Recordings 1979-1981
Από τις πιο ξεχασμένες ...αξεσκόνιστες γωνιές του βιομηχανικού ήχου των 80s μας έρχεται αυτή η ιδιαίτερη diy (επανα)κυκλοφορία, που αποτυπώνει το πνεύμα του είδους αλλά και της εποχής. Του Μάνου Μπούρα
Είναι δεδομένο ότι (επανα)κυκλοφορίες όπως αυτή εδώ αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της ενασχόλησής μου με τη μουσική. Με άλλα λόγια, ψάχνεις και ξαναψάχνεις στο παρελθόν και το παρόν της δισκογραφίας για να ανακαλύψεις το επόμενο μουσικό διαμάντι, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να ικανοποιήσεις το δικό σου ακατάσβεστο πάθος για υπέροχους, κι αν είναι εφικτό πρωτόγνωρους ήχους, και τελικά αυτό που ουσιαστικά αναζητούσες έρχεται από εκεί που δεν το περίμενες, από μια γωνιά της παγκόσμιας παραγωγής που όσο εξαντλητικά κι αν έχει ξεψαχνιστεί, πάντα κάτι περισσότερο κι απρόσμενο έχει να σου δώσει.
Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιον περίμενες να το ξεθάψει και να σου το προσφέρει σε μία υπέρ το δέον ελκυστική συσκευασία, αυτή είναι η Γερμανική ετικέτα της VOD, ή αλλιώς Vinyl On Demand. Εδώ και μία δεκαπενταετία περίπου το label του Frank Meier έχει κυκλοφορήσει μερικές από τις πιο σπάνιες δουλειές από ολόκληρο το φάσμα της ηλεκτρονικής, industrial, avant garde, new/minimal/cold κι όποιων άλλων wave βάζει το μυαλό σας, σε απίστευτα προσεγμένες εκδόσεις, κουτιά κυρίως που εξαντλούν το θέμα με το οποίο καταπιάνονται. Κι αν δεν το κάνουν, να είστε σίγουροι ότι θα αποτελειώσουν την δουλειά με κάποιο επερχόμενο δεύτερο volume! Δεν θα μπω στη διαδικασία να απαριθμήσω τι έχουν βγάλει όλα αυτά τα χρόνια, ούτε το χώρο έχουμε εδώ ούτε και τα λεφτά να τα αγοράσουμε, εδώ που τα λέμε, εύκολα μπορείτε να κάνετε την έρευνά σας και συνεπακόλουθα τα κουμάντα σας…
Πάντως, κάθε φορά που ανακοινώνει τις επερχόμενες κυκλοφορίες της αξίζει κανείς να ψάχνει λίγο παραπάνω περί τίνος πρόκειται επειδή να, μπορεί να πέσει επάνω σε ένα άλμπουμ όπως αυτό των Two Daughters. Και ποιοι διάβολο είναι πάλι αυτοί οι Two Daughters και δεν τους έχει πάρει ποτέ το αυτί μας, ούτε σαν μουσική, ούτε πολύ περισσότερο καν σαν όνομα; Μια πρώτη ανάγνωση τους τοποθετεί στο Λονδίνο και στις (πολύ) αρχές της δεκαετίας του ‘80 με μία ξώφαλτση εκκίνηση από τα τέλη των ‘70 – πολύ λογικό και πολύ ελπιδοφόρο αυτό – και μάλιστα τους ρίχνει στην αυλή των δορυφόρων των Throbbing Gristle, της ευρύτερης παρέας της μπάντας κι όσων απάρτιζαν τα μέλη της Industrial Records κι όλων των θαυμαστών που ξεπηδούσαν από τον κατάλογό της. Ντουέτο για το οποίο γνωρίζουμε (απ’ όσα διαβάζουμε) λίγα, ο ένας ονομαζόταν Anthony Burke και μας έχει αφήσει χρόνους το 2004, ο δε έτερος έφερε το όνομα Paul. Σκέτο. Έβγαλαν αρχικά μία κασέτα το 1980 που τύπωσαν μόνοι τους, ονομάζοντας Methane Music την ετικέτα τους, και την επόμενη χρονιά ένα ακόμη άλμπουμ, τυπωμένο σε βινύλιο αυτή τη φορά, με τίτλο “Kiss The Cloth/Gloria” στην Anthony & Paul, ένα παρακλάδι τυπικά της United Dairies του Steven Stapleton, η οποία και το επανέκδωσε σε κασέτα το 1987. Καταλαβαίνετε σε τι είδους κύκλωμα κινούνταν το δίδυμο, κι ίσως αυτό σας δίνει και μία ιδέα του πού κινούνταν και μουσικά οι Two Daughters (όνομα που φέρνει στο μυαλό ένα άλλο ντουέτο της ίδιας πάνω κάτω περιόδου αλλά και ηχητικής κατεύθυνσης, τους Deux Filles, και ναι, όντως είχαν σχέση τα δύο σχήματα, σε τι βαθμό όμως μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ).
