(Έχοντας ήδη κερδίσει φανατικούς φίλους αλλά και ορκισμένους εχθρούς, η μπάντα από το Σικάγο αφού μέσα σε εφτά χρόνια και τρεις δίσκους κατάφερε να οριοθετήσει τον απόλυτα προσωπικό της ήχο και να γίνει σημείο αναφοράς για τον πειραματικό ήχο των 90's, επιστρέφει τώρα μέσα από τα στούντιο της Warp για να αποδείξει οτι αν κάποιος μπορεί να πάει τη μουσική αυτή λίγο πιο πέρα είναι απλά η ίδια...).
Αν το kraut rock των 70's ψάχνει τους φίλους του στα γραφεία των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τα ακριβά κουστούμια, η cool jazz μετοίκησε δια παντός στην Ipanema και ο μινιμαλισμός, είτε είναι dub είτε ambient, κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, τότε τι μπορεί να ζητάνε από εμάς οι Tortoise όταν αναμειγνύουν όλα τα παραπάνω; Φυσικά την υπομονή μας και την από μέρους μας ανάγνωση του ήχου τους ως πιο προσιτή περιήγηση στους αντισυμβατικούς δρόμους της μουσικής των τελευταίων 30 ετών.
Μόνο που το 'Standards' κάθε άλλο παρά στοχεύει στο να φτάσει απλά τα κεκτημένα των προηγούμενων δίσκων τους, όπως δηλώνει ο τίτλος του. Αντίθετα προσπαθεί μέσα από ένα ισομερισμό των 'πεδίων δράσης' του συγκροτήματος τόσο να υποσκελίσει τη σαφή ταυτότητα του παρελθόντος του, όσο και να εμπλουτίσει την τωρινή με μια πνοή ηλεκτρονικής αύρας, που ωστόσο μένει μακριά από το να γίνει κυρίαρχη. Οι Tortoise, δεν έβγαλαν τελικά τον ηλεκτρονικό δίσκο που πολλοί ίσως να περίμεναν. Και αυτή όμως η άποψη ξεφτίζει μετά από κάθε ακρόαση του 'Standards'. Γιατί μπορεί τα καθαρά ηλεκτρονικά μέρη να είναι σχετικά δυσδιάκριτα, ωστόσο οι Tortoise συμπεριφέρονται στα συμβατικά τους όργανα σαν να πρόκειται να τα απομακρύνουν για πάντα από τον καθιερωμένο τους ρόλο, όπως τη διαστρεβλωμένη Αμερικάνικη σημαία στο εξώφυλλο του δίσκου. Αν και μουσικά διαφορετικοί, ωστόσο η αισθητική της rhythm section παραπέμπει -όσον αφορά τη μορφολογία και λειτουργική της- σε αυτήν του Amon Tobin. Ρυθμός που μέσα από τα χέρια διοχετεύεται στα όργανα και από εκεί παίρνει και την τελική του μορφή, δεν αφήνει όμως και σαφή περιθώρια σκέψης για το αν είναι τελικά ηλεκτρονικός, τουλάχιστον όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα. Αν όμως ο ρυθμός και η απόδοσή του δεν εντυπωσιάζει το συνειδητοποιημένο ακροατή, η μελωδία που πλέον σε αρκετά σημεία αγνοεί τη μετρονομία, δίνει το στίγμα αυτού του δίσκου.
Το 'Standards' είναι μάλλον ο πιο μελωδικός δίσκος των Tortoise, αυτός που εσκεμμένα παραμελεί τον ρυθμολογικό αυτοσκοπό και λειτουργεί ελεύθερα και τόσο αυτοσχεδιαστικά ωστε να μη θεωρείται το ηλεκτρονικό παραπαίδι της jazz. Παράλληλα, είναι και η πιο 'μοντέρνα' και άνθρωποκεντρική' δουλειά τους μέχρι τώρα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπ'όψη το παγωμένο και απόλυτα πειραματικό 'Millions now living will never die' ή το free form ambient-jazz του 'TNT'. Ίσως τελικά το 'Standards' να 'συγγενεύει' περισσότερο με το αισθητηριακό κιθαριστικό ambient του πρώτου, ομώνυμου δίσκου, απομακρυσμένο όμως από την υφέρπουσα indie rock ατμόσφαιρα και πιο κοντά στις 'μηχανικές' επιταγές του 21ου αιώνα.
Η αντισυμβατική και 'αντιρόκ' συνοχή του 'Standards' επιβεβαιώνει οτι το post rock είναι απλά ένας όρος δισκοθηκονομίας, όχι μια λιτή μουσική περιγραφή. Και το 'Standards' όσο και αν δεν αγνοεί τη φουτουριστική jazz των Art Ensemble of Chicago, εισπνέει πλέον τον 'σοφιστικέ' αέρα της σαφώς πειραματικότερης Ευρώπης, όχι για να τον ενσωματώσει, αλλά για να του ανταποδώσει τη μέχρι τώρα εμπειρία του. Πάνω απ'όλα όμως, σημαντική δουλειά γιατί μπλέκει τα πράγματα ακόμα παραπάνω, απλουστεύοντας τις αισθητικές ή νοητικές επιδιώξεις των φίλων της απόκλισης από το συμβατικό και καταστρέφοντας την ιδεολογία της καθαρής και 'αβασάνιστης' μελωδίας.
Τελικά, το επιθυμητό τέταρτο βήμα από τους Tortoise δεν απογοήτευσε την προσμονή μας, μάλλον το αντίθετο. Τι θα λέγατε όμως αν σας έλεγα οτι το επιθυμητό, από μέρους μου, πέμπτο βήμα θα ήταν να βρουν μια άλλη δουλειά και να μας αφήσουν στην ησυχία μας;
Σημαντική η αρχή, το ίδιο και η συνέχεια, περισσότερο όμως το τέλος. Ένα τέλος που ερχόμενο την κατάλληλη στιγμή ανυψώνει τα ήδη κεκτημένα.