No one can ever know
Το σούρουπο συνεχίζει να εμπνέει τραγουδιστές και μουσικούς. Του Θανάση Φωτιάδη
Το 2012 είναι η χρονιά που οι Twilight Sad κάνουν την υπέρβασή τους. Από μια μικρή τοπική μπάντα με συγκεκριμένο ήχο και καλά τραγούδια, μετατρέπονται με σκληρή δουλειά, υπομονή και έμπνευση σε μπάντα champions league, που σε καλή μέρα θα μπορούσε να ανησυχήσει το αιώνιο φαβορί Μπαρτσελόνα και αν τους βρει και σε κακή μέρα (ας υποθέσουμε ότι ο Μέσσι έχει και κακές μέρες) μπορεί να τους στείλει στο καναβάτσο με απευθείας γκολ από κόρνερ στο 93'.
Δεν εξηγείται αλλιώς. Η συναυλία τους, που είδα πριν μερικές μέρες, με τρόμαξε. Δεν ήταν συναυλία αυτή μιας μικρής σκωτσέζικης μπάντας. Μπορεί να έχουν μάθει τα τρομακτικά τους ξεσπάσματα από τους Mogwai, μπορεί να έχουν εξασκηθεί στα βαριά μέταλλα και τον αλλοπρόσαλλο shoegaze θόρυβο, αλλά η αυτοπεποίθησή τους, το πάθος και η πίστη στα τραγούδια τους, δεν είναι κάτι που το μαθαίνεις. Είναι κάτι που βγαίνει σαν ηφαιστειακή λάβα από μέσα σου. Και συνήθως αυτό συμβαίνει όταν έχεις κάτι να πεις.
Το άλμπουμ από την άλλη ξετυλίγεται μπροστά μου σαν αυτές τις εικόνες ενός λουλουδιού που ανθίζει σε γρήγορη κίνηση στα ντοκιμαντέρ. Μη φανταστείτε όμως χρώματα, μόνο ένα μεταλλικό γκρίζο που πολλές φορές φαντάζει απειλητικό. Και μη φανταστείτε σε πολύ γρήγορη κίνηση, εκεί που λες δεν αλλάζει τίποτα, εκεί ανακαλύπτεις μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Τώρα, οι αινιγματικές ιστορίες που ξετυλίγονται στο No One Can Ever Know κρύβουν κάτι το αποτρόπαιο, και επειδή αυτή τη φορά ντύνονται με πολλά ηλεκτρονικά της σχολής Nine Inch Nails, φαντάζουν οικείες όσο και απελπιστικά γοητευτικές.
Ουσιαστικά εδώ η μπάντα κάνει μια απότομη στροφή που τους βγάζει σε γκρεμό, αλλά αυτοί κοιτάνε κατάματα τη μοίρα τους και πηδάνε όσο πιο δυνατά μπορούν, μήπως και περάσουν στην απέναντι πλευρά. Και για να το κάνω πιο λιανά, παρατούν τον ήχο που τους καθόρισε στη μέχρι στιγμής πορεία τους και βουτάνε σε ένα παράξενο νέο κόσμο δύστροπων μελωδιών και παγωμένων ηλεκτρονικών επεμβάσεων. Στα θετικά και ο εκπληκτικός ήχος της (αντι)παραγωγής του κ. Weatherall, ενώ η δυνατή φωνή και παρουσία του frontman James Graham (και η βαριά προφορά του) ευνοείται από την αλλαγή πορείας, ντύνεται σκωτσέζικη σημαία και ρίχνει ντουβάρια ψάνοντας νέους μελωδικούς δρόμους καθ'όλη τη διάρκεια του δίσκου. Οι κιθάρες πίσω, τα ηλεκτρονικά μπροστά, αν και στα live κονταροχτυπιούνται αδιάκοπα, με θύματα τους μπροστινούς θεατές, οι οποίοι μετακινούνται σύντομα σε πιο ασφαλή σημεία.
Στο artwork της μπάντας όπως και στο εξώφυλλο του δίσκου έχουμε εικόνες που παραπέμπουν σε χειρουργικές επεμβάσεις. Ίσως να συμβολίζουν την αδιάκοπη προσπάθειά τους για να διορθώσουν κάτι που πήγε στραβά. Ίσως να προσπαθούν με αυτόν τον σκληρό τρόπο να βρουν το δρόμο για την προσωπική τους αλήθεια.