Πάμε στοίχημα ότι οι Travis, που αιώνια και με μανία τους χλευάζαμε όλοι μαζί, και χαιρόμασταν για αυτό, ως φθηνούς αντιγραφείς των Radiohead, είναι καλύτερο συγκρότημα από τους τελευταίους;
Η αμφισβήτηση των Radiohead, μετά την παντοκρατορία της OK Computer εποχής και των ψίχουλων που ακολούθησαν αυτής, είναι το απόλυτο trend της ροκ μουσικής γραφής των 00s. Οι Travis αντίθετα στρογγυλοκάθονται στον χαμηλό μεν, σταθερό και μη αμφισβητούμενο, δε, θρόνο του "συμπαθούς" σχήματος, για το οποίο όλοι έχουν να πουν καλά λόγια και όλοι παραδέχονται ότι γράφουν όμορφα τραγούδια.
Αυτά τα περίφημα όμορφα τραγούδια των Travis, στην κλίμακα καταμέτρησης ομορφιάς τραγουδιών δεν έρχονται σε αντιπαράθεση με τα τερατογενή και επιθετικόμορφα τραγούδια των black metal σχημάτων ας πούμε, ούτε με τα ακονισμένα και απλησίαστα των Coil και των Neubauten. Έρχονται σε αντίθεση με τις άδοξες προσπάθειες των Radiohead να σπάσουν τους κωδικούς της pop (χωρίς να έχεις ανακαλύψει κάτι, πώς θα το σπάσεις βρε; Μικρέ Brian Wilson εσύ!), των Verve να προσκαλέσουν τον Μέγα Μανιτού κάθε εν δυνάμει εμπορικού μουσικού είδους για να περισώσει το ελλιπές των συνθέσεών τους και των Oasis καθώς προσπαθούν να θυμηθούν το πώς γράφεται ένα τραγούδι, καλό-κακό δεν έχει σημασία στην περίπτωσή τους, αυτοί ξέχασαν και τα βασικά.
Κάπως έτσι, τραγούδι σαν το Friends, με βλέψεις αθάνατης στόφας αλά Stones, δεν θα βρεις εδώ και χρόνια πολλά (και στα δικά σας) στα συρτάρια των Βρετανών τραγουδοποιών. Είναι το μοναδικό καλό τραγούδι που έβαζε σε κάθε δίσκο του ο Ashcroft. Συναγωνίζεται σε μελωδικότητα και έλλειψη επιτήδευσης τα θαύματα των Fleet Foxes, αλλά καθώς στερούνται ανάλογου μουσικού υπόβαθρου οι δημιουργοί του, αρκείται στα όρια μίας ανεκτής F.M. indie-ζουσας μπαλάντας, που δεν σε χαρακώνει, αλλά και που δεν την προσπερνάς και εύκολα. Και περιέργως, ενώ κραυγάζει για αποδοχή, απομακρύνεται και από τις A.O.R-ιστίες του πρόσφατου παρελθόντος της μπάντας.
Σαν από περίσσευμα ειρωνικής διάθεσης, σαν με όρεξη για πλακίτσα τώρα που πέρασε το άγχος του stardom, κλείνουν το μάτι προς τους Radiohead και πάλι αντιγράφοντας με ποιοτική πιστότητα τις σπουδαίες στιγμές του παρελθόντος τους, που πλέον αρνούνται οι ίδιοι, ήδη με το πρώτο-πρώτο τραγούδι του δίσκου. Και το επαναλαμβάνουν αρκετές φορές στην πορεία.
Στο J. Smith όλως ξαφνικά και εκεί που δεν το περιμένεις ορμάνε τα Carmina Burana και μετατρέπουν την ωραία ιστορία ενός σημαντικού απλού ανθρώπου σε πανηγυρικό μπαλκόνι, με συμμετοχή πλήθους κόσμου, που δεν αρνείται να μεταλάβει τα ύστατα κόλλυβα της brit pop κατανόησης.
Κατά τα άλλα, οι Travis δεν έχουν πλέον ούτε λάθος κιθάρες, ούτε ξελιγωμένα για έφηβους οπαδούς φωνητικά. Δεν παρεκκλίνουν της ροπής τους προς το προφανές και όπου ηλεκτρίζουν παραπάνω από ό,τι τους επιτρέπει το γεγονός ότι βάζουν πετσέτα στα γόνατα για να μην λερώνονται όταν τρώνε, καταλήγουν σε τραγούδια που είναι μεν something, αλλά δεν είναι δα... και anything.
Με αυτά και με αυτά μαζευόμαστε κάμποσοι που ενώ είχαμε όλη τη διάθεση να τους μισήσουμε εξ αρχής, καταλήγουμε να ομολογούμε ότι δεν μπορούμε να τους αγαπάμε, χωρίς μάλιστα να ντρεπόμαστε για αυτό.
Εγώ μάλιστα με καθυστέρηση δεκαετίας μιλάω για το αγαπημένο μου Travis άλμπουμ, που ποτέ δεν το περίμενα, αλλά να που ήρθε!