The Sovereign Self
Από τραγωδία σε τραγωδία αυτός ο Alex Neilson. Του Αντώνη Ξαγά
O Υπέρτατος Εαυτός. Ο Κυρίαρχος. Ή και ο ηγεμονικός, όπως επίσης μεταφράζεται το "sovereign", βλέπω και τον Νικολό τον Μακιαβέλι, τρίτο στην πάνω σειρά, άλλο ένα πρότυπο για τον σημερινό "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα" κόσμο της "Me Me generation" που λένε και τα περιοδικά. Πάντως όσο κι αν τέτοιες ομαδοποιήσεις είναι εξ ορισμού ισοπεδωτικές είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς την μετάβαση μέσα σε λίγα χρόνια από μια γενιά του "θέλω και μπορώ να αλλάξω τον κόσμο" σε μια γενιά του "δεν θα αλλάξω εγώ τον κόσμο", ενός νέου ...πατριωτισμού, κυνισμού και κομφορμισμού γωνία, μετασχηματισμένου και κεκαλυμμένου μάλιστα σε πολιτικά κηρύγματα περί ελευθερίας του ατόμου. Θα μου πείτε άλλο ένα επεισόδιο στην αέναη μάχη ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς, το άτομο και την κοινωνία... Μια μάχη καταδικασμένη να μην τελειώσει ποτέ, είναι αδύνατο να επικρατήσει απόλυτα ένας από τους δύο πόλους. Κι αν σήμερα το Εγώ, ή ακόμη καλύτερα το Υπερεγώ μοιάζει να έχει το πάνω χέρι, δεν ήταν ανέκαθεν έτσι τα πράγματα. Αν επιστρέψουμε π.χ. στην αρχαία ελληνική τραγωδία θα θυμηθούμε ότι εκεί η ανύψωση του Εγώ πάνω από την κοινότητα και τα ήθη της, ήταν μία Ύβρις η οποία επέφερε την Νέμεση και τελικά την Κάθαρση, ουσιαστικά την αποκατάσταση της κοινά παραδεκτής κοινωνικής τάξης.
Η ελληνική τραγωδία έχει τον ρόλο της σε τούτον τον κατά τα λοιπά λίαν βρετανικό (εντάξει, εντάξει, σκοτσέζικο) δίσκο. Κατ' αρχάς, αν μπορώ να αναγνωρίσω καλά τις προτομές, στο φιλοτεχνημένο από την τραγουδίστρια του συγκροτήματος εξώφυλλο ανακαλύπτουμε δίπλα σε άλλους VIPs της τέχνης (τον Οβίδιο, τον Ελ Γκρέκο, τον Βαν Γκογκ, την Ντίκινσον, τον Λου) και τον Αισχύλο με τον Σοφοκλή (κι ο μέγιστος Ευριπίδης τι απέγινε;). Υπάρχει και μία άλλη σύνδεση όμως. Η αρχική αφόρμηση του δίσκου ήταν το τέλος μιας σχέσης, τελικά όλα στη ζωή ξεκινάν από μια ερωτική απογοήτευση, στην οποία ο καθένας αντιδρά με τον τρόπο του, άλλος το ρίχνει στο φαΐ ή το πιοτί, άλλος την πέφτει σε ότι θηλυκό κινείται γιατί "ο έρωτας με έρωτα περνάει", άλλος εκτονώνεται στο γράψιμο, τέλος υπάρχουν ένα σωρό παυσίλυπες μέθοδοι, ο καθένας όπως μπορεί, ο Alex Neilson ο ιθύνων νους των Trembling Bells βρήκε παρηγοριά στην αρχαία τραγωδία. Και τελικά μετουσίωσε την όλη εμπειρία σε τέχνη. Στον συγκεκριμένο δηλαδή δίσκο.
Οι Trembling Bells λοιπόν, από την Γλασκώβη, υπάρχουν από το 2008, αυτός είναι ο πέμπτος τους δίσκος, τον προηγούμενο, συνεργασία με τον Will Oldham τον είχε πιάσει το ευαίσθητο ακόμη και σε τέτοιες χαμηλές πτήσεις ραντάρ μας. Πέντε είναι και τα μέλη, ο Alex Neilson με τον οποίο ήδη κάναμε γνωριμία είναι ο ντράμερ που τραγουδάει κιόλας, κάποιες φορές τραγουδάνε και όλοι μαζί σαν χορικό, βέβαια το καλό λαρύγγι του σχήματος είναι Lavinia Blackwall (ναι, αυτή που έφτιαξε το ..."παίζουμε trivial" εξώφυλλο), κάτι μεταξύ Grace Slick, Siouxsie και Μαρίζας Κωχ.
