Rengeteg
Δεν μπορείς να κατανοήσεις το black metal χωρίς τα δάση... Του Αντώνη Ξαγά
Δεν μπορείς να κατανοήσεις το black metal χωρίς τα δάση... Για να βελτιώσω τον προφανώς ατελή αφορισμό μου: δεν μπορείς να καταλάβεις το ευρωπαϊκό black metal χωρίς να έχεις περπατήσει (έστω και κάτω από την ασφάλεια της ημέρας και της καλής συνοδείας) σε ένα από εκείνα τα ανήλιαγα, αόριστα απειλητικά δάση που καλύπτουν τα (όχι και τόσο ψηλά πάντως) βουνά της Θουριγγίας ή των Σκανδιναβικών Άλπεων (ο ίδιος βέβαια συλλογισμός θα μπορούσε να αναφέρεται εξίσου ταιριαστά και στη μουσική του Wagner, αλλά δεν ξέρω πόσοι οπαδοί του Ριχάρδου περνούν από αυτές τις σελίδες). Και για να τον επεκτείνω ακόμη πιο τολμηρά: μια τέτοια περιήγηση ίσως προσφέρει στον αδαή ταξιδιώτη μια ακτίνα διείσδυσης στον ερμητικό και ξένο για τις μεσογειακές μας συντεταγμένες βορειοευρωπαϊκό ψυχισμό.
Ελπίζω δε να γίνει αντιληπτός όχι ως άλλη μία ακόμη από εκείνες τις φιλολογίζουσες περιγραφές (ηχο)τοπίων και εικόνων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της μουσικής, οι οποίες μπορεί ενίοτε να είναι χρηστικές, επαναλαμβάνονται όμως πλέον τόσο στερεότυπα ώστε να αγγίζουν βαθμό σχεδόν αστειότητας. Εδώ λοιπόν μιλάμε για κάτι πολύ πιο πλατύ και βαθύ (που ενίοτε ...λερώνει κιόλας), το οποίο και αγγίζει ιδρυτικούς μύθους ολόκληρων λαών (και φυσικά μουσικών). Η περαιτέρω ανάλυση μάλλον υπερβαίνει τους σκοπούς και τις διαθέσεις του παρόντος κειμένου, ας μείνει έτσι ως μια άκρη νήματος για όποιον θέλει να ακολουθήσει...
Ο νέος δίσκος των Ούγγρων Thy Catafalque πάντως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ηχητική επένδυση των σκοτεινών παραμυθιών των αδερφών Γκριμ (τα οποία δεν είναι ασφαλώς τίποτε άλλο από μια λαϊκή ιδιότυπη (μικρο)ιστορία!). "Αδιαπέραστο δάσος" σημαίνει το "Rengeteg" σε παλλαϊκά ουγγρικά, υπερθεματίζει ο Tamas Katai, η πραγματική ψυχή του συγκροτήματος. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 11-11 του (20)11 (διόλου τυχαία υποθέτω ημερομηνία) και αποτελεί τον επίγονο της αισθητικής προς διετίας κορύφωσης του "Roka Hasa Radio", τον οποίο θεωρώ (χωρίς (ψευδο)περιστροφές περί ταπεινότητας της άποψης) από τους ωραιότερους δίσκους που άκουσα τα τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια είναι εξ αρχής ξεκάθαρο ότι ο ζυγός της σύγκρισης είναι εγγενώς ήδη "πειραγμένος" και προκατειλημμένος.
Η μπάντα πάντως έχει κάνει ήδη ένα μεγάλο βήμα με τη μεταγραφή στη γαλλική Seasons of Mist όπου και συναντά και πολλούς άλλους εκλεκτούς συμπολεμιστές του σκότους και ερέβους (εξασφαλίζοντας και καλύτερη διανομή απ' ότι κατάφερνε η τσέχικη Epidemie).
Από μουσική σκοπιά, το συνολικό ...μείγμα μουσικής παραμένει συστατικά το ίδιο αλλά στις αναλογίες κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει. Να οφείλεται άραγε στην απουσία του επί χρόνια συνεργάτη του Janos Juhasz; Πιθανόν, η απουσία άλλωστε ως γνωστόν αποκαλύπτει τη βαρύτητα της παρουσίας (είτε μιλάμε για δίσκους είτε για ανθρώπινες σχέσεις).
Η πρώτη λοιπόν και προφανής παρατήρηση είναι ότι εδώ οι Thy Catafalque "βαράνε" πιο πολύ, ακολουθώντας πιο "ορθόδοξα" μαυρομεταλλικά μονοπάτια. Με ...καλολογικό τρόπο: το "δάσος" είναι πιο πυκνό και με λιγότερα ξέφωτα. Υπάρχει επίσης και μια ελαφρά στειρότητα ιδεών. Για παράδειγμα, το κομμάτι-πυλώνας του έργου "Vashegyek" (με τη φωνητική συνεισφορά της Agnes Toth των The Moon and the Nightspirit, οι οποίοι και αυτοί έχουν φέτος έναν αξιάκουστο δίσκο), στερείται της αναλογούσας έμπνευσης η οποία και θα υποστήριζε την δεκατεσσάρων λεπτών ανοικονόμητη διάρκεια του. Τα ευπρόσδεκτα γα το αυτί ηλεκτρονικά στοιχεία εξακολουθούν να επιτελούν το ρόλο τους, κατά στιγμές όμως ακούγονται μάλλον συμβατικά και "εύκολα".
Από την άλλη βέβαια, ο Katai διατηρεί το χάρισμα της μελωδίας, αυτή τη σχεδόν μαγική ικανότητα να βάζεις τις νότες σε αρμονική σειρά, η οποία και δεν κρύβεται σε κομμάτια όπως το "Kel keleti szel" ή το "Kek ingem lobogo", με τις αρμονικές τους γραμμές να διακρίνονται διαυγέστατα παρά τον κιθαριστικό οδοστρωτήρα και τα επιληπτικά προγραμματισμένα τύμπανα. Η δε ευρεία, εικαστική τολμώ να ισχυριστώ, αντίληψη του ήχου μαζί με μια κλασική προπαίδεια δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα σε μείξεις ειδών όπως στο "Holdkomp", το οποίο συστεγάζει electronica, metal και ουγγρικούς παραδοσιακούς δρόμους, μακριά από την εσχάτως μοδάτη αντίληψη της κατά Simon Reynolds "record collector's music".
Στο σημείο αυτός όμως συνειδητοποιώ ότι η μέχρι αυτή την παράγραφο τακτική της (υπερ)αναλυτικής κριτικής από τη σκοπιά του οπαδού, ίσως θολώνει την κατάσταση. Διότι για τον ανυποψίαστο και ίσως μπουχτισμένο από την υπερπροσφορά δίσκων, το "Rengeteg" διατηρεί την αξία μιας διαφορετικής πρότασης (ευελπιστώ δε και αυτή ενός βήματος προς μια ευρύτερη καθιέρωση). Κι αν σας οδηγήσει δε στην ανακάλυψη των προγενέστερων αριστουργημάτων, τότε σίγουρα αξίζει κι ένα ελαφρώς υπερτιμολογημένο...