Throbbing Gristle και Industrial Records, Nurse With Wound και United Dairies, φωτογραφίες τους μαζί με τους Chris Carter και Cosey Fanni Tutti, γίνεται εύκολα και άμεσα αντιληπτό ότι στα 14 κομμάτια του διπλού αυτού δίσκου βινυλίου δεν πρόκειται να συναντήσετε μουσική που ακούγεται με ευχαρίστηση. Μην κάνετε λάθος, βαδίζουμε σε μονοπάτια που ο πειραματικός χαρακτήρας έχει το πάνω χέρι κι όλα είναι αμφίρροπα μέχρι να σβήσει το κόκκινο φως στο στούντιο όπου γίνεται η ηχογράφηση (έτσι τουλάχιστον το έχουμε στο μυαλό μας κι ίσως ακολουθούμε ασυναίσθητα ένα κλισέ, ενώ είναι πολύ πιθανότερο να μην έχουν μπει σε κανενός είδους στούντιο για να καταγράψουν αυτές τους τις ιδέες, αλλά να έχει γίνει η βρωμοδουλειά σε κάποιο νοικιασμένο χώρο, χωρίς τις απαραίτητες και κατάλληλες συνθήκες, οι ηχητικές πηγές και μία κονσόλα της συμφοράς αρκού(σα)ν). Δεν θα περίμενε εξάλλου κανείς τίποτε άλλο από δύο ανθρώπους που κατά τα φαινόμενα, δεν έχουν προγενέστερη επαφή με το πώς γράφεται, πώς εκτελείται και πώς παράγεται τελικά η μουσική στην κανονική της μορφή, εκείνη δηλαδή όπως θα την περίμενε κάποιο φιλόμουσο κοινό, ενώ στο τέλος βγαίνει ελαφρώς τερατόμορφη, με βαθιές ουλές στο πρόσωπό της, κι ένα σωρό κουσούρια σ’ ολόκληρό της το σώμα.
Ακριβώς επειδή οι ήχοι που συναντούμε στο συνολικό έργο των Two Daughters είναι άσχημοι κάτω από αυτά τα στάνταρ, δεν ακολουθούν κανέναν γνωστό κανόνα και πέφτουν μπροστά στα αυτιά μας άναρχοι κι ελλιπείς για το μέσο όρο, γι’ αυτό και μας γοητεύουν τόσο. Βοηθάει να έχεις και μια εικόνα του τρόπου που δούλευαν αυτού του είδους τα συγκροτήματα εκείνη την περίοδο, να κατανοείς ότι η απουσία επαγγελματικών μέσων αποτύπωσης του ήχου δεν αποτέλεσαν ποτέ τροχοπέδη για τη δημιουργία, αντίθετα λειτούργησαν προσθετικά στην ατμόσφαιρα και τη συνολική αισθητική της μουσικής, όπως και το ότι τελικά καταγράφηκαν και κυκλοφόρησαν σε μαγνητοταινία, με ό,τι αυτό συνεπακόλουθα σημαίνει σε επίπεδο πιστότητας/ποιότητας ήχου. Δεν πρέπει λεπτό να ξεχνάμε ότι μιλάμε για την εποχή που δοξάστηκε το DIY, που τα πάντα γίνονταν με πενιχρά μέσα κι έβγαιναν σε κασέτες που αντιγράφονταν σε λιγοστά αντίτυπα, κάθε μία από αυτές όμως αποτελούσε αληθινό κομψοτέχνημα, ένα αποδεικτικό αγάπης του καλλιτέχνη γι’ αυτό που έκανε κι απευθυνόταν άμεσα σχεδόν στον κάθε έναν που έπιανε αυτή την κασέτα στα χέρια του. Όσοι έζησαν εκείνες τις ημέρες, ή φαντασιώνονται ότι τις έζησαν, μπορούν να μπουν ακόμη περισσότερο στο πετσί αυτών των ηχογραφήσεων και να τις απορροφήσουν γι’ αυτό ακριβώς που είναι, μια ατίθαση περιδιάβαση σε στυλ και ιδέες που δεν έχουν άμεσο σημείο αναφοράς και ξεχύνονται ξέφρενα από τα αυλάκια του δίσκου και τα ηχεία σου.
