The something rain
Είκοσι χρόνια στην πιάτσα είναι πολλά; Του Άρη Καραμπεάζη
Το ροκ έχει τελεσίδικα αποφασίσει να μη σκοτώνει τα άλογα όταν γεράσουν, ίσως γιατί δεν έχει πλέον και άλλη επιλογή (δεν τραβάνε οι νέες ράτσες, δηλαδή). Πρωτοπόροι και σε αυτό τον τομέα εδώ στο Mic, τους Tindersticks τους έχουμε σκοτώσει και τους έχουμε νεκραναστήσει 3-4 φορές μέχρι τώρα, μέσα σε μια ντουζίνα χρόνια (δυο φορές μονάχα τους έθαψα- ξέθαψα, εγώ μόνος μου), έχοντας παράλληλα εξαντλητικά υπερεκθέσει κάθε σχέση μας μαζί τους, ενίοτε και κάθε σχέση τους μαζί μας. Προσωπικά, με εξιτάρουν ακόμη ως αναγνώστη (και τα ζηλεύω ως μουσικογραφιάς), όσα από το 2001 γράφει (σε στιγμές προσωπικού θριάμβου) ο Γιάννης Ασπιώτης για την πρώτη και πλέον ενδιαφέρουσα περίοδο της μπάντας, ενώ το ρηθέν υπό του Βασίλη Παυλίδη περί ενός διαμαντιού και μιας υπόλοιπης τυπικότητας συνόψισε ορθά τα προβλήματα της δεύτερης δεκαετίας τους. Ακόμη πιο σφιχτά συνοψίστηκαν αυτά τα προβλήματα, στην επιλογή να εμφανιστούν προ τριετίας στο άχαρα "ασφαλές" θέατρο Badminton, γεγονός που υπογράμμισε πώς η ευγένεια που είχε απομείνει από τις συναρπαστικές ημέρες τους, ήταν πλέον περισσότερο ενοχλητική παρά θεμιτή, τόσο ώστε να τους στείλει στα απόνερα των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων, με τις άνετες πολυθρόνες και την ορθή τήρηση του νόμου περί απαγόρευσης του καπνίσματος.
Κλείνοντας λοιπόν είκοσι χρόνια στη δισκογραφία, οι Tindersticks διεκδικούν περισσότερο έντονα από κάθε άλλη φορά, μετά το πρώτο μούδιασμα του Simple Pleasure, τη θέση που περισσότερο τους στέρησε η συνήθεια και η επανάληψη, παρά η πραγματική έλλειψη έμπνευσης (αληθινά κακός δίσκος τους δεν υπάρχει). Στα εννιά εναρκτήρια λεπτά του Chocolate το σήμα κατατεθέν μουρμουρητό δεν ανήκει τελικά στο Stuart Staples, χτυπάει βέβαια μνήμες My Sister (το αγαπημένο μου ever τραγούδι τους, όπως τυχόν θα θυμάστε), αλλά η σύνθεση υπογράφεται ορθά κοφτά από τον David Boulter, ο οποίος και το "μουρμουρίζει" μονάχος και αυτό δεν είναι διόλου αμελητέο, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα συνθετικά credits του αμέσως προηγούμενου δίσκου (ενώ αντίθετα στο Hungry Saw του 2008, του είχε δοθεί και πάλι χώρος...). Τέσσερα τραγούδια υπογράφει μόνος του ο Staples και άλλα τρία συνολικά με κάθε έναν από τους υπόλοιπους σημερινούς Tindersticks. Κοινώς, η μπάντα υπάρχει ως τέτοια και πάλι.
Στο Frozen μαζί με την συναισθηματική ανεβαίνει εκ νέου η ηχητική ένταση, τα πνευστά του Terry Edwards ψιλοτρελαίνονται και πάλι όπως κάποτε, η ενορχήστρωση είναι πλήρης και καταιγιστική και ο Staples επιτρέπει στον εαυτό του ένα ερωτικό παραλήλημα προς το τέλος, από αυτά που επιμελώς φαίνεται να απέφευγε τα τελευταία χρόνια. Στο τέλος του δίσκου αφήνεται να παίζει ένα ορχηστρικό music box, από αυτά που σε γενναίες δόσεις τοποθετούσαν εδώ κι εκεί στο παρελθόν για να καταστήσουν, ίσως και ασυνείδητα, τα άλμπουμ τους ολοκληρωμένα έργα τέχνης, όπως εξ αρχής τα αποδέχτηκαμε οι φανατικοί τους.
Όμορφο, λιτό και ουσιαστικό το μόλις δεύτερο στη σειρά Show Me Everything, είναι μάλλον το προσωπικό μου αγαπημένο, από έναν δίσκο που καθώς επιμελώς αποφεύγει να πλατειάσει, σου επιτρέπει να τον αγαπήσεις ακόμη περισσότερο. Αν κάτι φαίνεται να επιστρέφει οριστικά στον τραγουδιστικό κόσμο των Tindersticks, είναι η αίσθηση πως σε μεγάλο βαθμό τα τραγούδια τους είναι το σκληρό αποτέλεσμα ενός συναισθηματικού αυτοσχεδιασμού, που τελικά πιστώνεται σε όλα τα μέλη του σκληρού πυρήνα τους, αλλά και στους τακτικούς συνεργάτες αυτών, ανεξάρτητα από το ποιος εισπράττει τελικά τα πνευματικά δικαιώματα. Οι Tindersticks μεταμορφώνονται και πάλι στη μπάντα που προλαβαίνει να μεθύσει με τη μουσική της, πριν η τελευταία στραφεί εναντίον της, καταδικασμένη από τον φορμαλισμό που πάντοτε θα υπάρχει εντός και γύρω της.
Όπως ορθά γράφτηκε κάπου και για τον Leonard Cohen, η τέχνη των Tindersticks είναι από αυτές που δεν πρέπει να φοβάται, αλλά μάλλον να επιδιώκει, την ενηλικίωση, παρότι όντως αντιμετώπισε μάλλον αμήχανα το δρόμο προς αυτή. Με την ελπίδα ότι θα έχουν κάποτε το σθένος να προσπελάσουν το μείγμα οίκτου και συμπάθειας, που προκαλεί η ανεπανόρθωτη γήρανση σε περιπτώσεις τύπου Cohen, και να μας αποχαιρετήσουν με θάρρος πριν συμβεί αυτό, επί του παρόντος τους καλοσωρίζουμε σε μία νέα δεκαετία μαζί τους, που αν μη τι άλλο δείχνει ικανή να μην προδώσει την πρώτη μας γνωριμία. Όσοι μες στο 2011 επέδειξαν εγκυκλοπαδικό πάθος με την history channel orientaded ατροφική ποπ της P.J. Harvery, θα είναι τουλάχιστον ανεκδιήγητοι αν δε επιστρέψουν και πάλι εδώ που υπάρχει πραγματικά ψυχή.