Στρόβιλος
Από την Σμύρνη και τους doumani-ασμένους ρεμπέτικους τεκέδες στην Κύπρο, στις σκηνές όλου του κόσμου... Του Χάρη Συμβουλίδη
Σε διάστημα μιας δεκαετίας (και κάτι), οι Τρίο Τεκκέ μεταμορφώθηκαν από κυπριακή ιδιαιτερότητα σε ένα από τα λίγα καλλιτεχνικά οχήματα τα οποία κομίζουν πρόταση ανανέωσης για τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό στο «επείγον τώρα». Τυχαίος δηλαδή ακροατής που θα επιχειρήσει να πάρει μια «γεύση» ακούγοντας, δειγματοληπτικά, το ντεμπούτο Τα Ρεγγέτικα (2009) και το φετινό άλμπουμ Στρόβιλος (2020), δεν θα το πιάσει: θα χρειαστεί και τους ενδιάμεσους δίσκους Σαμάς (2011) και Zivo (2017, σε συνεργασία με τον Dave De Rose) για να ξεκλειδώσει τη διαδρομή.
Στο μάτι βέβαια του στροβίλου, παραμένει ατιθάσευτη η διαχρονική αγάπη που τρέφει το γκρουπ για τη ρεμπέτικη παρακαταθήκη (που, ως είθισται, μπορεί να απλώνεται και προς το σμυρνέικο παρελθόν, αλλά και προς τους λαϊκούς επιγόνους). Μόνο που από τις ενθουσιώδεις διασκευές σε όσα «τυμπανίζουν τα μυαλά τους», οι Αντώνης Αντωνίου, Λευτέρης Μουμτζής & Colin Somervell έχουν πλέον περάσει σε δικής τους δημιουργίας τραγούδια, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και τα διεθνή τους ακούσματα. Κάτι που εν τέλει λειτουργεί διττά, αφού και διάλογο εντοπιότητας-Δύσης διεξάγει, αλλά και στη world υπόθεση κατατάσσει τους Τρίο Τεκκέ, με αποτέλεσμα να δισκογραφούν σε αγγλικό label, βρίσκοντας έτσι προσβάσεις διασυνοριακής απεύθυνσης.
Όλα αυτά, ασφαλώς, δεν είναι καινούρια: αν απλώς (επ)έμενε σε τέτοια πράγματα, ο Στρόβιλος θα έθετε ξανά σε κίνηση ένα μικροσύμπαν ήδη κατακτημένο για το τρίο από τη Λευκωσία. Το κυρίως ενδιαφέρον, λοιπόν, πηγάζει από το αίτημα διεύρυνσης το οποίο καταθέτουν εδώ, είτε μέσω των ενορχηστρώσεων, είτε μέσω των συνεργασιών που δοκιμάζουν.
Με το καλημέρα, ας πούμε, στο "Φουρτούνα Της Αυγής" (το είδος τραγουδιού που θα έπρεπε να λέει ο Δημήτρης Μπάσης, αντί για τις βαρεμάρες στις οποίες ξοδεύει την ωραία φωνή του), συναντάς το οικείο πρόσωπο των Τρίο Τεκκέ στα πιο φορτσάτα του, μέχρι που ένα (και κάτι) λεπτό πριν το τελείωμα, εκπλήσσουν ακόμα και όσους γνωρίζουν καλά τη δισκογραφία τους. Κάτι ανάλογο θα συμβεί και λίγο πιο κάτω στον "Στρόβιλο", δίνοντας έτσι την ευκαιρία να παρατηρήσεις ευκρινέστερα πόσο έχει ωφεληθεί ο αμιγώς μουσικός τομέας από τη διάθεση της μπάντας να δώσει περισσότερο χώρο σε synthesizers/ηλεκτρονικά. Πρόκειται μάλιστα για κατεύθυνση που προσφέρεται για περαιτέρω εξερεύνηση, μελλοντικά.
Διόλου τυχαία, από την άλλη, την παράμετρο των συνεργασιών υπηρετούν φιγούρες που επίσης έχουν συνδεθεί με τονωτικές ματιές πάνω στο ρεμπέτικο/λαϊκό παρελθόν, μέσω της δικής τους δισκογραφικής διαδρομής. Ο Δημήτρης Μυστακίδης έρχεται λ.χ. να τραγουδήσει ωραία την "Άφωνη Κραυγή"· στην "Πρώτη Μέρα" συναντάμε έναν μετρημένο κι εκφραστικώς άψογο Φώτη Σιώτα, ενώ στο "Τη Μέρα Σβήνω" προσφέρεται μια νέα ευκαιρία για να θαυμάσουμε την ωραία φωνή του Γιάννη Διονυσίου –ερμηνευτή που διακρίθηκε πρόσφατα και στο άλμπουμ του Σιώτα Τα Δεύτερα, οπότε δικαίως κατατάσσεται στους «ανερχόμενους». Ο Dave De Rose, επίσης, μπορεί αυτήν τη φορά να μην έχει το όνομά του στην προμετωπίδα, μα δίνει και πάλι το παρών στις ηχογραφήσεις. Κομίζοντας την κρουστή εμπειρία του, βοηθώντας έτσι (όπως ακριβώς και στο Zivo) στον σχηματισμό μιας ευλύγιστης γκρούβας, που συντονίζεται αρμονικά με την εξωστρέφεια της τραγουδοποιίας του Αντώνη Αντωνίου, ο οποίος υπογράφει την πλειονότητα του υλικού.
Με βάση μάλιστα την εκτενή (πλέον) παράλληλη δράση του Αντωνίου με τους Monsieur Doumani, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις το γεγονός ότι ο ήχος των δύο συγκροτημάτων τέμνεται μεν σε κάποια σημεία, μα δεν συμπίπτει: παραμένουν δύο διακριτές οντότητες. Κάτι, πάντως, που δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι δεν υπάρχουν και περιθώρια βελτίωσης στους Τρίο Τεκκέ.
Χωρίς δηλαδή να χαλά η συνολικά καλή εντύπωση, δεν στέκονται όλα τα κομμάτια στο ίδιο επίπεδο έμπνευσης· με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργείται μια παράξενη παλάντζα, κόντρα στα σαφή επιτεύγματα του γκρουπ. Ίσως κάπου να πριμοδοτείται μια πιο φλου διάθεση, με αποτέλεσμα να λείπει το κεντράρισμα που θα οδηγούσε σε πιο σφιχτά αποτελέσματα; Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι μια περιφερειακή παρατήρηση. Ο Στρόβιλος συνεχίζει τον διάλογο των δημιουργών του με τις ρίζες και τον παγκοσμιοποιημένο κοσμοπολιτισμό, επιβεβαιώνει τη διάθεσή τους για ξανοίγματα και δίνει φρέσκα τραγούδια που θα άξιζε να ακούγονται στα εγχώρια ραδιόφωνα.