Είναι πρακτικά αδύνατον επομένως να περιγράψω τι ακριβώς συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου αυτού, που όπως προείπα, περιέχει μια κασέτα κι ένα άλμπουμ, κάπως διαφορετικά τα δύο αυτά μεταξύ τους μα που διακατέχονται από το ίδιο προοδευτικό πνεύμα μιας ανήκουστης μέχρι τότε μουσικής κατάθεσης, που παραμένει παρόμοια ανήκουστη (ευτυχώς) ως σήμερα, κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Εδώ θα συναντήσουμε τεχνικές κοψίματος και συνδεσμολογίας τυχαίων ήχων με ευφάνταστους τρόπους, τεχνικές που ίσως ακούγονται γνώριμες σήμερα αλλά δε συνέβαινε το ίδιο αφενός την εποχή που συζητάμε, μα ούτε και θα τις έβρισκε κανείς τετριμμένες ακόμη και στις ημέρες μας. Παιχνίδια με φωνητικά που γίνονται έως και προκλητικά σε αισθητικό επίπεδο, αυτό όμως ήταν και το ζητούμενο ολόκληρης της καλλιτεχνικής στάσης και πορείας του ντουέτο, να προκαλέσει τον ακροατή με όσους τρόπους είχε την ικανότητα να το κάνει. Εμμονή με τα τύμπανα και τις tribal ρυθμολογικές τους προεκτάσεις, που γίνονταν απόκοσμες δίπλα στην υπόλοιπη υφολογική καταγραφή ενός ούτως ή άλλως μυστηριώδους αστικού περιβάλλοντος. Πρώιμα σκίτσα με αναλογικά ηλεκτρονικά μέσα που ξεχειλίζουν από συναισθηματική φόρτιση παρέα με κιθάρες που δεν επιτελούν καμία συμβατική υποχρέωση αλλά γεμίζουν έναν αχανή όγκο από κενά αέρος που συμβολίζουν την ψυχρότητα της εποχής που τα γέννησε.
Δεν πρόκειται για εύκολο άκουσμα, επαναλαμβάνω, εμπίπτει όμως της κατηγορίας εκείνων που σε ρουφούν μέσα τους με την ιδιομορφία τους, ώστε σε αναγκάζουν να τις παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα και κομμένη την ανάσα. Κάθε νέο κομμάτι μουσικής που περιέχει ο δίσκος είναι και κάτι διαφορετικό, κάτι απρόβλεπτο, κάτι νοσηρό μα και παράδοξα ελκυστικό, σαν ένα θρίλερ που ξέρεις ότι θα σε σοκάρεις αλλά δεν πατάς ποτέ το κουμπί της παύσης του. Τέσσερις δεκαετίες οι ηχογραφήσεις αυτές ήταν άφαντες, τώρα που ξεπήδησαν από ένα αόρατο μουσικό κουτί της Πανδώρας, είναι πρακτικά αδύνατον σε όποιον τις συναντήσει να αφήσει να περάσουν μπροστά από το ραντάρ του χωρίς να τις αποκρυπτογραφήσει και αποκωδικοποιήσει το φιλελεύθερο καλλιτεχνικό τους όραμα.