Δεν ξέρω πόσοι ακριβώς χρειάζονται για να γραφτεί μια μουσική εγκυκλοπαίδεια, όσοι τέλος πάντων, στο 90s κεφάλαιο περί ντεκ κι ηλεκτρονικών, ωστόσο, χαρακτήρισαν από πολύ νωρίς το αυστριακό ντουέτο των Kruder & Dorfmeister ως μάστερ DJs & remixers. Κι αυτή η πρώιμη φορεσιά του τίτλου, που κι ίδιοι φρόντισαν να συντηρήσουν αστραφτερή καθ' όλη την πορεία τους -πώς αλλιώς φαντάζουν μετά μια δεκαετία τα περίφημα "The K&D Sessions" τους;- καθόρισε μοιραία και μερικές πτυχές της dance Ευρώπης των χρόνων που ακολούθησαν: τόσο ο Peter Kruder όσο κι ο Richard Dorfmeister έκαναν το συντριπτικό μέρος των ορίτζιναλ παραγωγών τους χώρια. Δηλαδή:
Ο πρώτος ρισκάροντας με το άλμπουμ-πρότζεκτ "Peace Orchestra" του '99, κι αργότερα τους Voom:Voom, συμπράττοντας με τα δύο τρίτα των Truby Trio. Ο δεύτερος πηγαίνοντας στα πιο σίγουρα, στη μουσικοφιλική του σχέση με τον Rupert Hubert που φτάνει μέχρι τα βιεννέζικα σχολικά τους χρόνια (βλ. Dehli 9), και φορμάροντας ένα νέο κοινό σχήμα, τους Tosca. Που ντεμπουτάρησαν δισκογραφικά με το "Chocolate Elvis" 12'' του '94, η αρχή του δρόμου που πρόσφατα οδήγησε αυτούς κι εμάς στο "No Hassle", τον πέμπτο δίσκο τους.
Αν τώρα ξέρετε τους Tosca απ' τα "Opera" και "Suzuki", μπορεί τα γνωστότερά τους άλμπουμ, οπότε και τους συνδέετε με φανκ ρυθμολογίες, νταμπ μπασογραμμές κ.ο.κ., τότε δώστε ιδιαίτερη προσοχή κι ετοιμαστείτε για αλλαγές, τα πράγματα θα σοβαρέψουν, καλύπτοντας κι ό,τι παλιότερό τους. Η αλλαγή ήχου είναι, λοιπόν, το μόνο που ισχύει στα σίγουρα με το "No Hassle", διότι το κατά πόσο είναι ο καλύτερός τους δίσκος, το ερώτημα που ακούσια έπεται, όντας ο πιο εγκεφαλικός κι εσωστρεφής, μπαίνει εύλογα σε κουβέντα για το πώς εμπλέκεται γενικά το στιλ στις προτιμήσεις. Για μένα δεν τίθεται καν σύγκριση.
Κι αυτό, επειδή το "No Hassle" είναι κάτι σαν ambient project μέσα στους Tosca. Στα δεκατέσσερα θέματά του συμπλέκει αναλογικούς ήχους με ψηφιακούς, samples με ζωντανά όργανα, κι ως σετ μοιάζει με το "My Life In The Bush Of Ghosts" σε downtempo, μινιμαλιστική παραλλαγή ειδικά για να παίξει σ' αυτήν ο Ry Cooder, δίπλα στους Dorfmeister και Hubert, που διεκδικούν περισσότερο από ποτέ το να λέγονται multi-instrumentalists. Συμμετέχουν στις επιπρόσθετες φωνές οι Julie McCarthy και Vera Bohnisch, μην ενθαρρύνεστε μολοντούτο για πολύ τραγούδι, φυσικά και για αλλού στήνονται.
Απ' το εναρκτήριο "My First" αρχίζουν οι εξαιρετικές επιδόσεις, και προχωρούν ανοικονόμητα, περνάνε απ' το "Oysters In May", συνεχίζουν στο "Joe Si Ha", φτάνουν στην "Rosa" κι ύστερα στην "Mrs. Bongo", διαμέσου "Raymondo", και πάλι ανέφερα απλώς τίτλους στη γρήγορη ροή του κειμένου, έχω εντοπίσει κι άλλες.
Στο λάιβ cd, μάλιστα, που συνοδεύει το στούντιο (ηχογραφημένο στην Ars Electronica), αφαιρούν κάποια τρακ, προσθέτουν λίγα άλλα, βάζουν εισαγωγές, αλλάζουν τη σειρά, τα δίνουν ως μιξαρισμένο σύνολο χωρίς ενδιάμεσες διακοπές, κρατώντας το χειροκρότημα για το τέλος, και κάνουν οτιδήποτε για να σπάσουν την αίσθηση ότι ακούς τον ίδιο δίσκο δεύτερη φορά, έχουν την εμπειρία οι άνθρωποι και ξέρουν τον τρόπο, αν και δεν μπορούν να το πετύχουν απόλυτα. Πληροφοριακά, παίζει και μία αμερικάνικη έκδοση με επιπλέον dvd.
Ο Richard Dorfmeister ίσως παραδειγματίστηκε απ' την όλη φάση όπως έγινε στο "Euro 2008" και πλέον διαμένει στη Ζυρίχη. Σιγά την απόσταση θα μου πεις, εδώ άλλοι γράφουν μαζί κι ο ένας είναι στην Ιαπωνία κι ο άλλος στη Νέα Υόρκη. Αφού το 'ξερα, πολιτισμένοι είμαστε, τέτοιες συζητήσεις λέμε πως κάνουμε. Στο παρόν, καινούργιο του άλμπουμ διευθετεί σφαιρικά όλες τις παλιές επιλογές του. Ώστε, παρόλο που η διαφορετικότητά του είναι ανέλπιστη, στη μετακίνηση του κέντρου βάρος απ' τις πίστες στο σαλόνι, αυτό να παραμένει σταθερά σπουδαίο. Συνέχεια στους Peace Orchestra του Kruder, πότε θα δούμε άραγε;