C
Ρηξικέλευθο, έκπληξη πληρότητας, γοητευτικότατη συσσώρευση αναπαλαιωμένων ερειπίων. Του Πάνου Πανότα
Ένας πολύ βασικός παράγων αφομοίωσης του "C", ο οποίος δεν έχει μεγάλη σχέση με το αν έχεις νωρίτερα ακούσει τα άλλα δύο άλμπουμ της τριλογίας που προηγήθηκαν αυτού, τα "A" και "B" (του '07 και '09 αντίστοιχα), αφορά στα λάιβ σάουντρακ που έκαναν οι Turzi για τις ταινίες "Metropolis" και "Nosferatu", τις κλασικότερες πιθανόν του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου. Δηλαδή το "C" θα μπορούσε κάλλιστα, και με υπολογισμένα τα αποτελέσματα, να είναι δίσκος μουσικής για μια τέτοιας αισθητικής ταινία. Λέτε από το στούντιό του στο Παρίσι ο Romain Turzi να ροκανίζει τη μοναξιά του γράφοντας μουσική και τραγούδια για φιλμ που υπάρχουν μόνον στο μυαλό του; Αν δεν προσκολληθούμε απόλυτα σε τούτο, μπορεί και ναι.
Βέβαια, στη μέση του εξαετούς διαστήματος απ' το δεύτερο στο παρόν τρίτο μέρος έδωσε κι ένα δίσκο με το παράγωγο πρότζεκτ Turzi Electronique Experience. Στο "C" όμως είναι που οδηγήθηκε σε μια γοητευτικότατη συσσώρευση αναπαλαιωμένων ερειπίων και θραυσμάτων από kraut, ψυχεδέλεια, μουσικές για φιλμ του John Carpenter, τους Goblin σε ταινίες τρόμου του Dario Argento μα κι από την κληρονομιά του Ennio Morricone κ.ά.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Μία πάνω στην άλλη οι παραπάνω επιρροές συγχωνεύονται στα εν λόγω έντεκα τρακ όχι απλώς για να σφραγίσουν τον καλύτερο ίσως δίσκο του Turzi μέχρι σήμερα μα και για να τον καταστήσουν ζήτημα απ' την πρώτη επαφή. Είναι η ιδιότητα που εδώ ανάγεται σε θριαμβευτική και δικαιολογημένα επίζηλη.
Εξάλλου, οι συναισθηματικές μας χορδές αρχίζουν και πάλλονται ήδη απ' το "Cygne" όπου τα οπερατικά (όμως χωρίς στίχους) φωνητικά της σοπράνο Caroline Vallain καταγράφουν την εκθαμβωτικότερη παρουσία τους στο άλμπουμ. Μέχρι το "Cormoran". Ωστόσο μονάχα ως επεξηγητικό επιχείρημα αξίζει στο εξαιρετικό αυτό σετ να μπουν μεμονωμένα κομμάτια σε καδράρισμα, διότι ολόκληρη η ενότητα αναδύεται απ' την αρχή ως το τέλος, και με υποδειγματική ροή, μέσα από την πιο αγαπημένη μας κολυμβήθρα, εκείνη των έντονων μουσικών συγκινήσεων.
Επιπλέον, οι Turzi μάς έδωσαν εκ νέου τη δυνατότητα, και πάντως όχι παρενθετικά, να ανατρέξουμε στις καταβολές της μαγείας του αναλογικού ήχου, να θυμηθούμε κομμάτια του παρελθόντος όπου χρησιμοποιήθηκε το Clavinet, π.χ. των Pink Floyd, να ανατρέξουμε στο EMS synthi AKS όταν παρήγαγε υπνωτικά εφέ για τον Brian Eno και για το "Oxygene", και πάντοτε υπό την ανάμεικτη -νοσταλγίας και παραδοχής- φόρτιση.
Εξαιτίας του σκότους που ιδρύει σε ορχηστρικά θέματα σαν το "Coq", το εντυπωσιακά λειτουργικό φινάλε του "C", αλλά και σε εξαιρετικά τραγούδια όπως το "Chouette" ή των, πέρα απ' τον έλεγχό μας, φανταστικών καταστάσεων κορυφώσεις που επίμονα απαιτούν εκ μέρους μας αποδοχή, το "C" ακούγεται ρηξικέλευθο, κι έρχεται ως η γνήσια έκπληξη πληρότητας που επίμονα αναζητούσαμε στην πρόσφατη δισκογραφία.
Εντέλει, το όνομα Turzi είναι όντως φορτωμένο με μυστήριο. Μυστήριο που μόλις το αποσπάσουμε από το αρχικώς ιδιωτικό του πλαίσιο μάς ξεναγεί στο δικό του κόσμο απ' όπου δεν επιθυμούμε να βγούμε γρήγορα. Να μιλήσουμε από τώρα για ένα απ' τα άλμπουμ του '15 ή έτσι προσφεύγουμε στους τύπους και στα μουσικοκριτικά κλισέ; Ας το πούμε αλλιώς τότε. Το "C" είναι άλμπουμ γεμάτο αποκάλυψη, κι αυτό επαναλάβετέ το όσες φορές χρειαστεί.