Νew Ancient Strings (25th Anniversary Edition)
Μια σπουδαία επανέκδοση ενός οριακού για το είδος δίσκου μπορεί (ή και οφείλει) να αποτελεί αφορμή για επανεκτιμήσεις. Χωρίς ωστόσο... ρεβιζιονιστικές προθέσεις. Του Γιώργου Λεβέντη
Αποχωρώντας από τα εγκόσμια πριν λίγες μέρες ο Toumani Diabate άφησε ως μέρος της τεράστιας κληρονομιάς του και έναν δίσκο σύμβολο. Το ‘New Ancient Strings’ υπήρξε ο δίσκος που λίγο πολύ έφερε ξανά στην (έγκριτη) μόδα όχι απλά την kora, αλλά αυτό που αποκαλούσαμε "world music" πριν αρχίσει να θεωρείται ενοχλητικός ο όρος (όχι πάντως πιο ενοχλητικός από αυτούς που ενοχλούνται) και πριν αποδειχτεί ότι τέτοια cult classics μπορούν να δημιουργήσουν κανονικές μουσικές καριέρες με την δυτική έννοια του όρου. Έκτοτε ο Diabate απόλαυσε οικουμενικής αποδοχής, ενώ συνεργάστηκε σταθερά με τον Damon Albarn και την Björk και λιγότερο σταθερά με άλλους.
Πριν από αυτούς ωστόσο υπήρξε ο Ballake Sissoko. Ο λόγος που οι δυο τους βρέθηκαν να ηχογραφούν εδώ μαζί είναι γιατί υπήρξαν οι γιοι των μουσικών Sidiki Diabate και Djelimadi Sissoko, που το 1970 κυκλοφόρησαν το ορίτζιναλ ‘Ancient Strings’ που ήταν και ο πρώτος δίσκος που έφερε αυτή τη μουσική στο παγκόσμιο προσκήνιο. Η εθνομουσικολόγος Lucy Doran που είχε δουλέψει στο παρελθόν με τον Diabate, συμπεριλαμβανομένου του εξαιρετικού ντεμπούτου του ‘Kaira’, σχεδίαζε ένα πρότζεκτ στο οποίο οι δύο Diabate θα έπαιζαν μαζί στο σίκουελ του πρωτότυπου δίσκου, αλλά ο θάνατος του Sidiki οδήγησε στο plan b, δηλαδή στη συνεργασία των δύο γιων. Diabate και Sissoko ηχογραφήσαν τα οχτώ ντουέτα του ‘New Ancient Strings’ σε ένα βράδυ του 1997, σε ένα μόνο session, χωρίς overdubs και εξτραδούρες. Όταν το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1999 αποδείχτηκε ότι ήταν έτοιμοι να το ακούσουν περισσότεροι από όσοι αναμενόταν να το κάνουν.
Με αφορμή το reissue για τα 25 χρόνια του δίσκου είναι υπαρκτός ο πειρασμός να χαθεί κανείς στον κόσμο του επιτηδευμένου ρεβιζιονισμού. Τι από τον δίσκο αγγίζει όντως την ιδιοφυΐα και τι ακούστηκε πιο κολακευτικό από όσο ήταν μόνο και μόνο επειδή ήταν καινούριο στα αφτιά του μεγάλου κοινού; Το άλμπουμ φυσικά δεν έγινε ποτέ τόσο τρέντι ή τόσο γνωστό ώστε να παιχτεί σε μπιτς μπαρ η σε lounge περιβάλλοντα και σειρές του Παπακαλιάτη. Αλλα είκοσι πέντε χρόνια μετά ακούγεται τόσο αυτονόητο το ότι υπήρξε που ο καθένας μπορεί να επιχειρήσει να βάλει τη διαχωριστική γραμμή της ποιοτικής πρόσληψης εκεί που νομίζει. Είναι δικαίωμα του απαιτητικού μουσικόφιλου το 2024 να μην εντυπωσιάζεται ( ή να παριστάνει ότι δεν εντυπωσιάζεται, και αυτό δικαίωμα είναι που έχουμε καταχραστεί άπαντες ) από κάτι που πρωτοάκουσε το 1999.