Κάπου σε εκείνα τα χρόνια έχει τη βάση της η μουσική των Trembling Bells, στην φολκ την μετα-ηλεκτρική (μετα-ντυλανική δηλαδή), την φολκ μιας γενιάς (πάλι!) η οποία ενώ απολάμβανε όλα τα αγαθά της αστικής ζωής και της οικονομικής μεταπολεμικής ευημερίας αναζήτησε τη δική της ουτοπία/απόδραση στην επιστροφή στην Εδέμ, στο δάσος (ή στα λιβάδια καλύτερα, η Βρετανία εδώ και πολλούς αιώνες δεν έχει πια άξια λόγου δάση). Και κάπως έτσι ονόματα όπως οι Fairport Convention ή οι Incredible String Band ή οι Pentangle ανακύπτουν σχεδόν αναπόφευκτα.
Όμως θα τους αδικούσαμε κατάφωρα τους Trembling Bells αν τους κατατάσσαμε στους μιμητές ή έστω τους αναβιωτές. Όχι μόνο επειδή στα κατά βάση μακρόσυρτα κομμάτια τους συναντάμε κι ένα σωρό άλλες πινελιές, ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς (χάσιμο στο "Bells of Burford"), Beefheart-ιές, φαρφίσες (τι ωραία που ακούγεται στο "Killing Time In London Fields"), χαρντ ροκιές αλά Iron Butterfly, ένα σύνολο που θα τους επικολλούσε την μάλλον ασαφή (και διόλου δημουργική -εκτός εάν είστε έμπορας δίσκων) ταμπέλα της psych folk.
Στην πραγματικότητα νομίζω ότι ελάχιστα από τα κομμάτια τους θα ταίριαζαν σε μία συλλογή με "χαμένα αριστουργήματα" από εκείνες που βγαίνουν σωρηδόν τα τελευταία χρόνια. Γιατί οι Trembling Bells ενσωματώνουν στον ήχο τους κι ένα σωρό κατοπινά ακούσματα, από prog rock και kraut μέχρι και ύστερο indie, ακόμη και φολκ από την πρώην ...αποικία (Americana δηλαδή), γενικά έχουμε να κάνουμε με έναν πλούσιο σε αποχρώσεις και ιδέες δίσκο. και απόλυτα σημερινό. Άλλωστε τίποτα δεν διαρκεί εάν δεν ανανεώνεται συνεχώς, το τσιτάτο αυτό βρήκα να το έχει πει ακόμη κι ένα ...τοτέμ του συντηρητισμού όπως ο στρατηγός Ντε Γκωλ. Και ισχύει και για την φολκ, ειδικά για την φολκ, ένα είδος παμπάλαιο, παραδοσιακό, άρα και συντηρητικό από μία άποψη. Στην διαχρονική εξέλιξη της οποίας όμως έχει ενδιαφέρον ότι παρατηρεί κανείς ακριβώς αυτή τη μετατόπιση από το Εμείς στο Εγώ στην οποία αναφερθήκαμε στην εισαγωγή, οι ραψωδοί, οι μελωδοί, οι "μαδριγαλιστές" του παρελθόντος ήταν περισσότερο έκφραση ενός κοινοτικού πνεύματος, οι σημερινοί δημιουργοί γίνονται όλο και πιο εσωστρεφείς και ατομοκεντρικοί, επικεντρωμένοι σε προσωπικά πάθη, ιδέες και συναισθήματα. Αλλά τούτα είναι μια άλλη ιστορία και μια άλλη ανάλυση...
Μολαταύτα πάντως, παρόλες τις ποικίλες επιρροές και το κοσμοπολίτικα ιστορικό εξώφυλλο, το "The sovereign self" παραμένει στην καρδιά του ένας δίσκος απόλυτα βρετανικός, όχι μόνο στον ήχο του αλλά και στην τοπογεωγραφία των στίχων του, οι οποίοι ταξιδεύουν στον αυτοκινητόδρομο Α61, πάνε στο Βόρειο Γιορκσάιρ, το Ανατολικό Λονδίνο, τη Γλασκώβη, το Padstow. Ένας δίσκος τόσο βρετανικός όσο το τσάι στις 5, η χλιαρή μπύρα, το αρνί με μέντα και η παράξενη σύνταξη... Ναι, πράγματι ξαναδιάβασα πρόσφατα το απολαυστικό "Ο Αστερίξ στους Βρετανούς", από εκεί και οι αναφορές, αλλά μου τον θύμισαν και οι Trembling Bells με τον λίαν σουρεάλ στίχο "Lou Reed and Lauren Bacall defeated Asterix the Gaul on the Cornish coast"...
(Ότι κι αν έγινε πάντως, όχι, αρνί με μέντα με τίποτα...).