοσημείωτο: νάτα πάλι εκείνα τα γενικόλογα και ασαφή «Now you have to really give up everything/This is a travel of the mind» ("Voyage") ή «If I forget from where I came/I will leave in vain» ("Last Day On Earth"). Κύρια πηγή απογοήτευσης, ωστόσο, είναι το μουσικό γίγνεσθαι. Το οποίο, με τη σειρά του, αποτελεί κρίκο που οδηγεί στον προκάτοχο ‘Inner Dynamics’ (2018), εν τέλει πίσω στο ‘7’ (2012), άρα και στην όλη δεκαετία δράσης του Theodore· όχι ως σκεπτόμενου νέου, μα ως συνθέτη και ερμηνευτή. Με βάση λοιπόν το ότι υπήρξαν άφθονα περιθώρια –για να ξαναγυρίσουμε και στα της εισαγωγής– δεν δικαιολογείται πλέον όλο εκείνο που απλά δεν συμβαίνει.
Περάσαμε δηλαδή το αναμενόμενα άγουρο πρώτο βήμα, περάσαμε το κάνε υπομονή να δούμε το επόμενο, φτάσαμε στο άλμπουμ αριθμός 4. Και το μόνο που διακρίνεται στον όλο δημιουργικό ορίζοντα είναι ένα επαναλαμβανόμενο mélange από Radiohead, Cinematic Orchestra, Pink Floyd (εποχής ‘The Dark Side Of The Moon’), Sigur Rós, Archive, post-rock, Μάνο Χατζιδάκι, καμιά φορά και M83. Ενώ ακούς, σκέφτεσαι σταθερά τους Radiohead, τους Cinematic Orchestra, τους Pink Floyd, το post-rock, τους Sigur Rós, τους Archive, καμιά φορά και τον Χατζιδάκι. Ποτέ όμως τον Theodore και τα δικά του τραγούδια. Ποτέ τις ερμηνείες του. Αυτή η εικόνα κυριαρχεί και στο ‘The Voyage’, άσχετα αν διαφοροποιούνται οι θεματικές στοχεύσεις.
Ο Πολυχρονόπουλος, βέβαια, είναι ένας πολύ καταρτισμένος μουσικός: παίζει πιάνο, synths, clavinet και glockenspiel, ενώ επωμίζεται τις ενορχηστρώσεις, αλλά και την παραγωγή συνεργατικά με τον Κώστα Ζάμπο. Και το ίδιο επίπεδο επαγγελματισμού συναντάς και στους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Όλα όσα ορθώνονται εδώ, λοιπόν, αποτυπώνονται επιμελημένα, συγκροτημένα, μελετημένα, άρτια αρθρωμένα ακόμα και στην περίπτωση του δεκάλεπτου "Transcendence Οf Man", όπου προσκαλούνται όργανα όπως τσέλο, τρομπέτα, βιόλα και γαλλικό κόρνο. Ως μέλος σε κάποιο συγκρότημα, ο Theodore θα ήταν μια πολύτιμη μονάδα.
Όμως τελειώνει η ακρόαση του άλμπουμ και όλα τούτα απομένουν «πουκάμισο αδειανό», που έλεγε και ο μέγας ποιητής: η μνήμη δεν συγκρατεί κανέναν τίτλο, το πλήκτρο του repeat το πατάς επειδή έτσι οφείλεις από τη στιγμή που ανέλαβες να γράψεις μια κριτική. Όλα μοιάζουν μεγαλειωδώς αδιάφορα. Ένα θεμελιώδες αγκάθι, όπως και στους προηγούμενους δίσκους, εξακολουθεί να βρίσκεται στις ερμηνείες, καθώς, αντί να αναδεικνύουν τα τραγούδια, τα ουδετεροποιούν: χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι το "Man And His Tools". Όμως δεν βρίσκεται μόνο στη φωνή του Theodore το πρόβλημα, γιατί τελικά δεν έχεις κάτι διαφορετικό να παρατηρήσεις για το "Inertia" –τι ήρθε η Δανάη Nielsen να το πει, τι δεν ήρθε, το ίδιο και το αυτό.
Φυσικά, μια κριτική μπορεί να σφάλλει. Ίσως 4 δίσκοι να μην είναι αρκετό διάστημα για την περίπτωση του Theodore· ενδέχεται σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος χρόνου να προσεγγίσει σε κάτι σαν εγχώριο Ólafur Arnalds, για να παραπέμψω σε ένα διεθνές παράδειγμα με το οποίο υπάρχουν ορισμένες στιλιστικές ομοιότητες. Αν παραπέμψουμε όμως στο πιο επιτυχημένο του τραγούδι (με όρους Spotify) και ρωτήσουμε «are we there yet?», η δική μου τουλάχιστον απάντηση είναι «certainly not».