The inevitable past is the future forgotten
Στον αντίποδα των δισκοκριτικών που παραθέτουν ακούραστα, επίμονα και ενίοτε αφόρητα κοπυπεηστικά εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες γύρω από συγκροτήματα, καλλιτέχνες, δισκογραφίες, βιογραφικά, συνεργασίες κλπ που σου γεμίζουν τη σελίδα πριν καν ακούσεις το δίσκο, έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια (βοηθούσης και της διαδικτυακής άπλας χώρου) αυτές που θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε και "δισκοκριτικές-νουβέλες". Όπου ο παρολίγον μέγας συγγραφέας και ποιητής, που ξέπεσε -ίσως και πρόσκαιρα- στο πόστο του "ταπεινού μουσικογραφιά", στήνει ομιχλώδη τοπία, μπαρουτοκαπνισμένες παρομοιώσεις, ενίοτε σκοτεινιασμένα σενάρια μικρής διάρκειας, μέχρι και ιδεολογίζοντα σιχτίρια έχουμε διαβάσει ως δήθεν υποστηριχτικά του περιεχομένου κάποιων δίσκων. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που επιμένουν να ξεκινάνε με μία φαινομενικά άσχετη παράγραφο, νομίζοντας ότι δήθεν θα κάνουν εντύπωση.
Τα άλμπουμ τύπων σαν τον Pall Jenkins (ή και τον David Eugene Edwards και πολλών άλλων παρόμοιου ήθους) προσφέρονται για όλες τις παραπάνω κατηγορίες. Εμπλέκεται η ιστορία διαφόρων συγκροτημάτων, υπάρχουν εκτενείς δισκογραφίες σε λίγα σχετικά χρόνια, side project και παράλληλες ημιαπασχολήσεις για να γεμίσεις σελίδες ολάκερες. Παράλληλα το περιεχόμενο, η θεματική και η αισθητική τους είναι αναμφίβολα πηγή έμπνευσης για επίδοξους κυνηγούς του βραβείου κρατικού μυθιστορήματος, διηγήματος ή νουβέλας της εκάστοτε χρονιάς (ανάλογα και με την άπλα που λέγαμε). Επειδή όμως όλα τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί από πέντε φορές τουλάχιστον ο καθένας μας (ειδικά εδώ μέσα και ειδικά για αυτά τα ονόματα), μπορείς να το συνεχίσεις για πολύ ώρα ακόμη με φαινομενικά άσχετες παραγράφους και να μην είσαι εκτός θέματος.
Σαν όνομα τους Three Mile Pilot τους είχαμε μεν αφήσει σε εποχές κατά τις οποίες ακόμη το Mic υπήρχε στο μυαλό του Μπάμπη Αργυρίου και μόνο (άντε και στου Κώστα Πραντσίδη). Το νήμα όμως οι ίδιοι επιλέγουν να το πιάσουν όχι από εκείνες τις μάλλον άγριες και ασύνδετες μουσικά ημέρες, αλλά στο αποτέλεσμα της τραγουδοποιητικής ικανότητας, στην οποία ως δημιουργοί αυτοί παιδεύτηκαν και ως ακροατές εμείς εθιστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια της από κοινού απουσίας τους, κατά μόνας συνεχούς παρουσίας τους. Με τα πολλά να το πούμε γρήγορα - γρήγορα (μόλις στην τρίτη παράγραφο...) ότι όσοι βρήκαμε μάλλον χλιαρό το περσινό Six των Black Heart Procession, αλλά και πάντα χλιαρούς τους Pinback, του έτερου Καππαδόκη από το San Diego, κ. Smith με το εξαιρετικά μακρύ όνομα, εδώ είμαστε για να ρεφάρουμε.
Μόλις στο δεύτερο τραγούδι του δίσκου, οι Jenkins-Smith, δείχνουν στους Arcade Fire πως ακριβώς έπρεπε να το κάνουν και αυτή τη φορά, αν τυχόν τους ενδιέφερε να αποδείξουν ότι ο επικός λυρισμός, συνεχίζει να είναι για αυτούς σημαντικότερος από ότι η κατάκτηση της όποιας κορυφής και της όποιας μαζικότητας. Λίγο πριν το τέλος με το στίχο "cut me down and mess me up, oh yes you 've done it again" να ακούγεται με σαρκαστικό τόνο μες στην παρ' ολίγον τετριμμένη ευαισθησία του Planets, ακούγονται επιτέλους και οι ίδιοι να έχουν επιτέλους συναίσθηση του κορεσμού των συναισθημάτων που εδώ και χρόνια υπερχειλίζουν τις μουσικές τους επιλογές. Ενώ όμως οι Arcade Fire επέλεξαν να προσγειώσουν τους ακροατές τους σε μία καθημερινή πραγματικότητα που ελάχιστες ελπίδες γοητείας είχε ούτως ή άλλως στον κόσμο της μουσικής, οι Three Mile Pilot, καθότι από το underground ήρθαν και καθώς φαίνεται στο underground θα οδεύσουν και πάλι, γειώνουν το συναισθηματικό τους οπλοστάσιο σε βαθμό τέτοιο που να μην μπορείς να τους χαρακτηρίσεις υποκριτές για ότι έδωσαν μέχρι σήμερα, αλλά και να μην τους κλείσεις την πόρτα ως αδιάφορα πλέον επαναλαμβανόμενους.
Η ιδέα της θριαμβευτικής επιστροφής με αυτή της μετριοπαθούς αποτίμησης των πεπραγμένων μίας δεκαετίας, απέχουν το ίδιο από το να χαρακτηρίσουν στις πραγματικές του διαστάσεις αυτό το δίσκο. Ψύχραιμα ή μη. Άλλωστε απ' ότι διαβάζουμε ακολουθεί άμεσα και σχεδόν παράλληλα ηχογραφημένο το νέο άλμπουμ των Black Heart Procession, οπότε εν πολλοίς ξέρετε ήδη τι θα βρείτε εδώ μέσα. Όπως και τι δεν θα βρείτε...
Πέραν όλων αυτών η ευρύτερη παρέα της Temporary Resistence παραμένει πάντοτε απόλυτα ασφαλής λύση για όσους γουστάρουν κιθάρες με ψυχή και δεν θα μπορέσουν ποτέ να χωνέψουν το πως οι Tindersticks κατέληξαν να παίζουν soul...