Flowers Of Evil
Και με την... μουσική των λύκων επανέρχονται. Ποια; Μα τα 80s... (αν έφυγαν βέβαια ποτέ). Της Χριστίνας Κουτρουλού
Είναι ιδιαίτερα σύνηθες να υπάρχουν διαφωνίες για βαθμολογήσεις δίσκων μεταξύ fans και μουσικοκριτικών. Αλλά το 2020 μοιάζει να ήταν από 'κείνες τις χρονιές που αυτό συνέβη και μεταξύ των ίδιων των κριτών. Ποιος δηλαδή δεν είδε τις τεράστιες αντιθέσεις σε αξιολογήσεις των Idles ή των Strokes, ακόμα και της Fiona Apple; Κάτι τέτοιο φαίνεται όμως να αφορά και το νέο άλμπουμ των Ulver.
Οι Λύκοι επέστρεψαν με το 12ο τους άλμπουμ, εκδίδοντας μαζί και μια τύπου βιογραφία της μπάντας (Wolves Evolve: The Ulver Story). Πιστοί λοιπόν στο τελευταίο τους εγχείρημα The Assassination Οf Julius Caesar (2017) προσπαθούν να κάνουν ακόμα μία βουτιά στον synthpop κόσμο των 1980s. Τη δεκαετία που τόσο αγαπήθηκε και αναπαράχθηκε φέτος, σε βαθμό που πραγματικά αναρωτιέσαι πόσο ακόμη μπορεί να ξεζουμιστεί και τι άλλο έχει πια να δώσει.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι και το ερώτημα για τους Ulver. Γιατί επέλεξαν να επιμείνουν στον συγκεκριμένο ήχο; Και τι κατάφεραν να προσθέσουν, τελικά;
Οι υποθέσεις ότι το Flowers Of Evil συνέβη για λόγους εμπορικούς φαίνονται κάπως άτοπες όταν έχει παρακολουθήσει κανείς την πορεία των Νορβηγών. Αυτή δηλαδή η ανάγκη τους να πειραματίζονται συνεχώς και να αλλάζουν πορεία κατά το δοκούν, αψηφώντας εάν θα τους ακολουθήσουν οι ακροατές, δεν συνάδει με τέτοιες εικασίες. Μάλλον λοιπόν έχει να κάνει με μια πεποίθηση ότι υπήρχαν περισσότερα πράγματα να ανακαλύψουν, τα οποία ίσως δεν πρόλαβαν να εξερευνήσουν επαρκώς στον προηγούμενο δίσκο.
Και η αλήθεια είναι ότι εδώ οι Ulver παραδόθηκαν πραγματικά στη synthpop, στη χορευτική διάθεση και στα φωνητικά εκείνα που θυμίζουν από Depeche Mode μέχρι George Michael (των 1990s). Δεν είναι λίγες οι φορές που σε βάζουν να φαντάζεσαι τον Kristoffer Rygg με κουστούμι πάνω σε μια πίστα, να παθιάζεται στο μικρόφωνο περιβαλλόμενος από κόκκινους φωτισμούς. Αναλογιζόμενος ωστόσο τους στίχους σκέφτεσαι να τον συνοδεύουν στα δεύτερα φωνητικά οι Candie, Mandie & Sandie από το Twin Peaks. Δημιουργείται δηλαδή η ατμοσφαιρική αντίθεση ενός τόνου ευδιάθετου αλλά παράλληλα μελαγχολικού, στον οποίο άδει κανείς τις σκοτεινές του σκέψεις. Αν κάτι διαφέρει αισθητά σε σύγκριση με το The Assassination Οf Julius Caesar, είναι ότι αυτήν τη φορά αισθάνεσαι να λείπει το δικό τους φίλτρο.
Ναι, οι τόνοι των φυσικών ντραμς, των κιθάρων με τις post-punk καταβολές, τα κύματα της θάλασσας, τα κλειδιά του αυτοκινήτου, αλλά και τα πηχτά φωνητικά του Rygg, σε κάνουν να μην αμφισβητήσεις ότι οι Ulver το σκέφτηκαν, το δούλεψαν, το ενίσχυσαν. Μαζί φυσικά με τον πήχη που οι ίδιοι τοποθετούν (όπως πάντα) ιδιαίτερα ψηλά, αλλά και με τα όσα οριοθετεί το επιβλητικό εξώφυλλο, το οποίο κεντρίζει κατευθείαν την περιέργεια χάρη στη φιγούρα της Ρενέ Φαλκονετί, παρμένη από την εμβληματική ταινία του Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ The Passion of Joan of Arc (1928). Και δεν είναι η μόνη ιντριγκαδόρικη αναφορά, αφού από τους στίχους περνάει ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Πιέρ Πάολο Παζoλίνι, η Χιροσίμα, ο έρωτας, η νοσταλγία, ο θάνατος, ο πόνος, η απώλεια. Συνολικά, πρόκειται για μια γοητευτικά μελαγχολική κατάθεση συναισθημάτων.
Μουσικά μιλώντας, ωστόσο, όλες αυτές οι τσαχπινιές είναι μεν ικανές να βγάλουν σε ωραίες συνθέσεις, ταυτόχρονα όμως δημιουργούν και μια αίσθηση ανισότητας μεταξύ των τραγουδιών, καθώς κάποια ανάμεσά τους υστερούν σε αιχμή. Νιώθεις δηλαδή ότι υπάρχει μια κούραση καθώς ξανοίγονται ως προς τη χρονική διάρκειά τους, με αποτέλεσμα να χάνεις σημεία μέχρι να έρθει το επόμενο για να σώσει την κατάσταση. Σαν οι Ulver να θέλουν μεν να κολλήσουν κομμάτια του τρόπου τους, αλλά να μην τα κουμπώνουν όπως θα έπρεπε. Κάπως έτσι, το Flowers Οf Evil μοιάζει μερικές φορές σαν τη b-side πλευρά του προκατόχου του.
Κρατάς λοιπόν την ειλικρινή διάθεση των Νορβηγών για ψαχούλεμα, τη νοσταλγική εποχή που αντανακλά η δουλειά τους, αλλά και την απορία που τα άλμπουμ τους συνεχίζουν να πηγαίνουν σε metal δισκάδικα –το αναρωτιέται μάλιστα και ο Rygg, σε συνεντεύξεις του. Συνάμα αναγνωρίζεις ότι θα σου μείνουν τα μισά κομμάτια του Flowers Οf Evil κι ότι περισσότερο απολαμβάνεις τελικά την αίσθηση που σου αφήνει, παρά τη δημιουργία σαν σύνολο.