Λάμδα
Από το... δύο μέχρι το "Τρία" πέρασε αρκετός καιρός, έξι ολάκερα χρόνια. Αποτυπώνεται άραγε αυτός ο χρόνος και σε αντίστοιχη δημιουργική εξέλιξη; Του Μιχάλη Τσαντίλα
Ένα από τα πιο διάσημα -και φθαρμένα- κλισέ των μουσικογραφιάδων θέλει τον δεύτερο δίσκο ενός συγκροτήματος να είναι το πιο «δύσκολο», το πιο κρίσιμο βήμα της πορείας του.
Για τους Λάμδα, πάντως, μάλλον δεν ίσχυσε κάτι τέτοιο. Αφού κυκλοφόρησαν «υπογείως» το ντεμπούτο τους (Λάμδα, 2012), είχαν τον χρόνο και την ησυχία να σουλουπώσουν την τραγουδοποιία και τον ήχο τους, ώστε Η Επόμενη Μέρα τους, που ξημέρωσε το 2015, να εκπλήξει ευχάριστα πολλούς. Διόλου άδικα, εκείνο το άλμπουμ βρήκε θέση στις καρδιές όσων αναζητούσαν αισιόδοξα σημάδια για το αύριο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και στις λίστες των μουσικών συντακτών με τα καλύτερα εκείνης της χρονιάς. Εδώ στο MiC, μάλιστα, χτύπησε κορυφή.
Κάπως έτσι, ο κλήρος πέφτει στο Τρία, που καλείται, με πολλά βλέμματα στραμμένα πάνω του, να επαληθεύσει –και γιατί όχι να εξελίξει- τα καλά και να εξοβελίσει τις αδυναμίες των προκατόχων του. Αν τα καταφέρνει; Σε αντίθεση με όσα ενδεχομένως θα διαβάσετε αλλού, η απάντηση εδώ δεν είναι ξεκάθαρα καταφατική.
Το δίχως άλλο, από τεχνικής άποψης το άλμπουμ έχει πολλά ξεκάθαρα προτερήματα. Η μπάντα παίζει εξαιρετικά –με τα τύμπανα του Θοδωρή Σοφόπουλου να αναδεικνύονται και πάλι σε σημαντικότατο ατού-, ο ήχος έχει εμπλουτιστεί και φωτιστεί πανταχόθεν, κάθε λεπτομέρεια αναδεικνύεται όπως της πρέπει. Αλλά και θεματολογικά, η μπάντα μοιάζει να κάνει –για άλλη μια φορά- όλες τις σωστές επιλογές: η καταπιεστική πατριαρχία, η απειλούμενη διαφορετικότητα, η οπτική των αδυνάμων γενικότερα, είναι μερικά από τα ζητήματα που θίγονται στους στίχους των τραγουδιών, διατηρώντας για λογαριασμό των Λάμδα την ετικέτα της κοινωνικοπολιτικά ευαίσθητης και καίριας παρέας.
Στην τέχνη, βέβαια, (καλώς) δεν μετράει μόνο το τι λες, αλλά και το πώς το λες. Κι αυτό το «πώς» εδώ «μπάζει» από διάφορες μεριές. Κατ’ αρχάς, θα περίμενε κανείς όσο το γκρουπ προχωρά στη δισκογραφία του, να αφήνει πίσω κάποιες καραμπινάτες αναφορές του ή, τέλος πάντων, να τις επεξεργάζεται και να τις ενσωματώνει δημιουργικά στον χαρακτήρα του. Και όχι, ας πούμε, σε πάρα πολλές στιγμές της ροής να σκάνε σύσσωμοι οι Radiohead για να σου κάνουνε «τσα!». Οι Οξφορδιανοί «φώναζαν» ως επιρροή ήδη από το ξεκίνημα των Λάμδα, όμως φαίνεται πως τα δάνει(κ)α έμειναν... αγύριστα. Ακόμα και ο τρόπος ερμηνείας του Παντελή Νικηφόρου, που σαν μια φωνή από το επέκεινα αποτελούσε μέχρι πρότινος ένα από τα πλέον ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία τους, εδώ παραδίδεται αμαχητί σε Yorke-ικούς μανιερισμούς, όλο φαλσέτο και λυγμό.
Παρόντα είναι, φυσικά, και τα υπόλοιπα γνωστά συστατικά του ήχου των Λάμδα -είτε μιλάμε για post-rock ενοργανώσεις είτε για μια γλώσσα κι ένα ύφος που παραπέμπουν στα ρεμπέτικα ή στον Θανάση Παπακωνσταντίνου- με το ηχητικό αμάλγαμα να θέλει τώρα να είναι πιο φωτεινό, πιο ποπ ακόμη ακόμη, πιο έτοιμο από ποτέ να φέρει τα τραγούδια τους στα αφτιά ενός μεγαλύτερου ακροατηρίου. Πιστοποίηση του παραπάνω συμπεράσματος αποτελούν οι προσθήκες συνθετικών ήχων και τονισμένων ρυθμικών μερών σε πολλά από τα κομμάτια. Αλλά και εκεί όπου οι εντάσεις πέφτουν, έρχεται συνήθως ένα οργανικό ξέσπασμα για να αλλάξει τις εντυπώσεις. Όπως στο κλείσιμο του “Όλοι Μαζί Μια Μοναξιά”, π.χ., όπου ένα α λα-Pink Floyd σαξόφωνο σπεύδει να δώσει πνοή σε μια κατά τα άλλα ξέψυχη σύνθεση.
Είναι πλειοψηφία οι αδύναμες συνθέσεις στο Τρία, δυστυχώς. Μπορεί η “Άνοιξη” να ανοίγει την αυλαία καταιγιστική και χωρίς να έχει χάσει στάλα της πυγμής της από τότε που την πρωτακούσαμε (ήταν Ιούνιος του ’20), όμως αλλού επικρατεί μια ληθαργική ατμόσφαιρα, μια μονότονη μελωδική ανακύκλωση, μια ποιητική διάθεση που συχνά αφήνει υπόνοιες εντεχνίλας. Σε συνδυασμό με τον όλο ηχητικό διάκοσμο, δίνεται η αίσθηση μιας κάπως πομπώδους, θεατράλε κατασκευής, της οποίας ο αντίκτυπος ξεθωριάζει εύκολα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τη στιγμή που όλο αυτό το οικοδόμημα αποτραβιέται, συντελείται ένα μικρό θαύμα: οι “Σφήκες” είναι το καλύτερο και πιο αληθινά συγκινητικό τραγούδι εδώ.
Ανάμεσα στα όσα διθυραμβικά έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια για τους Λάμδα, έχει υποστηριχθεί ότι η ματιά τους στα πράγματα είναι καινούρια και πειραματική. Μεγάλη κουβέντα, αλλά ακόμα κι αν δεχτούμε ότι όντως ίσχυε κάποτε αυτό, στο Τρία νομίζω ότι παύει. Πράγμα που σημαίνει ότι ο δρόμος των Λάμδα ισιώνει και φαρδαίνει. Στην εποχή που κάθε preset και εφέ είναι εύκολα προσβάσιμο από τον καθένα, και που όλοι καταλήγουν τελικά να ακούγονται ίδιοι, το να ξεχωρίσεις από τον σωρό γίνεται «εύκολο» για δουλευταράδες σαν και του λόγου τους.
Για κάτι πέρα απ’ αυτό, όπως τραγούδησαν κάποιοι κάποτε, δεν φτάνει μόνο η δουλειά.