The world we pretend
Βαριά η καλογερική για τον μουσικό δημιουργό... Πάντα ήταν, πόσο μάλλον σήμερα, όπου η μουσική παράγεται με ρυθμούς λωρίδας παραγωγής εργοστασίου στην Ταϊβάν και ξεχειλίζει άφθονη σε δίκτυα, σκληρούς δίσκους και (χμμ, για πόσο ακόμη;) δισκοπωλεία. Πως θα καταφέρεις μέσα σε αυτό το χάος να ακουστείς πρωτότυπoς, να βάλεις ένα κομμάτι του εαυτού σου και συγχρόνως να διαχειριστείς το βάρος της επιρροής ενός ηχογραφημένου και άμεσα προσβάσιμου παρελθόντος χωρίς να κατηγορηθείς ως στείρος μιμητής ή ακόμη χειρότερα ως κλώνος από κριτικούς με πένα βουτηγμένη στο ...θειικό οξύ;
Από την άλλη, σε αυτές τις συνθήκες κάποιες φορές γίνεται πολύ εύκολο το επάγγελμα του μουσικοκριτικού (ορίστε; επάγγελμα; Στην Ελλάδα; προηχογραφημένα γέλια...). Γιατί όλο και σπανιότερα έρχεσαι αντιμέτωπος με δίσκους που θέτουν προκλήσεις, νέα ερωτήματα ή άλλες οπτικές, δίσκους που σε προβληματίζουν, που σε αναγκάζουν να κοιτάξεις τη λευκή σελίδα με αμηχανία, να ψάξεις τις λέξεις προσεκτικά, να αναθεωρήσεις κανόνες, προκαταλήψεις, στερεότυπα... Αντίθετα, τις περισσότερες φορές ξεμπερδεύεις εύκολα. Κείμενο-ξεπέτα, αναφορά στην προφανή επιρροή (και μια πιο ψαγμένη αν θέλεις να πωλήσεις μούρη), πολλά επίθετα (απαραίτητα ότι απουσιάζει η ουσία του ουσιαστικού), κάποια στοιχεία wikipedia-δελτίου τύπου και μια αναφορά σε κάποιες ελπίδες για το μέλλον (ας κρατάμε και μια πισινή!) και ...έτοιμοι.
Σε ποια κατηγορία δίσκων τώρα ανήκει το "The world we pretend" των The Twilight Garden θα γίνει εμφανές παρακάτω. Οι The Twilight Garden λοιπόν είναι η πρώτη δισκογραφική εμφάνιση του προσωπικού σχήματος του κιθαρίστα Todd Loomis, μέσα από την σκοτεινής κοσμοθεωρίας Project Records του Sam Rosenthal των Black Tape for a Blue Girl (αλήθεια, πόσο αργά και βασανιστικά πληκτικός δεν ήταν ο τελευταίος δικός τους δίσκος;). Ο Loomis είχε μέχρι σήμερα να περηφανεύεται στο βιογραφικό του για μια συνεργασία στον τελευταίο δίσκο των Velvet Acid Christ (ενός συγκροτήματος της Β' Εθνικής της -ας την ονομάσουμε- industrial electropop), αλλά στο "The world we pretend" άλλο είναι το μουσικό άστρο που τον οδηγεί. Για τους παρατηρητικούς, ο ίδιος ο τίτλος του σχήματος του είναι και μια σαφέστατη δήλωση προθέσεων, με την άμεση αναφορά στο "This twilight garden", ένα πραγματικά μεγάλο τραγούδι των Cure από την εποχή του "Wish", που αδικήθηκε ως b-side στο "High".
Το προαναφερθέν άσμα πραγματικά θα έβρισκε ταιριαστή θέση στον δίσκο. Συνολικά άλλωστε ο δίσκος μοιάζει με μια άσκηση ύφους πάνω στο έργο των Cure. Φόρο τιμής αν προτιμάτε. Καθήλωση στο ...κιουρικό στάδιο θα κατέληγε στη διάγνωση του ένας ψυχολόγος. Ο Loomis έχει μελετήσει καλά, γνωρίζει το υλικό του. Αυτή η γνώση όμως μοιάζει να τον έχει παγιδεύσει. Μέχρι και τα "τραβήγματα" της φωνής του Robert ακολουθεί, εκείνη την εκφορά που προσπαθούσε να εκφράσει την απελπισία, την γκρίζα μιζέρια αλλά και την ενίοτε επιτηδευμένη θλίψη μιας γενιάς χωρίς ουσιαστικά προβλήματα επιβίωσης. Ο δίσκος μοιάζει να ηχογραφήθηκε το 1989, με την εξαίρεση κάποιων συνετών δόσεων σύγχρονης ψηφιακής ρυθμολογίας, διαθέτει 1-2 κομμάτια με όμορφες ρευστές αρμονίες ("Delusions of us") και κάποια ενδιαφέροντα περάσματα ρετρό electronica, αλλά μέχρις εκεί...
Θα μου πείτε, το νέο δεν είναι πάντα (δεν πρέπει να είναι, δεν μπορεί να είναι!) αυτοσκοπός στην τέχνη. Άλλωστε ένα σωρό κόσμος έχτισε καριέρες πατώντας με ρεαλιστικό κυνισμό στο παρελθόν. Και οι Interpol (τυχαίο παράδειγμα) έκαναν με επιμέλεια τις δικές τους ασκήσεις πάνω στους Chameleons, αλλά πέρα από το γεγονός ότι έγραψαν και μερικά γερά τραγούδια, κατάφεραν να αποκτήσουν και μια ταυτότητα. Γιατί μπορεί να είσαι σώμα ετερόφωτο, αλλά να αντανακλάς το "φως" μέσα από τις δικές σου ιδιαιτερότητες.
Ειδάλλως οι συγκρίσεις σε τέτοιες περιπτώσεις με το παρελθόν γίνονται καταθλιπτικές και εύκολα ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι. Γιατί κάποιες φορές πραγματικά "no-one will ever take your place", για να επιστρέψουμε και στο "This twilight garden"...