Φυσικά, όσο απαιτητικά και αν είναι τα αφτιά σου, στο τέλος το αναθεωρητικό διάβημα έχει την τύχη που έχει το ανάλογο για τη συμφωνία 'Jupiter' του Μότσαρτ ή το 'Dr Strangelove' του Κιούμπρικ ή τα γεμιστά. Δηλώνεις ταπεινός δούλος. Με την πρόσθετη συνθήκη στην περίπτωση αυτή, ότι αυτά που παίζονται είναι πολύ δύσκολο να παραστήσεις ακόμη και τώρα ότι τα αντιλαμβάνεσαι σε όλη την τεχνική τους διάσταση.
Μπορούμε ωστόσο πάντα να εκτιμήσουμε το στακάτο και ταυτόχρονα λυρικό παίξιμο. Να μαντέψουμε με ελαφρώς μπακαλίστικο και ενστικτώδη τρόπο ποιος παίζει τι (ο Diabate λίγο πιο περίτεχνος και μελωδικός, ο Sissoko λίγο πιο ξεκάθαρος στις ρυθμικές του αναφορές).
Κυρίως είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε το πόσο ωραία κυλάει η κυκλική και μαζί ευθεία αυτή πορεία των συνθέσεων, οι οποίες μπορούν να ακουστούν και αυτοτελώς και ως σύνολο. Είτε σε πιο πανηγυρικό κλίμα, όπως στο "Bi Lambam" είτε στο μετρημένο πάθος του "Salaman", η μουσική ακούγεται ταυτόχρονα σαν να υπήρχε εκεί από αιώνες (κάποια όντως υπήρχε) και σαν να έρχεται να σε βρει από το μέλλον.
Αν με το ζόρι ψάξουμε τα ψεγάδια του πράγματος θα καταλήξουμε είτε να σκεφτόμαστε πως σε κάποια σημεία θα μας άρεσε να μπλεχτούν κάνα δύο όργανα ακόμη (δηλαδή σκέψη άσχετη με την περίσταση και τη συγκεκριμένη μουσική) είτε πως η διάρκεια είναι λίγο τσιμπημένη. Κάτι επίσης ελαφρώς άκυρο, γιατί αν είναι να κουραστείς από όσα ακούς θα έχεις κουραστεί από το δεκάλεπτο. Ενδιαφέρον είναι ότι αν ακολουθήσουμε το αφήγημα της δημιουργίας του άλμπουμ και το συγκρίνουμε με το ‘Ancient Strings’ του 1970, θα διαπιστώσουμε τόσο μια αίσθηση συνέχειας όσο και λεπτές διαφορές στη χρήση της kora και τη σχέση της με το περιβάλλον, με τον δίσκο των επιγόνων να δίνει έναν πρόσθετο δυναμισμό, αλλά μαζί - εδώ είναι το ενδιαφέρον - και μια πιο ανοιχτή και φωτεινή εκδοχή της μουσικής. Τηρουμένων των αναλογιών με τη δυτική λόγια μουσική (και πρέπει να τηρηθούν πολλές αναλογίες), πέτυχε εκεί που απέτυχε (για όσους απέτυχε) ο δυτικός μουσικός μοντερνισμός, στον συνδυασμό δηλαδή γωνίας και μελωδίας, πεποίθησης και δεκτικότητας στις αποχρώσεις.
Είναι ευτύχημα που επιτέλους ο δίσκος κυκλοφορεί σε βινύλιο, όπως είναι και μεγάλο κρίμα που ο Diabate δεν είναι πια εδώ. Μουσική όπως αυτή, αβίαστα βιρτουοζιτέ και μαζί λαϊκή στον πυρήνα της, άχρονη αλλά και τοπική, έχει κυκλοφορήσει σε μικρότερες δόσεις από αυτές που θέλουμε να φανταζόμαστε. Σε μια εποχή που τα ψαγμένα κοινά έχουν πειστεί ότι έχουν ακούσει τα πάντα και με έναν σωρό κόσμο να περιφέρει ως τεκμήριο πολιτικής ευφυΐας την καχυποψία του προς την ιδέα ότι η τέχνη κάποιες φορές μπορεί να ενώσει, δίσκοι όπως το ‘New Ancient Strings’ μας έχουν προσφέρει πρακτικά περισσότερα από όσα δικαιούμαστε. Μια άρπα θα μας σώσει, αφρικανική ή μη.