Oh no I love you
Μέλη των Lambchop, My Morning Jacket και High Llamas στο νέο team του Tim. Του Γιώργου Λεβέντη
Στην υπόθεση Charlatans πάντα υπήρχε κάτι για να σε χαλάσει. Το ότι ποτέ δεν κυκλοφόρησαν έναν συνολικά σπουδαίο δίσκο. Η αίσθηση πως ακόμη και τα καλύτερα τραγούδια τους περισσότερο καβάλησαν το τάιμινγκ παρά το δημιούργησαν. Το ότι, άθελά τους οι έρμοι, συνέβαλαν και αυτοί στο να μη μάθουμε ποτέ πώς θα ήταν ο κόσμος αν είχαν πετύχει οι Miltown Brothers. Κανένα προπατορικό αμάρτημα όμως δεν μπορεί να αλλάξει το ότι ο φίλος Τim παραμένει γενναίος. Και αν κάποτε ήταν γενναίος μια φορά αρνούμενος να πουλήσει κάποια δουλειά των Charlatans ως τον δεύτερο μεγάλο δίσκο των Stone Roses σε ένα κοινό που ήταν έτοιμο να το δεχτεί, σήμερα είναι ακόμη πιο γενναίο να αντιλαμβάνεσαι πως όσο cool και αν ήταν να είσαι ο Jagger του baggy, υπάρχουν και καλύτεροι ρόλοι για να παίξεις. Ο εαυτός σου ας πούμε.
Στη δεύτερη σόλο δουλειά του Τim μαθαίνουν και οι τελευταίες πέτρες πόσο κολλητός είναι με τον Kurt Wagner, ο οποίος και έγραψε τους στίχους του δίσκου. Η αύρα του Κurt και μαζί των υπόλοιπων συμμετεχόντων (Carl Broehmel, Chris Sruggs) είναι πανταχού παρούσα στα τραγούδια, κάτι που είναι καλό και κακό. Καλό γιατί ανεξάρτητα από τη δική μου γνώμη για την αξιοπρέπεια των κατά καιρούς βρετανικών υποκλίσεων στα διάφορα alternative είδωλα της άλλης όχθης, το θέμα είναι ότι τα παιδιά τα βρίσκουν, ο Τim πραγματικά γουστάρει το περιβάλλον και σημασία έχει στο τέλος να ηχογραφείς ευτυχισμένος. Κακό, γιατί αρκετές είναι οι φορές στο δίσκο που ο Tim φαντάζει απλά η φωνή σε ένα country side project και αυτό είναι όσο τρομακτικό ακούγεται. Βάλτε μέσα και το γεγονός πως ο Burgess, κακά τα ψέματα, ουδέποτε υπήρξε κάτι τρομερά ιδιοφυές συνθετικά και έχετε μια ιδέα γιατί ο δίσκος δε γίνεται ποτέ κάτι παραπάνω από καλός.
Αλλά ότι είναι καλός είναι. Για την ακρίβεια-αν και καμία σχέση ηχητικά-είναι καλός με τον ίδιο τρόπο που είναι καλός και ένας τυπικός δίσκος των Charlatans. Έχει δύο τουλάχιστον τραγούδια (''Αnytime minutes'', ''A case for vinyl'') που με το πρώτο άκουσμα φαίνονται μέτρια, μετά από ένα μήνα όμως θα ακούγονται καλά. Βρίσκουμε τραγούδια (''Ηours'', ''Tobacco Fields'') που θα αποδειχθούν ιδανικά για χειμωνιάτικη οδήγηση-προφανώς και είναι κομπλιμέντο αυτό. Έχει στιγμές που ο Tim όχι μόνο το χάνει, αλλά το χάνει άσχημα (''Τhe economy''). Αλλά έχει και κορυφώσεις που όχι μόνο είναι αξιόλογες, αλλά αδικούνται σε έναν γενικά χαλαρό δίσκο. Το ''White'' για παράδειγμα ανήκει στα καλύτερα opening tracks της χρονιάς, ενώ το ''The great outdoor bitches'' αν βρισκόταν σε δίσκο κάποιου νεόκοπου τρεντ-σετερ γκρουπ από το LA θα ήταν σημείο αναφοράς για όλα τα indie μπαρ. Εάν κάτι σώζει όμως πραγματικά το δίσκο είναι το ότι ο Burgess συνεχίζει να τραγουδάει (συνήθως) πανέμορφα. Η σνομπ αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που τα έχει δει όλα και όχι μόνο επέζησε, αλλά μπορεί και τραγουδάει στίχους άλλων σαν να είναι δικοί του, είναι η μόνη βρετανοπρεπής συνεισφορά του στο feeling του άλμπουμ. Στο ''Α Gain '' μάλιστα που κλείνει το δίσκο τραγουδάει όπως δεν έχει τραγουδήσει ποτέ μετά το 1997.
Δε θα σταματήσει η γη να γυρίζει βέβαια αν ο Tim δε βγάλει άλλο προσωπικό δίσκο, αλλά η όποια σόλο προοπτική του αξίζει την κατανόηση των κυνικών. Αρκεί να καταλάβει και ο ίδιος πως ό,τι είχε να πει ως οικονομικός μετανάστης στο Nashville το έχει πει και δε χρειάζεται να το αποπειραθεί ξανά. Αν το μέλλον μας επιφυλάσσει μουσικά άρθρα του τύπου ''Tim Burgess goes Americana'', ας πέσουμε όλοι στα γόνατα να παραδεχτούμε πως το Tellin' Stories ήταν όντως ο δεύτερος μεγάλος δίσκος των Stone Roses.




