Beverly Hills
"Κούρασε η κουβέντα για την ελληνική trap". Κούρασαν και οι θείοι και οι θείες στο τραπέζι της (φαντασιακής) νεολαίας. Του Χάρη Συμβουλίδη.
Κούρασε η κουβέντα για την ελληνική trap. Και μάλλον εξαντλήθηκε, στα 3 (έντονα, ομολογουμένως) χρόνια που μεσολάβησαν από τον χαμό με το "Mama?". Πότε-πότε, βέβαια, αναζωπυρώνεται στα social media, συνήθως με όρους ηθικού πανικού. Γενικά, όμως, κάθε κατεργάρης επέστρεψε στον πάγκο του: οι -άντα στις αγκάλες του έντεχνου και όσων φλερτάρουν το έντεχνο από τις rock δάφνες τους, οι νεότεροι στα plays και streams τα οποία εξακολουθούν να χαρίζουν αφειδώς στους trap αστέρες. Όπως στο καινούριο άλμπουμ του Toquel, λ.χ., που μετρά εκατομμύρια παιξίματα στο Spotify στους λίγους μήνες κυκλοφορίας του.
Ο Toquel, τώρα, διαθέτει κάτι. Ίσως όχι «το κάτι», πάντως δεν είναι τυχαία η αίσθηση που έκανε το 2019, όταν τον πρόσεξαν και άνθρωποι διόλου σκοτιζόμενοι για την trap χάρη στο "Business". Ασφαλώς, ο νεαρός από το Ηράκλειο δεν ήταν πρωτόβγαλτος, τότε –ακουγόταν ήδη από το 2013, όταν κυκλοφόρησε το "Κουράστηκα". Αλλά η επιτυχία εκείνη κόμισε ένα ενδιαφέρον στοιχείο στο τραπέζι των μουσικών διαξιφισμών της εποχής, θυμίζοντας το απλό και (κανονικά) αυτονόητο: ότι, αν κάτι είναι χτισμένο και δοσμένο ωραία, δεν μας πολυνοιάζει αν λέει για δουλειές του υποκόσμου ή αν χρησιμοποιεί τη λέξη «πουτάνες» τηρώντας ένα πλαίσιο λαϊκότητας το οποίο ακόμα είναι νωρίς για να αγγίξουν οι αγωνίες και οι αγώνες του επίκαιρου δικαιωματισμού. Χωρίς να ισχυρίζομαι, ασφαλώς, ότι δεν πρέπει να ασκούμε κριτική (και) στο στιχουργικό περιεχόμενο.
Αυτό το «κάτι», λοιπόν, εντοπίζεται και στο φετινό άλμπουμ "Beverly Hills". Άλλοτε εκπέμπει δυνατό σήμα, όμως, κι άλλοτε θαμπώνει. Υπάρχουν στιγμές, δηλαδή, όπου ορισμένοι καίριοι στίχοι, συνδυαστικά με τα στρογγυλά beats του Sin Laurent και του Beyond και τον πειστικό λυγμό στις ερμηνείες του Toquel, σε κάνουν να στήσεις αυτί –ο λυγμός, σημειωτέον, άσχετα αν υποβοηθείται από το auto tune, παραμένει βαθιά συνυφασμένος με όψεις της λαϊκής κουλτούρας του τόπου μας και κακώς ταυτίζεται με την κλάψα, γιατί αντανακλά μια θλίψη που δεν εμπεριέχει τη γκρίνια. «Μπλόκο μου 'κάναν οι μπάτσοι/Ψάχνω να βρω τον εαυτό μου/Ψάχνουν να βρουν το πιστόλι», ξεσπά στο ρεφρέν του "Σκόνη" ο Toquel. Και σε κερδίζει, άσχετα αν όλα τούτα αποτυπώνουν βιωμένα σκηνικά ή σχεδιάστηκαν για να γαργαλούν τακτοποιημένες ζωές, οι οποίες φαντασιώνονται πιο άγριες καταστάσεις.
Μετά, εντούτοις, πέφτεις και σε κομμάτια όπου ο ίδιος λυγμός καταλήγει στυλ. Όπου τα λόγια φεύγουν από τα όσα κλώθει ίσως στο μυαλό ένας τύπος σαν τον Toquel κι αρχίζουν να διηγούνται ιστορίες νεοπλουτίστικης χλίδας, γκανγκστερικής μαγκιάς και πηδημάτων σε κρεβάτια, μπάνια κτλ. Κι άντε να μας λες για τα δικά σου τα γαμήσια. Όταν όμως περιγράφεις την άλλη στο "Giousef" με φράσεις τύπου «Πήγε με τον Snik, πίπωσε τον...», σαν να 'σαι η τελευταία κουτσομπόλα του χωριού, γλιστράς κι εσύ στη μπανανόφλουδα της φτήνιας. Δεν σε σώζουν μετά ούτε οι έξυπνες αναφορές στο "Gucci Φόρεμα", ούτε οι επικλήσεις στο "Fuck Tha Police" των N.W.A., ούτε η (όποια) δημοσιότητα έφερε το beef με την Αναστασία Γιούσεφ.
Κρατά δεν κρατά μισή ώρα το "Beverly Hills", μα σε αφήνει σκορπισμένο, να βγάλεις άκρη με τα ύψη και τα βάθη του. Το προαναφερθέν "Σκόνη" αξίζει, το "Palmous" προσφέρει μια απρόσμενα ενδιαφέρουσα κατάληξη, το "Πλατίνα" έχει τα νόστιμα γαλλικά του, τις επικλήσεις στο παρελθοντικό hit "Karolina" και τον στίχο «είμαστε σαν τη Beyoncé με τον Jay-Z». Αλλά το "Beverly Hills" κομπάζει ότι χορεύει με το μέλλον πάνω σε γραμμές κοκαΐνης, το "Κόκκινα Μάτια" μένει κάπου στο μέσον της trap πεπατημένης, ενώ τα "Moneydance" και "Koko" είναι απλώς κακά τραγούδια, τυλιγμένα σε λαμπερές παραγωγές.
Για ακόμα μία φορά, έτσι, οι μόνοι που απομένουν εκτεθειμένοι είναι όσοι αναζητούν καλλιτεχνικές στοχεύσεις στο εγχώριο trap game. Όπου ακόμα και ο Toquel, ο οποίος ίσως μπορούσε να πετύχει κάτι, ξοδεύεται σε πυροτεχνήματα και σε κολακείες ενός χαμηλότατου μέσου όρου. Πετυχαίνοντας απλά ένα αποτέλεσμα κατά τι καλύτερο από τους πολλούς που ντύνονται κι ακούγονται σαν αυτόν.
Η trap εξακολουθεί λοιπόν να εγγράφεται ως μαζικό φαινόμενο που αφορά τόσο το ελληνικό χιπ χοπ (ως αντανάκλαση διεθνών τάσεων της εποχής), όσο και τους μετασχηματισμούς της εγχώριας λαϊκότητας, όμως η κριτική των πεπραγμένων της μοιάζει όλο και πιο μάταιη. Εφόσον δεν είσαι θείος που ποθεί να «κάτσει με τη νεολαία», δηλαδή, καταλήγεις να γράφεις το ίδιο κείμενο, αλλάζοντας απλά τους τίτλους των κομματιών, τα ονόματα των συντελεστών και μερικές από τις επιμέρους επισημάνσεις.